Πόσο γνωστός είναι ο Ελληνοαυστραλός ηθοποιός και περφόρμερ Lex Marinos (Aλέξιος Μαρινόπουλος) στην ομογένεια της Αυστραλίας; Λίγο; Πολύ; Καθόλου; Για παν ενδεχόμενο, θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω ένα σύντομο βιογραφικό του, αντιγράφοντας από το οπισθόφυλλο της αυτοβιογραφίας του “Blood and Circuses -An Irresponsible Memoir” («Αίμα και Θεάματα – Μια Ανεύθυνη Αυτοβιογραφία») που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Allen & Unwin (2014) την οποία και θα σχολιάσω: «Ο Lex Marinos είναι περισσότερο γνωστός για τις άριστες αποδόσεις του ως Bruno Bettolucci στο “Kingswood Country” και πιο πρόσφατα, ως Μανόλης στην τηλεοπτική παραγωγή του ABC της σειράς “The Slap” («Το Χαστούκι»), καθώς και για τη συμμετοχή του σε δεκάδες ταινίες και αναρίθμητες θεατρικές παραγωγές. Η δουλειά του τον έφερε σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της Αυστραλίας, από τις απόμακρες και απομονωμένες κοινότητες των Αυστραλών ιθαγενών έως την επίσημη Τελετή Έναρξης της Ολυμπιάδας του Σίδνεϊ. Ο Lex Marinos επίσης εργάσθηκε επί μεγάλα χρονικά διαστήματα στο ραδιόφωνο του κρατικού ABC υπό την ταραχώδη έναρξη του 2JJ. Τακτικό μέλος στο πάνελ της δημοφιλούς εκπομπής “Thank God It’s Friday” του Richard Glover, o Lex Marinos είναι συχνός ομιλητής και αρθρογράφος σε ζητήματα τεχνών και πολιτισμικής ποικιλομορφίας».
Από το παραπάνω βιογραφικό σημείωμα διαφαίνεται ότι ο συγγραφέας υπήρξε πολύ περισσότερο από περφόρμερ (ηθοποιός του θεάτρου και κινηματογράφου). Υπήρξε παραγωγός, συμπαραγωγός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, τηλεπαρουσιαστής, ραδιοεκφωνητής, μέλος τηλεοπτικών πάνελ, διευθυντής πολυπολιτισμικών φεστιβάλ, σύμβουλος και οργανωτικός παράγοντας στην Ολυμπιάδα του Σίδνεϊ, σχολιαστής πολιτιστικών και αθλητικών εκπομπών, δάσκαλος υποκριτικής και performing arts και άλλα. Εν ολίγοις, πρόκειται για έναν πολυπράγμονα καλλιτέχνη με πολυποίκιλα ενδιαφέροντα (θέατρο, κινηματογράφο, μουσική, χορό, σκηνοθεσία, υποκριτική, ποίηση, λογοτεχνία, πολυπολιτισμό, σπόρ, κτλ), κι ένα πολυδιάστατο ταλέντο, με ασίγαστο ενθουσιασμό και πάθος για την τέχνη γενικότερα. Έναν αναγεννησιακό, ούτως ειπείν, καλλιτέχνη.
Η αυτοβιογραφία, ή καλύτερα τα… «ανεύθυνα απομνημονεύματα», όπως αυτοσαρκαστικά χαρακτηρίζει το πόνημά του ο συγγραφέας, αποτελείται από έναν πρόλογο, 25 αριθμημένα κεφάλαια με συγκεκριμένους τίτλους, κι έναν επίλογο. Πρόκειται για τη σπαρακτικά ειλικρινή και κυνική, πλην γοητευτική κατάθεση-μαρτυρία ενός “wog” Ελληνοαυστραλόπουλου το οποίο από παιδί το συνάρπαζε η ιδέα να γίνει καλλιτέχνης, κυρίως στον θεατρικό χώρο. Εις πείσμα του γεγονότος ότι η οικογένειά του δεν σχετιζόταν με τις τέχνες, αφού οι δικοί του ξεκίνησαν ως «μιλκμπαρτζήδες» για να αναβαθμισθούν ως ιδιοκτήτες καφέ στην Wagga Wagga της Νέας Νοτίου Ουαλίας τη δεκαετία του ’50. Αυτή την 40χρονη προσωπική – αλλά κυρίως καλλιτεχνική – διαδρομή καλύπτει η εκτενής (342 σελίδων) αυτοβιογραφία του Marinos η οποία, σε αρκετά κεφάλαια, υιοθετεί ένα είδος θεατρικής φόρμας (με τη χρήση «Πράξη Πρώτη – Σκηνή 1, 2, 3», κτλ.) που αντιπροσωπεύει τα αντίστοιχα καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα και τις δραστηριότητες του συγγραφέα, εξετάζοντας συγκεκριμένες περιόδους της ζωής και σταδιοδρομίας του.
Προφανώς, ο συγγραφέας νιώθει – δικαίως άλλωστε – υπερήφανος γι’ αυτή την πολύχρονη διαδρομή κι επιβίωσή του στο πολυτάραχο αυστραλιανό καλλιτεχνικό, μιντιακό και πολυπολιτισμικό γίγνεσθαι. Εξού και νιώθει την ανάγκη και υποχρέωση να αναπολήσει, καταγράψει και μνημειώσει όλα τα καθέκαστα αυτής της συναρπαστικής του πορείας. Κυρίως, πώς μέσα από ένα δύσβατο οδοιπορικό στον εξαιρετικά ανταγωνιστικό καλλιτεχνικό χώρο – ιδιαίτερα για έναν «μέτριο “wog” καλλιτέχνη», όπως συχνά αυτοαποκαλείται, κατάφερε όχι μόνο να επιβιώσει όλα αυτά τα χρόνια αλλά και να διακριθεί, αφήνοντας το προσωπικό του στίγμα – ιδίως στο χώρο του αυστραλιανού πολυπολιτισμού. Κι αυτό χάρη στην πολυσχιδή προσωπικότητα, στην εργατικότητα, στην ευελιξία και προσαρμοστικότητα, στην αφοσίωση και στο πάθος του για την τέχνη και, ως ένα σημείο, στην τύχη. Ωστόσο, ένα εύλογο όσο και καίριο ερώτημα που αναπόφευκτα προκύπτει εδώ είναι το εξής: Αφού ο συγγραφέας ουκ και ολίγες φορές αυτοχαρακτηρίζεται ως «μέτριος ηθοποιός» και δη “wog”, ο οποίος ουδέποτε κατάφερε να γίνει μεγάλος «σταρ», τότε ποιος ο λόγος συγγραφής κι έκδοσης ενός τέτοιου πονήματος και μάλιστα από έναν μεγάλο εκδοτικό οίκο; Τελικά σε τι εξυπηρετεί και για ποιο λόγο να κάνει τον κόπο να διαβάσει κανείς το βιβλίο μιας χρυσής καλλιτεχνικής «μετριότητας», όπως, μεταξύ σοβαρού και αστείου, ο ίδιος αυτοαποκαλείται;
Η απάντηση είναι απλή: Διότι μέσα από το στενό πλαίσιο της προσωπικής ιστορίας και του καλλιτεχνικού οδοιπορικού ενός σεμνού αλλά δημοφιλούς Ελληνοαυστραλού καλλιτέχνη, προβάλλει ανάγλυφα – έστω και σε μικρογραφία – η ευρύτερη και σφαιρικότερη εικόνα του αυστραλιανού καλλιτεχνικού χώρου κατά τα τελευταία 40 χρόνια. Δηλαδή μέσα από την πολιτιστική επανάσταση της δεκαετίας του ’70 (όπου χαρακτηρίζεται από το σεξ, τα ναρκωτικά, το ροκ-εν-ρολ, τους χίπις στο πανεπιστήμιο, τα διεγερτικά και το αλκοόλ), ο Marinos μας αναδράμει στα νυχτοκάματα που έκανε στο “Double J”, στις οδικές εξορμήσεις του με περιφερόμενους θιάσους ανά την Αυστραλία και στις ευχάριστες αναμνήσεις του από τη δουλειά του ως ραδιοσχολιαστής ποδοσφαιρικών αγώνων, σκιαγραφώντας το πανόραμα καθώς και την περιπέτεια του πολιτισμικού των Αντιπόδων. Συγκεκριμένα: τη γέννηση, ανάπτυξη, διαμόρφωση κι εξέλιξη του αυστραλιανού κινηματογράφου, του θεάτρου, της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου, ιδίως κατά την περίοδο της διακυβέρνησης Ουίτλαμ – όταν αυτός ο πολύπαθος χώρος γνώρισε μια πρωτοφανή άνθηση και Ανα-γέννηση. Κι όλα αυτά μέσα από τις προσωπικές ενθυμήσεις, μαρτυρίες και καταθέσεις ενός ανθρώπου που συμμετείχε εναργά – άλλοτε σαν ερασιτέχνης κι άλλοτε σαν επαγγελματίας – στα δρώμενα αυτού του καλλιτεχνικού και πολυπολιτισμικού οργασμού της πέμπτης ηπείρου, και μάλιστα σε καιρούς χαλεπούς, ιδίως για “wogs”… Διότι μέσα από τη συμβολή μικρών και μεγάλων, επώνυμων και ανώνυμων καλλιτεχνών, ραδιοτηλεπαρουσιαστών και άλλων παραγόντων – κυρίως των ανωνύμων και υποεκτιμημένων – ήταν που εδραιώθηκε, αναπτύχθηκε και γιγαντώθηκε το σφριγηλό (σήμερα) οικοδόμημα της αυστραλιανής τέχνης και η αντίστοιχη πολιτιστική βιομηχανία της η οποία έχει, προ πολλού, περάσει τα στενά γεωγραφικά σύνορα της χώρας.
Εξού και η εν λόγω αυτοβιογραφία δεν πρέπει να ιδωθεί ως μια επί χάρτου ματαιόδοξη άσκηση αυτοπροβολής, ή ως μια (μεταθανάτια) υποθήκη ενός δευτεροκλασάτου “wog” ηθοποιού που, ωστόσο, κατάφερε να διακριθεί και να γίνει επώνυμος χάρη στην αξιοποίηση του κύκλου υψηλών γνωριμιών και διασυνδέσεων. Τουναντίον, πρέπει να ιδωθεί και ως ένας φόρος τιμής σε όλους τους άγνωστους, ανώνυμους και υποεκτιμημένους ηθοποιούς και καλλιτέχνες – οι περισσότεροι εκ των οποίων υπήρξαν ομότεχνοι και συνεργάτες του συγγραφέα – οι οποίοι αγωνίστηκαν και κάποτε θυσιάστηκαν (πεθαίνοντας νέοι από διάφορες αιτίες: αλκοόλ, ναρκωτικά, φτώχεια, κατάθλιψη αυτοκτονία, κτλ), βάζοντας ένα μικρό λιθαράκι στο προαναφερθέν «οικοδόμημα». Απόδειξη για τον παραπάνω ισχυρισμό μου είναι και το γεγονός ότι, ενώ πολύ συχνά ο συγγραφέας αυτομαστιγώνεται, μιλώντας απαξιωτικά για τον εαυτό του, τις όποιες αδυναμίες, τα λάθη και το «μέτριο ταλέντο» του, σπανιότατα αναφέρεται επικριτικά ή πικρόχολα σε συναδέλφους του. Μόνο καλά κι επαινετικά λόγια έχει να πει για όλους σχεδόν τους ομοτέχνους και συνεργάτες του. Μόνο θαυμασμό, αγάπη, εκτίμηση κι ευγνωμοσύνη εκφράζει μέσα από τις σελίδες των απομνημονευμάτων του. Ακόμη και γι’ αυτούς με τους οποίους η συνεργασία του δεν ευοδώθηκε, σπανίως εκφράζει πικρία, μνησικακία ή μεταμέλεια. Γενικά επιδεικνύει αυτοσυγκράτηση, μετριοπάθεια και κατανόηση, μεμφόμενος περισσότερο τον εαυτό του παρά τους άλλους για όσες αποτυχίες προέκυψαν στη ζωή και την καριέρα του. Απ’ αυτή την άποψη τα απομνημονεύματα του Marinos δεν είναι καθόλου ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών, ή αυτοπροβολή μιας επηρμένης «βεντέτας», ή ένα ερεθιστικό σκανδαλοθηρικό αφήγημα απ’ τον αυστραλιανό καλλιτεχνικό χώρο. Πρωτίστως πρέπει να ιδωθεί ως μια χειρονομία ευγνωμοσύνης, ένα «ευχαριστώ» σε όλους όσους τον βοήθησαν να υλοποιήσει το παιδικό του όνειρο: να γίνει καλλιτέχνης και να ζήσει τη συναρπαστική περιπέτεια της τέχνης, υλοποιώντας πολλά απ’ όσα οραματίστηκε. Πράγμα καθόλου αμελητέο για τον ίδιο. Εξού και δεν εκφράζει απωθημένα για αποτυχίες και απογοητεύσεις που αναπόφευκτα υπήρξαν.
Τελικά, η μεγαλύτερη συμβολή και βαρύτητα της αυτοβιογραφίας του Marinos θεωρώ πως είναι το αδειάπτωτο ενδιαφέρον και η ιδιαίτερη και εις βάθος ενασχόλησή του (υπό την ιδιότητα του καλλιτέχνη, αλλά και του τεχνοκράτη από διάφορα πόστα) με το φαινόμενο του αυστραλιανού πολυπολιτισμού από τη δεκαετία του ’50 έως σήμερα. Πώς και κατά πόσο ο πολυπολιτισμός διαμόρφωσε την αυστραλιανή πολυεθνική κοινωνία και τι έχει επιτευχθεί όλο αυτό το διάστημα. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, μολονότι πολλά έχουν αλλάξει αναφορικά με το πολυπολιτισμικό τοπίο εν σχέσει με το παρελθόν – ιδιαίτερα μετά την καθοριστική για τη χώρα πολιτική της φιλομεταναστευτικής κυβέρνησης Ουίτλαμ – τελικά η κατάσταση δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά. Παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα από τους εκάστοτε δημαγωγούς πολιτικούς και τις βαρύγδουπες διακηρύξεις τους σχετικά με τα… «μεγάλα επιτεύγματα του πολυπολιτισμού», η κυρίαρχη (mainstream) αγγλοσαξονική κουλτούρα δεν επιτρέπει κανένα «άνοιγμα» στο «άλλο», το «διαφορετικό», το «ξένο», συνεχίζοντας να ζει και να βασιλεύει όπως πριν και πάντα – περιστρεφόμενη γύρω από τον εαυτό της. Έτσι, οι τέχνες και η πολιτισμική δραστηριότητα των μειονοτήτων παραμένουν εγκλωβισμένες και περιθωριοποιημένες κυρίως στα «γκέτο» των κοινοτήτων τους. Ζώσα απόδειξη αυτού είναι η περίπτωση του ίδιου του Lex Marinos, ο οποίος, αν και αυστραλογεννημένος (Έλληνας δεύτερης γενιάς) ουδέποτε κατάφερε να απαλλαγεί από την ταμπέλα του “wog” καλλιτέχνη. Αποτέλεσμα: Να ολοκληρώσει την καριέρα του παίζοντας το ρόλο ενός γηραιού Έλληνα μετανάστη (του Μανόλη στο «Χαστούκι») έχοντας προηγουμένως υποδυθεί πλήθος παρόμοιων στερεότυπων χαρακτήρων. Αυτό και μόνο μιλά από μόνο του και τα λέει όλα! Τα σχετικά κεφάλαια του βιβλίου που αναφέρονται στον πολυπολιτισμό και τα προβλήματα «ταυτότητας» δεν είναι απλώς ενδιαφέροντα, αλλά φρονώ ότι αποτελούν πολύτιμο υλικό και οφείλουν να προσεχτούν ιδιαίτερα από τους ειδήμονες (ιστορικούς, κοινωνιολόγους και άλλους μελετητές της πολυπολιτισμικής Αυστραλίας). Θα ματαιοπονούσα βέβαια, αν ζητούσα από τους πολιτικούς, αν μη τι άλλο, να διαβάσουν τουλάχιστον τα σχετικά κεφάλαια του εν λόγω βιβλίου. Αυτοί, δυστυχώς, περί άλλα τυρβάζουν…
Εν κατακλείδι: Η σχεδόν εμμονική τάση να καταγράφει ο συγγραφέας εκτενέστατα κι εξαντλητικά κάθε απειροελάχιστη λεπτομέρεια αυτής της, κατά τα άλλα, εντυπωσιακής σταδιοδρομίας (ακόμη και της πιο ασήμαντης ή άνευ ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για την αναγνώστη) αποτελεί, νομίζω, το πιο τρωτό σημείο του βιβλίου του. Διότι αυτή η άκρως ενδελεχής παράθεση πλήθους στοιχείων (με ποια πρόσωπα και φορείς συνεργάστηκε, πού, πότε, πώς, γιατί, με ποια αποτελέσματα, κτλ), ενδεχομένως να έχει συναισθηματική, ιστορική, ή άλλη σημασία και αξία για τον ίδιο. Αμφιβάλλω σοβαρά όμως για το αν και κατά πόσο πραγματικά ενδιαφέρουν τον αναγνώστη ο οποίος, από ένα σημείο και μετά, νιώθει δικαιολογημένη κόπωση και δυσανασχέτηση. Εκτός αυτού, ο αχανής όγκος πληροφοριών/ λεπτομερειών «ξεχειλώνουν» επικίνδυνα το κείμενο. Παρ’ όλα αυτά, ωστόσο, πρόκειται για μια αυτοβιογραφία η οποία παραμένει ρωμαλαία, ενθουσιώδης, χιουμοριστική, πνευματώδης, γραμμένη με κέφι και μπρίο, όπου συνδυάζονται πετυχημένα η ονειροπόληση, η νοσταλγία, ο σχολιασμός, η κριτική και αυτοκριτική, η αφοσίωση και αγάπη για την οικογένεια και τις δυο πατρίδες – Ελλάδα και Αυστραλία (εξαιρετικό το κεφάλαιο “Mediterraneo”, όπου ο Marinos εξερευνεί εκτενώς την Eλλάδα και τις ρίζες του, παρέα με όλη την οικογένειά του). Προπάντων όμως το πάθος για την τέχνη και τη ζωή. Προφανώς ο συγγραφέας απόλαυσε τη συγγραφή κάθε σελίδας του πονήματός του. Εξίσου όσο και την κάθε ημέρα της μακρόχρονης και περιπετειώδους καλλιτεχνικής του καριέρας. Ευελπιστώ ότι το ίδιο θα συμβεί και με τους αναγνώστες του.
Υ.Γ.: Ορισμένες ερμηνείες, επεξηγήσεις και αποδόσεις ελληνικών ονομάτων, τοπονυμίων και προτάσεων στα Αγγλικά είναι λάθος. Δεν χρειάζεται να τα αναφέρω καθώς δεν αφαιρούν κάτι το ουσιώδες. Πάντως ένας προσεκτικότερος έλεγχος δεν θα έβλαπτε.
(Σημ.: Ευχαριστίες στον εκδοτικό οίκο Allen & Unwin για την αποστολή του βιβλίου τού Lex Marinos).