Εξαγριωμένοι είναι οι φοιτητές με την απόφαση του διευθυντή του Κολλεγίου του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, που βρίσκεται στο Ormont, που απαγορεύει την πρόσβαση σε ηλεκτρονικές σελίδες που περιέχουν ερωτικές σκηνές.

Οι φοιτητές έχουν καταβάλει $200 προκειμένου να έχουν πρόσβαση στο WiFi του συγκροτήματος ώστε να έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο στα δωμάτιά τους, αλλά ο διευθυντής του Κολλεγίου, Rufus Black, δήλωσε ότι η πορνογραφία δεν επιτρέπει στα νεαρά άτομα την ομαλή διαμόρφωση μιας υγιούς σεξουαλικότητας.

Ωστόσο, μερικοί φοιτητές αντέδρασαν οργισμένα με την κίνηση αυτή, την οποία χαρακτήρισαν λογοκρισία και παραβίαση της ιδιωτικότητας των δωματίων τους, αφού το κολλέγιο διαθέτει πρόσβαση στις ιστοσελίδες που επισκέπτονται οι φοιτητές.

Σε μία πρόσφατη ανακοίνωση ο κ. Black αμαφέρει ότι η πορνογραφία “παρουσιάζει τις γυναίκες κυρίως ως αντικείμενα του σεξ και ως μέσο για την ανδρική ευχαρίστηση”. Ο διευθυντής του κολλεγίου που είναι Θεολόγος, ισχυρίστηκε ότι εάν επιτραπεί στους 400 φοιτητές του κολεγίου να αποκτήσουν πρόσβαση σε πορνό στο διαδίκτυο, είναι σαν να επιτρέπεται η προβολή των γυναικών ως αντικειμένα. Υποστήριξε ότι ακόμη και στις ερωτικές ταινίες που πρωταγωνιστούν άτομα του ιδίου φύλου πάντα υπάρχει ένα πρόσωπο που συμπεριφέρεται προσβλητικά προς το άλλο. Η ανακοίνωση καταλήγει με το ότι παρακολούθησε πορνό είναι μια εθιστική συνήθεια.

Το 1991 το ίδιο κολλέγιο είχε εμπλακεί σε σκάνδαλο, όταν δύο κοπέλες κατηγόρησαν τον τότε διευθυντή του Dr Alan Gregory για σεξουαλική παρενόχληση. Το περιστατικό είχε πυροδοτήσει έντονη αντιπαράθεση σχετικά με τη σεξουαλική πολιτική στις πανεπιστημιουπόλεις. Η υπόθεση αργότερα μεταφέρθηκε στο βιβλίο της Helen Garner “The First Stone”, η οποία κατηγορούσε τις δύο φοιτήτριες για “πουριτανικό φεμινισμό».

Η εκπαιδευτικός Maree Pratt, που είχε προσκληθεί να μιλήσει σε φοιτητές του Ormond College για τη σεξουαλικότητα, είχε πει ότι υπήρχαν υψηλά επίπεδα έμφυλης επιθετικότητας στην πορνογραφία, αφού στο 88% των ταινιών απεικονίζεται σωματική βία, με σκηνές φίμωσης και πνιγμού, και στο 48% υπάρχει λεκτική επιθετικότητα.

Ο κ. Black απέρριψε τους ισχυρισμούς, ότι η απαγόρευση συνιστά περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης.