Απεβίωσε σε ηλικία 74 ετών ο Μανούσος Μανουσάκης, σκηνοθέτης μεγάλων τηλεοπτικών επιτυχιών, όπως το «Άγγιγμα Ψυχής» και οι «Ψίθυροι Καρδιάς».
Γεννήθηκε το 1950 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία στη Σχολή Κινηματογράφου του Λονδίνου (London Film School) στην Αγγλία. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ξεκίνησε να εργάζεται αρχικά στον κινηματογράφο.
Μία από τις πρώτες του δουλειές ήταν η ταινία «Βαρθολομαίος» το 1973, στην οποία είχε τριπλό ρόλο, καθώς έγραψε το σενάριο και έκανε τη σκηνοθεσία και την παραγωγή. Η ταινία απέσπασε ειδική μνεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Σαν Ρέμο του 1973, αλλά στην Ελλάδα απαγορεύτηκε από τη χούντα.
Ακολούθησαν και άλλες κινηματογραφικές παραγωγές όπως το «Άρχοντες» το 1978 και «Η Σκιάχτρα» το 1985, ενώ στα μέσα τις δεκαετίας του 1980 έκανε τα πρώτα του βήματα ως σκηνοθέτης τηλεοπτικών σειρών. Πιο συγκεκριμένα ανέλαβε τη σκηνοθεσία των σειρών «Καλλικαντζαροδουλειές» (1985-1986), «Μικρογραφίες» (1986-1987) και «Τα καλύτερά τους χρόνια» (1989).
Το όνομά του έχει συνδυαστεί με τη σκηνοθεσία και παραγωγή ελληνικών τηλεοπτικών σειρών στην ιδιωτική τηλεόραση από τις αρχές του 1990 μέχρι σήμερα.
Οι δραματικές σειρές οι οποίες σκηνοθέτησε βασίζονται σεναριακά σε απαγορευμένους έρωτες, ενώ κάποιες από αυτές («Ψίθυροι καρδιάς», «Άγγιγμα Ψυχής», «Μη μου λες αντίο», «Η αγάπη ήρθε από μακριά») θεωρούνται από τις πιο επιτυχημένες στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης.
Στον κινηματογράφο είχε υπογράψει σκηνοθετικά τις ταινίες «Παραλάβατε Διορισμόν» το 1996, «Κόκκινος Δράκος» το 1998 και «Ουζερί Τσιτσάνης» το 2015.
Τον ελεύθερο χρόνο του ασχολείτο με τις χιλιάδες ελιές και την παραγωγή ελαιολάδου στο κτήμα της γυναίκας του Μαρίας στη Σπάρτη, Λακωνίας.
Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΟΜΟΓΕΝΕΙΑ
Σε συνέντευξή του στον «Νέο Κόσμο» και τη δημοσιογράφο Ζέτα Καρασπήλιου, τον Μάρτιο του 2016, με αφορμή τότε την ταινία «Ουζερί Τσιτσάνης» -βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη- ο Μανούσος Μανουσάκης ανέφερε για τους Έλληνες της Αυστραλίας:
«Η σχέση μου με την Ομογένεια της Αυστραλίας μετράει 30 χρόνια. Τότε πήγα για πρώτη φορά στην Αυστραλία με συνεργείο της ΕΡΤ για το γύρισμα σειράς ντοκιμαντέρ για τους Απόδημους Έλληνες. Γνώρισα τον Ελληνισμό της Αυστραλίας και με εντυπωσίασε η κυκλοφορία μεγάλου αριθμού εντύπων στα ελληνικά και η παρουσία πολλών θεατρικών παροικιακών ομάδων».
«Εκτός από την αυθεντικότητα και τη δίψα να μάθει νέα από την Ελλάδα, με εντυπωσίασε ο τρόπος που ο Ελληνισμός εκεί κρατά την ελληνική παράδοση, τα ήθη και τα έθιμά μας, τη γλώσσα μας».
«Στη Μελβούρνη, η οποία είναι μια πολυπολιτισμική πόλη, όπου οι Έλληνες υπερτερούν, μου έκανε εντύπωση πως ένας Κινέζος μιλούσε άπταιστα Ελληνικά. Τον γνώρισα στην ιχθυόσκαλα της Μελβούρνης και μου είπε, ‘εδώ αν δε μιλάς Ελληνικά, δεν μπορείς να επιβιώσεις’. Συγκλονιστικό!».
«Έχω ένα πλούσιο αρχείο για τη ζωή και το έργο των Ελλήνων της Αυστραλίας. Αυτή η φιλία που γεννήθηκε εκεί, συνεχίστηκε και στην Αθήνα, έχω αρχείο με την αλληλογραφία μου με τους φίλους μου εκεί, αλλά και με απλούς τηλεθεατές που έβλεπαν τις σειρές μου στον Αntenna. Εύχομαι να ξαναβρεθούμε από κοντά μετά από 30 χρόνια».
«Όσον αφορά την ταινία μου, ‘Ουζερί Τσιτσάνης’, έχει ζητηθεί από δυο μεγάλα πρακτορεία διανομής της Αυστραλίας, για να προβληθεί σε όλη την Αυστραλία. Εύχομαι οι Έλληνες της Αυστραλίας να παραμείνουν έτσι και στο μέλλον, να διατηρούν όλα τα θετικά στοιχεία μας, τον πολιτισμό μας, τη φιλοξενία και το ελληνικό γλέντι. Μπορεί να ακούγεται χαζό, αλλά χρειαζόμαστε ειδικά σήμερα στις δύσκολες εποχές που διανύουμε, αυτήν τη φρεσκάδα, την αισιοδοξία και τον ενθουσιασμό του Ελληνισμού της Αυστραλίας για την Ελλάδα και τον πολιτισμό μας».