Όταν το 1976 ξεκινούσαμε την πρώτη «Ελληνική Εβδομάδα» -που ουσιαστικά ήταν το πρώτο ελληνικό φεστιβάλ σε όλη την Αυστραλία-, ο αξέχαστος Θησέας Μαρμαράς μάς έδωσε ένα ποσό 1.500 δολαρίων, που κρατούσε από πολλά χρόνια, χρηματικό απομεινάρι ενός παλιότερου παροικιακού οργανισμού που είχε διαλυθεί.
Η λεπτομέρεια εκείνη μού είχε προκαλέσει μεγάλη εντύπωση. Ένας σύλλογος που είχε από χρόνια διαλυθεί, είχε αφήσει όσα απέμεναν στο ταμείο του, στην κρίση ενός από τους διοικητικούς του παράγοντες.
Έκτοτε, άρχισε να με απασχολεί πιο έντονα το τεράστιο θέμα της επιβίωσης των ομογενειακών μας οργανισμών και της πρακτικής, αλλά σωστής διάθεσης των περιουσιών τους και τώρα χαίρομαι που με τόση επιμονή και με τέτοια έμφαση το έχει κάνει μόνιμο στη στήλη του ο Μπάμπης Σταυρόπουλος.
Λέγω «πιο έντονα», επειδή αυτό το τεράστιας σημασίας πρόβλημα με απασχολούσε από πολύ παλαιότερα. Έχοντας νιώσει από τα εφηβικά μου χρόνια στην Αίγυπτο την απότομη καθίζηση των εκεί ομογενειακών μας οργανισμών, αντιλαμβανόμουν πόσο εύκολα μπορούν να διαλυθούν και να χαθούν οι περιουσίες τους.
Από τη δεκαετία του ’50, αλλά περισσότερο του ’60, αναφερόμουν στο σοβαρό αυτό πρόβλημα, προτείνοντας πάντα την λήψη μέτρων για πιο οργανωμένη εδραίωση όσων έχουμε, με πρόβλεψη πιο αποδοτικών μέτρων για διατήρηση των περιουσιών τους, πάντα όμως γευόμενος τις απογοητεύσεις που προκαλούσε η παντελής έλλειψη ενδιαφέροντος από την υπόλοιπη παροικία.
Στη δεκαετία του ’60, όταν η ελληνική εδώ ποδοσφαιρική κίνηση ήταν σε αφάνταστη ακμή και οι αγώνες των ομάδων μας προσέλκυαν τακτικά 18-20 χιλιάδες συμπατριωτών μας θεατών, διοργάνωσα ένα μεγάλο συνέδριο στο Soccer House με συμμετοχή των ποδοσφαιρικών μας συλλόγων από σχεδόν όλες τις Πολιτείες της χώρας.
Θέμα του συνεδρίου ήταν η απαρχή πρακτικής συνεργασίας μεταξύ τους για εφαρμογή μέτρων που θα διατηρούσαν για χρόνια το ενδιαφέρον γι’ αυτές των παιδιών μας. Επέμενα ότι τότε ήταν η περίοδος που έπρεπε να κτίσουμε για το μέλλον, τότε που ήμασταν στο επίκεντρο της ποδοσφαιρικής κατάστασης σε όλη την Αυστραλία, κατάστασης που κατευθύναμε εμείς, σχεδόν κατά βούληση.
Ύστερα από συζήτηση μιας ολόκληρης μέρας, θα καταλήγαμε στη λήψη κάποιων πρακτικών συμφωνιών, όταν ο εκπρόσωπος της «Ελλάς Μελβούρνης», της πιο δυναμικής τότε ομάδας μας, αποχώρησε, λέγοντας ότι ο σύλλογός του ήταν τόσο δυναμικός που δεν χρειαζόταν καμία συνεργασία με άλλους.
Τα χρόνια εκείνα είχαμε στη Μελβούρνη περισσότερες από 20 ομάδες αποτελούμενες σχεδόν ολοκληρωτικά από Ελληνόπουλα. Τώρα; Σε όσες ομάδες που ακόμα επιμένουμε να χαρακτηρίζουμε ως ελληνικές, είναι αμφίβολο αν συμμετέχουν 2-3 Ελληνόπουλα, ενώ αρκετές από αυτές δεν έχουν κανένα.
Το ίδιο έγινε και σε άλλους τομείς της παροικιακής μας ζωής, δεν έπαψα όμως να αναφέρομαι στο πρόβλημα όποτε μού δινόταν ευκαιρία σε ομιλίες μου, σε κείμενά μου και στο «Νέο Κόσμο» και αλλού, πάντα όμως χωρίς συνέχεια, χωρίς κάποια ανταπόκριση από κάπου.
Ακόμη και όταν το γενικό θέμα μιας ολόκληρης διάλεξής μου στο Καζίνο Μελβούρνης ήταν το μέλλον της παροικίας μας, θίγοντας τις πιθανότητες επιβίωσης όλων των τομέων της και προβαίνοντας σε αναλυτικές συγκρίσεις με τους ανάλογους τομείς άλλων ξένων παροικιών, το μόνο που απασχόλησε τον «Ν.Κ.» ήταν η αναφορά μου στο τότε ΕΚΕΜΕ του Πανεπιστημίου La Trobe. Τίποτε άλλο!
Το 1986 είχε σχηματιστεί, με δική μου προτροπή, στην ΕΕΑΜΑ μια επιτροπή για να μελετήσει πρακτικούς τρόπους για την επιβίωσή της και για υποβολή εισηγήσεων για τα επιβαλλόμενα προληπτικά μέτρα. Στην επιτροπή συμμετείχα και εγώ και ετοίμασα την έκθεση, τα πορίσματα της οποίας εκτυπώθηκαν δίγλωσσα σε βιβλιαράκι. Παρουσιάστηκε η έκθεση στη γενική συνέλευση των μελών και εγκρίθηκε, χωρίς, όμως ποτέ να εφαρμοστεί καμία από τις εισηγήσεις της.
Πριν τρία χρόνια, καταχώρησα στο «Ν.Κ.» δύο εκτεταμένα κείμενα, πάλι στο ίδιο θέμα, καταλήγοντας στην άποψη ότι το ευκολότερο και πιο άμεσα εφαρμόσιμο θα ήταν αν κατ’ αρχήν δύο-τρεις οργανισμοί μας άλλαζαν, σε γενική συνέλευση των μελών τους, τα περί διάλυσης σχετικά άρθρα στα καταστατικά τους, ορίζοντας ότι σε τέτοια περίπτωση, η περιουσία τους θα μεταβιβαζόταν στα ελληνικά γηροκομεία μας. Πίστεψα ότι αυτό θα ήταν σχετικά εύκολο, δεδομένου ότι οι περισσότεροι από τους παροικιακούς μας οργανισμούς που ιδρύθηκαν στις περίπου ίδιες δεκαετίες, στα άρθρα αυτά όριζαν ως κάποτε κληρονόμους των περιουσιών τους, διάφορα αυστραλιανά φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Για πιο αποδοτική ενίσχυση αυτής της πρότασης και για καλύτερη προτροπή κάποιων οργανισμών, καθώς στη συνέχεια σίγουρα θα ακολουθούσαν και άλλοι, είχα προσωπικές, εντατικές συζητήσεις με βασικά διοικητικά στελέχη γηροκομείων μας.
Στις συζητήσεις αυτές, τούς παρουσίασα και λεπτομέρειες για το πώς λειτουργούν και τι εφαρμόζουν τα γηροκομεία της εδώ Εβραϊκής παροικίας, για τα οποία ήμουν αρκετά κατατοπισμένος.
Η συνέχεια; Μηδέν!! Έμαθα αργότερα ότι δεν έγινε ούτε μια συζήτηση μεταξύ των υπευθύνων των γηροκομείων μας και οι προτάσεις πνίγηκαν πριν καν απασχολήσουν, έστω και στο ελάχιστο, τους υποτιθέμενα ενδιαφερόμενους.
Αργότερα, ένας επιστολογράφος του «Ν.Κ.», παίρνοντας αφορμή από την πρότασή μου, εξέφρασε την άποψη ότι δεν έπρεπε να εφαρμοστεί, επειδή κι αυτά ακόμη τα γηροκομεία μας είναι σχετικά προσωρινής χρήσης κι ούτε κι αυτά θα επιβιώσουν με την αρχική τους μορφή. Σε λίγα χρόνια, έγραψε, οι επόμενες, κυρίως μη ελληνόγλωσσες γενιές δεν θα περιορίζουν τις προτιμήσεις τους στα δικά μας ιδρύματα, αλλά θα επιλέγουν οποιοδήποτε άλλο τέτοιο, αδιάφορα αν θεωρείται ελληνικό ή όχι. Οι παρατηρήσεις αυτές ήταν απόλυτα σωστές και παραδέχθηκα την ορθότητά τους σε άλλο μου κείμενο.
Αν τώρα πρέπει επιτέλους να οργανωθεί μια εποικοδομητική και σωστή κληροδότηση των περιουσιών των οργανισμών μας, με τα τωρινά δεδομένα, ας γίνει στην Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης που έστω και θεωρητικά έχει τις δυνατότητες να διατηρήσει κάποια συνέχεια της ελληνικής μας παρουσίας στη Μελβούρνη.