Τα ταξίδια μου σε ελληνικούς λογοτεχνικούς κόσμους:μια διαρκής ιστορία αγάπης σε τρία μέρη

Μέρος B' – Άκουσα τραγούδια του Παπάζογλου και η καρδιά μου αναστήθηκε…

ΚΑΤΑ τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ταξίδεψα από την Αυστραλία στο εξωτερικό. Πήγα στην Αγγλία πρώτα για να παρακολουθήσω κάποια σεμινάρια του αείμνηστου Δημήτρη Τσαλουμά, που βρισκόταν εκεί υπό την αιγίδα διαφόρων πανεπιστημίων και πάνω στην ποίηση του οποίου είχα ξεκινήσει τη μεταπτυχιακή μου έρευνα. Στη συνέχεια ταξίδεψα στην Ελλάδα, στον Αλμυροπόταμο, ένα χωριό της Εύβοιας από το οποίο κατάγονταν οι γονείς μου.

Είχα, επίσης, πρόσφατα χωρίσει και ένιωθα το βάρος της αποτυχίας πάνω στους αδύνατους τότε ώμους μου. Ήταν πολύ νωρίς για μένα τότε να παραδεχτώ το αναμφισβήτητο γεγονός ότι παντρεύτηκα πολύ μικρή. Αν και είχα βρει αρκετή υποστήριξη από τους γονείς μου, η Ελληνοαυστραλιανή παροικία τότε ήταν πολύ συντηρητική και αισθανόμουν εγκλωβισμένη, αναγνωρίζοντας ότι έφερα πάνω μου ένα στίγμα από το οποίο ήταν δύσκολο να ξεφύγω.

Στον Αλμυροπόταμο όλοι προσφέρθηκαν με χαρά να με φιλοξενήσουν και έτσι είχα μεγάλη ποικιλία επιλογής, παππούδες, γιαγιάδες, θείες, θείοι, εξαδέλφια, αλλά και από καλούς οικογενειακούς φίλους που γνώρισα κατά τη διάρκεια διαφόρων ταξιδιών στην Ελλάδα, είτε με τους γονείς μου είτε μόνη μου. Πάντα ένιωθα μια στενή συγγένεια με το ελληνικό τοπίο και με τους ανθρώπους εκεί.

Μετά τις πρώτες μέρες και αφού ανταλλάξαμε τα νέα μας, οι συγγενείς και οι φίλοι μου καταπιάστηκαν πάλι με τις δουλειές τους. Αν και η Εύβοια δεν είναι πολύ δημοφιλής ως τουριστικός προορισμός, πάντα προσέλκυε μεγάλο αριθμό ντόπιων παραθεριστών το καλοκαίρι. Ο Αλμυροπόταμος χωρίζεται σε δύο μέρη: το πάνω χωριό, που κατοικείται από αγρότες, εμπόρους και μερικούς μαγαζάτορες, ενώ το παραθαλάσσιο κάτω χωριό ήταν φημισμένο ψαροχώρι. Έμενα με τον παππού και τη γιαγιά στο πάνω χωριό. Μου παραχώρησαν το όμορφο δεύτερο υπνοδωμάτιο, γεμάτο με εξαίσια έπιπλα που είχε φτιάξει ο ίδιος ο παππούς μου, που ήταν μάστορας στην ξυλουργική.

Με αγαπούσαν, με πρόσεχαν, έτρωγα νοστιμότατο φαγητό…, αλλά αισθανόμουν μια πρωτοφανή μοναξιά. Είχα μόλις παραιτηθεί από τη θέση μου ως προϊσταμένη καθηγήτρια σε ένα πολύ γνωστό Γυμνάσιο της Μελβούρνης και ένιωθα ότι βούλιαζα σε μια θάλασσα σκοτεινή: χωρίς σύντροφο, χωρίς δουλειά, καμμία προοπτική ούτε στο προσωπικό ούτε στον επαγγελματικό τομέα.

Μετά από μερικές εβδομάδες, ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει πολύ και αποφάσισα να πηγαίνω κάθε μέρα με τα πόδια στο παραθαλάσσιο χωριό για κολύμπι. Ήταν περίπου μισή ώρα ποδαρόδρομος και ξεκινούσα αμέσως μετά το μεσημεριανό φαγητό, γιατί τέτοια ώρα ο χωματόδρομος ερήμωνε εντελώς – ούτε άνθρωποι, ούτε γαϊδουράκια με αναβάτες, ούτε αυτοκίνητα, τίποτα. Ακουγόταν μόνο ο ρυθμικός ήχος των βημάτων μου και το υπνωτικό τραγούδι των τζιτζικιών, ενώ πού και πού μόλις μπορούσα να διακρίνω τη θάλασσα στο βάθος. Η φοβερή ζέστη από τη μια και η προσδοκία για την αναμενόμενη δροσιά του νερού από την άλλη.

Για να γεμίσω το κενό, άρχισα να ακούω ελληνική μουσική. Επειδή ο Αλμυροπόταμος περιβάλλεται από βουνά, στο φτηνό ραδιοφωνάκι μου μπορούσα να πιάσω μόνο έναν τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό και έτσι στον ποδαρόδρομό μου με συνόδευαν μόνο νησιώτικα και λαϊκά τραγούδια. Μετά όμως από μια-δύο εβδομάδες τα πράγματα άλλαξαν.

Ο ντόπιος DJ ανακοίνωσε ότι επρόκειτο να παίξει τραγούδια από ένα δίσκο κάποιου Νίκου Παπάζογλου. Δεν είχα ξανακούσει αυτό το όνομα και απλώς υπέθεσα ότι επρόκειτο για τα ίδια και τα ίδια. Ο δίσκος λεγόταν “Χαράτσι” και το πρώτο τραγούδι που άκουσα ήταν “Ο Υδροχόος”. Όταν άκουσα τον τίτλο του τραγουδιού σκέφτηκα ότι θα ήταν ένα είδος ελληνικής εκδοχής του “Age of Aquarius” τραγουδιού που ήταν τεράστια επιτυχία τη δεκαετία του 1970 όταν ήμουν στο Γυμνάσιο.

Το τραγούδι του Παπάζογλου ήταν γεμάτο από ευδιάκριτες τυμπανοκρουσίες, πολύπλοκους ρυθμούς, φωνές που έμοιαζαν σαν βυζαντινή χορωδία και λέξεις που μιλούσαν όχι για κάποια ουτοπία στην “Εποχή του Υδροχόου”, αλλά για τη βεβαιότητα της αγάπης μέσα σε μια αβέβαιη εποχή όπου όλα άλλαζαν.

Το δεύτερο τραγούδι ήταν ένα είδος μαγευτικού ζεϊμπέκικου που εξυμνούσε τις αρετές του ποτού και του γλεντιού όχι για να ξεχάσουμε αλλά για να θυμηθούμε παλιές αγάπες. Το επόμενο, Αύγουστος, ήταν μια υπέροχη συμφωνική ενορχήστρωση στο πλαίσιο της οποίας αναδυόταν μια σχέση που είναι καταδικασμένη να μας πληγώσει, αλλά που μας είναι αδύνατο να αποφύγουμε. Το “Χθες Βράδυ” ήταν ένα είδος ελληνικής τζαζ, υπνωτικό και όμορφο.

Αγόρασα κασέτες από τους δίσκους του και τις άκουγα καθ’ όλη τη διάρκεια του ποδαρόδρομου όλο το καλοκαίρι, σέρνοντας χαρούμενα ένα βαρύ μαγνητόφωνο στον ώμο μου καθ’ όλη τη διαδρομή. Αυτή η μουσική με μάγεψε, με επηρέασε ριζικά. Την αισθανόμουνα στα σωθικά μου και άρχισα να βρίσκω ουσιαστική επαφή με τα πράγματα γύρω μου.

Ήταν η μουσική του Παπάζογλου που με οδήγησε στη Θεσσαλονίκη. Δεν είχα ποτέ ιδιαίτερη επιθυμία να ταξιδέψω πέρα από την Εύβοια, αλλά ήθελα να δω αυτόν το τραγουδιστή σε συναυλία. Ήθελα να περάσω λίγο χρόνο σε αυτό το περιβάλλον που ευνοούσε τέτοιου είδους τραγουδιστές/στιχουργούς/συνθέτες που δημιουργούσαν αυτούς τους εξαιρετικούς ήχους στην ελληνική μουσική.

Γύρω από τον Παπάζογλου υπήρχε ένα καινούργιο μουσικό ρεύμα, ένας ιδιαίτερος «θεσσαλονικιός» ήχος. Ονόματα όπως ο Νίκος Ξυδάκης, η Σαβίνα Γιαννάτου, ο Μανώλης Ρασούλης, οι Χειμερινοί Κολυμβητές, ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Διονύσης Σαββόπουλος, η Μελίνα Κανά και άλλοι. Βέβαια, βοηθούσε πολύ το γεγονός ότι είχε το δικό του στούντιο ηχογραφήσεων διασφαλίζοντας έτσι δημιουργικές ελευθερίες δύσκολα εφικτές από άλλους καλλιτέχνες δημοφιλέστερους και πιο αποδεκτούς από το κοινό.

Τα θέματά τους κάλυπταν ένα μεγάλο φάσμα: κοινωνική δικαιοσύνη, μετανάστευση και την τραγωδία του ξεριζωμού, τη χαρά και την απόγνωση που προκαλεί ο έρωτας. Οι μουσικές τους επιρροές ήταν επίσης εκτεταμένες από τη Μικρά Ασία, τη βυζαντινή υμνολογία μέχρι την τζαζ, το πανκ ροκ, και κάθε είδους πειραματικής μουσικής. Δεν είναι τυχαίο ότι τα χρόνια αυτά που έζησα στη Θεσσαλονίκη ανακάλυψα τη μουσική από τα συγκροτήματα The Cure και Talking Heads.

Ήταν σε γεύμα με φίλους στην αγορά του Mοδιάνο που τελικά γνωρίστηκα με τον Νίκο Παπάζογλου. Συνήθως, υπάρχει κάποια απογοήτευση όταν συναντάμε καλλιτέχνες που τόσο θαυμάζουμε – όχι αυτή τη φορά όμως. Ήταν σιωπηλός, ευγενικός, ενδιαφέρθηκε για την έρευνά μου και συγκινήθηκε με το πόσο μοιάζανε οι εμπειρίες της δικιάς του οικογένειας με τη δικιά μου. Οι δικοί του πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και οι δικοί μου μετανάστες στην Αυστραλία. Μίλησε για τη μη-Ελληνίδα σύζυγό του, αναγνωρίζοντας το σημαντικό ρόλο που έπαιξε στη δημιουργική του πορεία.

Με τον Χρήστο Αβραμούδα. Φωτογραφίες: Supplied

Γνώρισα και εγώ τον δικό μου σύντροφο, τον Χρήστο Αβραμούδα, λίγο μετά: ήταν φοιτητής στη Σχολή Καλών Τεχνών εκεί, γέννημα-θρέμμα Θεσσαλονικιός, του οποίου οι οικογενειακές καταβολές εκτείνονται καλύπτοντας τα πιο σημαντικά πολιτιστικά ρεύματα που επηρέασαν αυτήν την πόλη. Μείναμε στη Θεσσαλονίκη για μερικά χρόνια και τελικά παντρευτήκαμε εκεί.

Λατρεύω τον ελληνικό χορό και χόρευα με τα τραγούδια του Παπάζογλου καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μου (το μόνο πράγμα που με ανακούφιζε από την αδιάκοπη αίσθηση ναυτίας που ένιωθα…). Ξαφνιάστηκα πολλά χρόνια αργότερα με την ενήλικη κόρη μου, που δεν δείχνει και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ελληνικούς χορούς, όταν σηκώθηκε να με συνοδεύσει σε μια εκδήλωση και χόρεψε τον πιο όμορφο μικρασιάτικο σμυρνέικο χορό – κάνοντας με άνεση τα χαριτωμένα βήματα, ακόμη και τις συνοδευτικές κινήσεις των χεριών. Αναρωτιέμαι αν αυτό ήταν από ένστικτο ή κάποια έμφυτη ανάμνηση.

Λυπήθηκα βαθιά όταν ο Νίκος Παπάζογλου έφυγε από τη ζωή το 2011, σε ηλικία 63 ετών, μετά από μια πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο. Ο θάνατός του θρηνήθηκε σε όλη την Ελλάδα, αλλά ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη όπου ίσως το πιο διάσημο τραγούδι του “Κανείς εδώ δεν τραγουδά”, αντηχούσε παντού για μέρες. Αιωνία του η μνήμη, ας είναι αιώνια τα τραγούδια του να τα χαιρόμαστε για πάντα. Η μουσική του με συνόδεψε στις λύπες και στις χαρές της ζωής. Ελπίζω ότι οι αναγνώστες θα εμπνευστούν ώστε να ακούσουν τους δίσκους του – σχεδόν όλα τα τραγούδια του είναι διαθέσιμα στο διαδίκτυο.

Όπως κάνω πάντα, θα ήθελα να αφήσω τον τελευταίο λόγο στον ίδιο τον καλλιτέχνη. Έγραψε για τόσα πολλά θέματα, αλλά είναι τα τραγούδια του για την αγάπη – σε όλη της την πολυπλοκότητα – που έχουν μείνει στη μνήμη όλων μας. Άκουσα, για πρώτη φορά, τις στροφές που ακολουθούν σε αυτόν τον σκονισμένο χωματόδρομο του χωριού πριν από τόσα χρόνια:

Θα ‘ρθεις μια νύχτα βροχερή

κάποιο Σαββάτο βράδυ

και θα φανείς σαν αστραπή

που σκίζει το σκοτάδι

θα ‘ναι η φωνή σου δροσερή

τα μάτια σου θα λάμπουν

στα αυτιά μου σαν καμπάνες μακρινές

τα λόγια σου θα φτάνουν…

* ΗΔρ. Κωνσταντίνα Ντούνη είναι ιστορικός Πολιτισμού, συγγραφέας, μεταφράστρια λογοτεχνικών έργων, Monash Education Academy, Monash University.