ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, κατάλαβα ότι ανήκω στην απειροελάχιστη μειοψηφία (μετρημένοι στα δάχτυλα είμαστε) ανθρώπων που γερνούν χωρίς να μαθαίνουν, αφού τον κόσμο γύρω τους συνεχίζουν να μην καταλαβαίνουν.
ΤΗΝ ευκαιρία να προσγειωθώ ανώμαλα στην πραγματικότητα των καιρών μας, μού την έδωσαν τρία πρόσφατα (και μάλιστα ντόπια!) άρθρα που έγραψαν δύο συνάδελφοι της εφημερίδας.
ΤΑ δύο από αυτά τα έγραψε η Ευγενία Παυλοπούλου και το τρίτο η Μαρία-Στέλλα Παπαγεωργίου.
Η Ευγενία, στο πρώτο της άρθρο (που δημοσιεύτηκε την προπερασμένη Πέμπτη) καταπιάστηκε με το ποιος ήταν ο Αλέκος Δούκας και στο προχθεσινό «με το τι θα απογίνουν οι (στοιχειωμένες) περιουσίες των συλλόγων μας».
Η Μαρία-Στέλλα, από την πλευρά της, έκανε ένα επιτόπιο ρεπορτάζ για τις προσπάθειες που καταβάλλουν οι ηλικιωμένοι συμπάροικοι να εξοικειωθούν με την τεχνολογία και να μάθουν να χρησιμοποιούν ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ το ρεπορτάζ της Μαρίας-Στέλας, στο οποίο και είχε δώσει τον τίτλο «Γηράσκω αεί διδασκόμενος», διαπίστωσα, ότι εγώ, υποσυνείδητα, ακολουθώ τον ακριβώς αντίθετο δρόμο.
ΟΧΙ μόνο αρνούμαι να διδαχθώ και να εξοικειωθώ με τις νέες τεχνολογίες και τα social media, αλλά, αντίθετα, καταβάλλω προσπάθειες να μην παρακολουθώ και καταγράφω πολλά από αυτά που συμβαίνουν γύρω μου, αλλά και να ξεχάσω πολλά από αυτά που διδάχτηκα.
ΑΠΟΦΑΣΙΣΑ κάποια στιγμή ότι μεγάλο μέρος της διδακτέας ύλης, των γνώσεων και των πληροφοριών που έχω αποθηκεύσει, όχι μόνο δεν με ωφέλησε, αλλά με οδήγησε και σε λανθασμένα συμπεράσματα και αποφάσεις.
ΩΣ εκ τούτου, no more data. Χίλιες φορές προτιμότερο το… delete, αν είναι να περισώσω την ψυχική μου υγεία και όση μνήμη μου έχει απομείνει, τη στιγμή που το Αλτσχάιμερ συνεχίζει να ψαρεύει σε θολά νερά και να μην κάνει διακρίσεις.
ΑΣΕ που έχω μπροστά μου (τουλάχιστον) μια εικοσαετία, αν κρίνω από τις ηλικίες των συμπαροίκων που μαθαίνουν να χειρίζονται τους υπολογιστές. Ποτέ δηλαδή δεν είναι αργά…
ΤΗΝ ίδια στιγμή, διαβάζοντας το άρθρο της Ευγενίας για τον Αλέκο Δούκα που ήταν βασισμένο στη διάλεξη που έδωσε ο Πέτρος Αλεξίου στην Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης, διαπίστωσα, ότι η ζωή του ουδεμία σχέση είχε με όσα γνώριζα γι’ αυτόν και την αριστερή μυθολογία που τον ακολουθεί όπως η σκιά του.
ΤΑ πρώτα 36 χρόνια της ζωής του θα ‘λεγα ότι ήταν ιδεολογικά και φιλοσοφικά συγχυσμένος, πατώντας με το ένα πόδι στον κοινωνικό δαρβινισμό και το άλλο στην Αγία Γραφή, ενώ τον ίδιο καιρό «έβγαζε σπυράκια» όταν άκουγε για κομμουνισμό.
ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΑ, θα έλεγα ότι ο Αλέκος Δούκας, δρασκελίζοντας την πόρτα του «Δημόκριτου» υπέστη το ίδιο σοκ που είχε υποστεί καθ’ οδόν προς τη Δαμασκό πριν 2000 χρόνια, ο Απόστολός Παύλος.
ΚΑΙ ενώ το «φως» που είδε ο Παύλος συνοδευόταν από τη φωνή του Θεού που του έλεγε: «Σαούλ, Σαούλ, γιατί με διώκεις;», το μαρξιστικό «φως» που είδε ο Δούκας πιθανόν ανήκε στα τσιτάτα κάποιου κομμουνιστή ινστρούχτορα που συνάντησε προπολεμικά στον «Δημόκριτο», ο οποίος σε λίγους μήνες θα του κάνει και… πνευματικό μνημόσυνο.
ΚΑΙ καλά θα κάνουν, βέβαια, οι άνθρωποι, αφού οι «μύθοι» και οι «μάρτυρες» αποτελούν απαραίτητα συστατικά όλων των θρησκειών και ιδεολογιών. Ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από το εικονοστάσι του «Δημόκριτου» ο Αλέκος Δούκας.
ΕΔΩ είχαμε μυθοποιήσει τους αγώνες και την «ηθική ακεραιότητα» της ελληνικής Αριστεράς, μέχρι να έλθει ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και να δούμε (όπως ο Απόστολος Παύλος και ο Αλέκος Δούκας) το… αληθινό «φως».
ΜΕΤΑ τη διάλεξη του Αλεξίου και τη συμπυκνωμένη περιγραφή που έκανε στην διαδρομή της ζωής του (μέχρι το 1936) στο άρθρο της η Ευγενία, αναγκάστηκα να κάνω delete τα όσα ήξερα μέχρι πρότινος.
ΚΑΙ αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που κάνω κάτι τέτοιο. Επειδή, όμως, δεν έχω χρόνο (και διάθεση) πια να κάνω νέες εγγραφές, αποφάσισα να ασχολούμαι και να καταγράφω επιλεκτικά τα data που θα αποθηκεύω.
ΑΣ περάσουμε σε έναν άλλο μεγάλο (αν όχι μεγαλύτερο) μύθο, για τον οποίο πίστευε και έκανε ό,τι μπορούσε για να τον κάνει πράξη η παροικία μας: ότι τα παιδιά μας θα είναι, μπρος σε εμάς, τους ταλαίπωρους και αγράμματους της πρώτης γενιάς, πολύ καλύτεροι, αν όχι ημίθεοι…
ΑΥΤΟ ήταν το όνειρό μας, αφού προς χάρη της μόρφωσης και της σταδιοδρομίας των παιδιών μας, διαλαλούσαμε ότι ξενιτευτήκαμε και αγωνιστήκαμε. Τις περισσότερες φορές, όμως, η πραγματικότητα αντιμετωπίζει τα όνειρα με κυνική σκληρότητα.
ΚΑΙ αυτό το διαπίστωσα (για άλλη μια φορά), διαβάζοντας, όχι μόνο το προχθεσινό άρθρο της Ευγενίας «για το τι τελικά θα απογίνουν οι περιουσίες των Οργανισμών μας», αλλά μιλώντας τον τελευταίο καιρό και με αρκετούς συμπαροίκους που έχουν υπηρετήσει και αγωνιστεί για να σταθούν στα πόδια τους και να δημιουργήσουν περιουσίες αρκετοί Σύλλογοί μας.
ΤΑ παιδιά μας, εκτός λίγων εξαιρέσεων, ούτε συμμετέχουν ούτε δίνουν το παρών στις εκδηλώσεις των Συλλόγων, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι από αυτούς να μην μπορούν πλέον να πληρώνουν ούτε τα πάγια έξοδα για να κρατήσουν τα κτίρια που έχουν και να αναγκάζονται να τα πωλούν.
ΑΥΤΟ έκαναν πρόσφατα τα οκτώ χωριά της Αρκαδίας που είχαν το Αρκαδικό Κέντρο και αυτό ετοιμάζεται να κάνει η Πανσαμιακή Αδελφότητα, το κτίριο της οποίας βγαίνει το ερχόμενο Σάββατο στον πλειστηριασμό.
ΤΟ πρόβλημα που αντιμετωπίζουν όλοι οι Σύλλογοι -και αυτοί που πούλησαν το κτίριο που είχαν και όσοι ετοιμάζονται να πουλήσουν, για ν’ απαλλαγούν από τα έξοδα-, είναι τι θα κάνουν (και πού θα επενδύσουν) τα χρήματα που θα πάρουν.
ΑΝ κρίνω από όσα δήλωσε στην εφημερίδα μας ο πρόεδρος της Πανσαμιακής Αδελφότητας, Ηρακλής Βαγιάνος, η πρώτη γενιά που δημιούργησε την περιουσία που υπάρχει, δεν διαφωνεί να συζητηθεί το θέμα στη Γενική Συνέλευση και να δοθούν τα χρήματα (ή μέρος αυτών) προκειμένου να καλυφθούν ανάγκες της παροικίας.
ΑΥΤΟΙ που αντιδρούν είναι τα μέλη της δεύτερης γενιάς «γιατί θεωρούν ότι ο Σύλλογος και τα χρήματά του τούς ανήκουν»! Και όταν αυτά τα λέει ένας άνθρωπος της δεύτερης γενιάς, όπως ο Ηρ. Βαγιάνος, (που ξέρει καλύτερα τη… γενιά του) έχουν άλλη βαρύτητα.
ΒΕΒΑΙΩΣ και δεν είναι όλοι οι άνθρωποι της δεύτερης γενιάς ίδιοι και δεν είναι ανάγκη να πάμε μακριά για να το καταλάβουμε. Το σημερινό Δ.Σ της Κοινότητας Μελβούρνης, είναι -επαναλαμβάνω- το καλύτερο που έχει περάσει από την Κοινότητα.
ΤΟ γεγονός και μόνο ότι δεν έχει γίνει «χίλια κομμάτια» από την πρώτη εβδομάδα και παραμένει ενωμένο για μια ολόκληρη εξαετία, είναι (κατά τη γνώμη μου) μεγαλύτερο επίτευγμα και από την ανέγερση του Πολιτιστικού Κέντρου.
ΣΤΟ μεταξύ, διαβάζοντας και εμβαθύνοντας προσεκτικά στην ντόπια αρθρογραφία του «Νέου Κόσμου», διαπιστώνω, με κάποια απογοήτευση, ότι το διαχρονικό εθνικό μας σλόγκαν «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια» έχει διαβρώσει αθεράπευτα το παροικιακό μας DNA.
ΣΚΕΦΤΗΚΑ, λοιπόν, ότι, αν κάποιος ερευνητής διαβάσει την εφημερίδα μετά από 100 χρόνια, για να μάθει πώς ζούσαν και τι έκαναν οι πρόγονοί του, θα καταλήξει (χοντρικά) στο συμπέρασμα ότι τα ενδιαφέροντά μας και οι δραστηριότητες στρέφονταν (κυρίως) γύρω από τα πανηγύρια, τους εορτασμούς των εθνικών (και τοπικών) μας επετείων, τις ανεγέρσεις εκκλησιών και μνημείων, τους χορούς με… παραδοσιακές ενδυμασίες και ό,τι άλλο σχετίζεται με το εθνικό μας τρίπτυχο.
ΑΝ, παράλληλα, θελήσει να έχει μια πιο ολοκληρωμένη ιδέα για την εδώ προσφορά μας στη διατήρηση και διάδοση του πολιτισμού μας και της γλώσσας μας, δεν επαρκεί η ανάγνωση των αρχείων του «Ν.Κ.».
ΓΙΑ να δει και αυτή μας την παράμετρο, θα πρέπει να διαβάσει τα βιβλία και τις ποιητικές συλλογές των συμπαροίκων λογοτεχνών. Εκεί θα βρει συμπυκνωμένο όλο το ποιοτικό… κάλλος των πραγματικών μας γνώσεων, του πολιτισμού μας και της γλώσσας μας.
ΓΙΑ να με απαλλάξετε να επεκταθώ… αναλυτικά σε όλα αυτά και για να μη βρω πάλι τον μπελά μου, κριτικάροντας τους… κριτικούς των τελευταίων βιβλιοπαρουσιάσεων, ρίξτε μια πιο προσεκτική ματιά στην προχθεσινή μας έκδοση στην οποία πρωτοστατούσαν (και πάλι!) τα πανηγύρια (ιερά και ανίερα) και τα χορευτικά μας συγκροτήματα με… εθνικές ενδυμασίες βέβαια.
ΩΣ εκ τούτου, τι καλύτερο θα μπορούσε να περιμένει κανείς από τη δεύτερη και τρίτη γενιά που από τη βρεφική της ηλικία ανατράφηκε κοινωνώντας (έστω και με το… ζόρι) των αχράντων μυστηρίων και μεγάλωσε σε πανηγύρια, χορούς των Συλλόγων μας, παρελάσεις και εθνικές επετείους…