ΠΡΙΝ παρασυρθώ και στην ισοπεδωτική καθημερινότητα ξεχαστώ, θα γράψω δυο κουβέντες για έναν αναγνώστη μου και παλιό μου φίλο.
ΓΙΑ τον Ντίνο Ευθυμιάδη πρόκειται που διέκοψε ξαφνικά και απροειδοποίητα το σεργιάνι του στους καφενέδες και τα γήπεδα τούτου του κόσμου, για να πάρει το γαλήνιο μονοπάτι της λησμονιάς.
ΚΑΙ, βέβαια, πριν «φύγει», δεν ξέχασε να μας πει (με το δικό του τρόπο) ένα «γεια χαρά», ανάβοντας το τελευταίο του τσιγάρο…
ΜΕ τον Ντίνο γνωριστήκαμε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, μέσω ενός άλλου κοινού μας φίλου (του Γεράσιμου Κατηφόρη) που «έφυγε» και αυτός, πολύ νωρίτερα, όχι μόνο καπνίζοντας, αλλά και πίνοντας…
ΕΤΣΙ ήταν η παρέα εκείνη. Πληθωρική και αχόρταγη… Τα τσιγάρα, τα ποτά και το ποδόσφαιρο ήταν οι μεγάλες της αδυναμίες. Η Αγία Τριάδα της ζωής τους…
ΓΙ’ ΑΥΤΟ χάρηκα προχθές όταν, στην αγγελία της κηδείας του στον «Νέο Κόσμο» (την εφημερίδα που τού κρατούσε συντροφιά), είδα τη φωτογραφία του μ’ ένα τσιγάρο να κρέμεται βαριεστημένα στο στόμα του.
ΕΝΑ τσιγάρο που δεν πρόλαβε να καπνίσει. Το άφησε και αυτό στη μέση, όπως αφήνουμε τόσα άλλα πράγματα σε τούτο το προσωρινό (και μισοτελειωμένο…) πέρασμά μας.
ΝΑΙ, λέω μονολογώντας, βλέποντας τη φωτογραφία που στάθηκε αφορμή να επιστρέψω στο παρελθόν. Αυτός είναι ο Ντίνος. Δεν θα μπορούσε να μας αποχαιρετήσει, χωρίς ένα γνήσιο υστερόγραφο που να φέρει την υπογραφή του…
ΟΤΑΝ είδα τη φωτογραφία, τηλεφώνησα στον γιο του, τον Μάκη, για να τον συλλυπηθώ και να τού πω, επίσης, ότι χάρηκα που είδα και τη φωτογραφία του πατέρα του με το τσιγάρο στο στόμα.
«ΚΑΙ εγώ χάρηκα που τηλεφώνησες, γιατί ο πατέρας μου πάντα μού μιλούσε για εσένα, τα μακριά μαλλιά σου, την παρέα σου, τα… τσιγάρα σας, τις μπύρες, τη μοτοσυκλέτα και τα ταξίδια σου.
»ΣΕ εκτιμούσε ιδιαίτερα, γιατί δεν έμοιαζες, απ’ ό,τι μου έλεγε, με κανέναν άλλον. Μετά την τελευταία σας συνάντηση, στο καφενείο του Burnley, στο Richmond, μού μιλούσε στη δουλειά μια ολάκερη μέρα για σένα. Είναι σαν να σε ξέρω και εγώ.
»ΕΙΧΕ χαρεί πάρα πολύ που φάγατε και τα ήπιατε παρέα. Μού είπε, επίσης, πως επίτηδες οργανώθηκε η βραδιά εκείνη στο καφενείο του Πυργολιού, για να σε γνωρίσουν προσωπικά και ορισμένοι φανατικοί σου αναγνώστες…».
ΣΤΗΝ τελευταία συνάντηση που οργάνωσε ο Ντίνος, με τον φίλο μου, τον φαρμακοποιό Παρασκευά Μοσχίδη, παραβρέθηκε επίσης και ο Αντώνης Μπαξεβανίδης, καθώς και δυο-τρεις “κολλητοί” φίλοι του Ντίνου και αναγνώστες της στήλης που απ’ ό,τι φαίνεται, διαβάζεται και στα καφενεία…
ΝΑ προσθέσω εδώ ότι ο Ντίνος είχε βάλει τη γυναίκα του να μαγειρέψει και έφερε το φαγητό μαζί του (για να μας ευχαριστήσει), μιας και γνώριζε την αδυναμία μας στο φρικασέ…
ΓΙΑ τέτοιο άνθρωπο μιλάμε. Για έναν τύπο παλιάς, μποέμικης, ελληνοαιγυπτιακής… κοπής που ζούσε για την καλή παρέα, το ποτό, τα… τσιγάρα και το ποδόσφαιρο.
ΜΑΖΙ με τον Γεράσιμο Κατηφόρη είχαν την εφημερίδα «Αθλητικά Νέα», την οποία και έγραφαν τις μεταμεσονύκτιες ώρες, πίνοντας, καπνίζοντας και… μαλώνοντας για τους τίτλους και το περιεχόμενο.
ΠΟΥ και πού και όταν τύχαινε να περάσω από τα… γραφεία της εφημερίδας, με ρωτούσαν να τους πω τη γνώμη μου, την οποία, βέβαια, και ποτέ δεν λάμβαναν υπόψη τους, μιας και το έντυπο είχε τις δικές τους αδυναμίες και προτιμήσεις…
ΜΟΛΙΣ λίγα μέτρα πιο πάνω από το καφενείο, από τον ναό Αγίας Τριάδας Richmond, στην παλιά του γειτονιά, δηλαδή, τον αποχαιρέτησαν για τελευταία φορά οι αδελφικοί του φίλοι και η παλιά παρέα των γηπέδων.
ΤΙΣ πιο πάνω γραμμές, τις έγραψα ως ανάμνηση της γνωριμίας και της φιλίας μας και ελπίζοντας ότι δεν θα παρέλειψε να πάρει για τον Γεράσιμο ένα μπουκάλι Johnny Walker και ένα πακέτο τσιγάρα. Γεια χαρά, ρε Ντίνο, και καλό σου ταξίδι…
ΓΙΑ το πού πηγαίνουν οι άνθρωποι όταν πεθαίνουν, μη με ρωτάτε, γιατί δεν ξέρω. Υποθέτω ότι, όσο τους θυμόμαστε, συνεχίζουν να ζουν (αθέατοι) κοντά μας…
ΑΠΟ τη στιγμή που περνούν στην επικράτεια της λήθης, πηγαίνουν και αυτοί όπου πάει η δύναμη της σφιγμένης γροθιάς μας, όταν ανοίγουμε τη χούφτα μας…
ΜΕΤΑ τα όσα έγραψα για τον Ντίνο και την εποχή ενός κόσμου που συνεχίζει να υπάρχει μόνο σαν σκιά στη μνήμη μας, άντε να συγκεντρωθώ και να συγκρουστώ με την ψευδαίσθηση της επίσης προσωρινής μας παροικιακής πραγματικότητας.
ΠΑΡ’ ΟΛΑ αυτά, τραβάτε ένα χειρόφρενο στο παρελθόν, προσδεθείτε, δώστε μου το πηδάλιο και αφήστε με να σας οδηγήσω (υπομονετικά και προσεκτικά) στις κακοτοπιές του άμεσου μέλλοντός μας…
ΛΟΙΠΟΝ, μετά τα όσα έγραψα την περασμένη εβδομάδα για την (όπως και όπως!) πώληση του Αρκαδικού Κέντρου στους… Κινέζους εργολάβους, άνοιξα χωρίς να θέλω, τους αρκαδικούς (και όχι μόνο) εξομολογητικούς Ασκούς του Αιόλου…
ΚΑΤΑΙΓΙΣΜΟ τηλεφωνημάτων και παραπόνων δέχθηκα ,σας λέω. Με το που πληροφορήθηκαν ορισμένοι συμπατριώτες μου ότι, εκτός των άλλων… κακών, είμαι και Αρκάς, μού τηλεφώνησαν και μού είπαν ότι, αν πιστεύω τα μισά από αυτά που γράφω, είμαι υποχρεωμένος να ψάξω την ιστορία της συγκατοίκησης στο Αρκαδικό Κέντρο των οκτώ χωριών…
ΚΑΙ αφού ξεμπερδέψεις με το ψυχογράφημα της συγκατοίκησης που στάθηκε αφορμή, (απ’ ότι μου είπαν) τα οκτώ χωριά να γίνουν 48, να έλθουν στα «χέρια» και ακόμα να σκοτώνονται μεταξύ τους, ρώτησέ τους τί θα κάνουν τα λεφτά και πώς θα μοιραστούν τα… λάφυρα.
ΜΕΤΑΞΥ αυτών μου τηλεφώνησε και μού άφησε το τηλέφωνό του για περισσότερες πληροφορίες (που, οπωσδήποτε, θα χρειαστώ), ήταν και ένας γνωστός επιχειρηματίας που κατάγεται από την Γορτυνία και ξέρει καλά την όλη ιστορία και έχει υπηρετήσει στο Διοικητικό Συμβούλιο ενός χωριού.
ΕΚΤΟΣ από τις ιστορίες του Γορτυνιακού εμφυλίου (μεταξύ των χωριών) που μου διηγήθηκε, μου είπε επίσης ότι, έτσι όπως έχει η κατάσταση αυτή τη στιγμή, ουδείς γνωρίζει τι θα γίνουν πολλά από τα 8,5 εκατομμύρια, που επέφερε η πώληση του Κέντρου.
ΣΚΕΨΟΥ (μου λέει ο άνθρωπος) ότι και τα οκτώ χωριά μαζί, δεν μπορούσαν, μέχρι χθες, να κάνουν ένα μπάρμπεκιου και να συγκεντρώσουν 20 άτομα. Ορισμένα παλιά συμβούλια χωριών έχουν πάψει να υπάρχουν και άλλα δεν έχουν πάνω από δυο τρία μέλη που ενδεχομένως συνεχίζουν να ενδιαφέρονται.
ΜΕ δυο κουβέντες, ό,τι υπήρχε πριν 15 και 20 χρόνια δεν υπάρχει σήμερα που σημαίνει ότι, αν η… ηγεσία της παροικίας μας (ή τέλος πάντων, την ανύπαρκτη οντότητα που αποκαλούμε ακόμα… ηγεσία) δεν ενδιαφερθεί για το τι θα γίνουν τα χρήματα που ανήκουν σε ολόκληρη την παροικία, ή θα χαθούν εντελώς, ή θα σκορπιστούν στους πέντε ανέμους…
ΔΥΟ από τα άτομα που μου τηλεφώνησαν, μεταξύ των οποίων και ο Γορτύνιος επιχειρηματίας, πρότειναν να γίνει μια επιτροπή από την Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης και τον Παναρκαδικό Σύλλογο και να συζητήσουν το πρόβλημα με όσους εκπροσώπους των οκτώ χωριών έχουν απομείνει.
ΕΙΝΑΙ κρίμα, είπε ο άνθρωπος (και συμφωνώ μαζί του), να πάνε σε νοσοκομεία και άλλα ιδρύματα που προβλέπουν τα καταστατικά ορισμένων Οργανισμών, από τη στιγμή που πάψουν να υπάρχουν. Καιρός να αλλάξουν και τα καταστατικά…
ΑΚΟΜΑ πιο εξοργιστικό είναι το γεγονός ότι, αν και στο θέμα αυτό έχω αναφερθεί πολλές φορές, μόνος μου τα γράφω, μόνος μου τα διαβάζω. Κανείς μα ΚΑΝΕΙΣ (!) (εκτός του προέδρου της κοινότητας Βασίλη Παπαστεργιάδη) δεν ενδιαφέρεται…
Γεια χαρά.