«Έχουν προσαρμοστεί τέλεια στο χώρο. Τον έχουν αποδεχθεί και τα έχει αποδεχθεί»λέει η Ελευθερία Γκούφα, συντηρήτρια του Μουσείου Μπενάκη, αναφερόμενη στα εκθέματα της Έκθεσης «Ελληνικοί Θησαυροί» του Ελληνικού Μουσείου Μελβούρνης. Από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρεται σ’ αυτά, διαπιστώνω ότι γι’ αυτήν τα αντικείμενα αυτά δεν είναι απλώς εκθέματα, ντοκουμέντα πολιτισμού ή ιστορίες Ελλήνων μίας άλλης εποχής. Είναι ζωντανοί οργανισμοί που επικοινωνούν με το περιβάλλον τους, δέχονται τις επιδράσεις του και προσπαθούν να προσαρμοστούν και να ζήσουν αρμονικά μέσα σ’ αυτό.
Τα λόγια της μού προκαλούν -κατ’ αρχήν- θαυμασμό και δέος για τη δουλειά της, αλλά και προβληματισμό. Ένα χρόνο μετά την ημέρα που η Ελευθερία μαζί με άλλους συνεργάτες της από το Μουσείο Μπενάκη «στέγασαν» τα εκθέματα στο Ελληνικό Μουσείο, αυτή ως υπεύθυνη συντηρήτριά τους, επέστρεψε στη Μελβούρνη για να τα «κανακέψει» κατ’ αρχήν με την επιστημονική της γνώση και, βέβαια, με ένα ενδιαφέρον που ξεπερνά τον απλό επαγγελματισμό.
«Είμαι υπεύθυνη γι’ αυτό το πρότζεκτ και πρέπει να ελεγχθούν όλα. Ήρθα να δω πώς με τις παρούσες κλιματολογικές συνθήκες, τα επίπεδα υγρασίας, τη θερμοκρασία που επικρατεί στον εκθεσιακό χώρο, συμπεριφέρονται τα έργα στο καινούριο τους το σπίτι» λέει και ένα τεράστιο χαμόγελο που δεν θα το έλεγες μόνο χαράς, αλλά -κυρίως- ανακούφισης φωτίζει το πρόσωπο της επιστήμονα.
«Οι εικόνες είναι που με κάνουν να είμαι πιο σκεφτική συνήθως. Είναι πιο δύσκολα αντικείμενα, τα χάρτινα εκθέματα, χειρόγραφα ή οι λιθογραφίες. Η απότομη αύξηση υγρασίας-θερμοκρασίας στα πιο ευαίσθητα υλικά, όπως είναι το χαρτί, μπορεί να προκαλέσει κυματισμό ή η εικόνα να μην έχει προσαρμοστεί καλά στο περιβάλλον να την ενοχλούν κάποια πράγματα όπως η θερμοκρασία. Το ξύλο και το χαρτί είναι ζωντανοί οργανισμοί. Το χαρτί για παράδειγμα αναπνέει πολύ και είναι υγροσκοπικό. Το καλύτερο αντικείμενο που μπορείς να δεις ότι κάτι δεν πάει καλά είναι το χαρτί» προσθέτει τούτη η «γιατρός των έργων τέχνης».
Το γεγονός ότι είναι ο άνθρωπος πάνω στον οποίο το «Μουσείο Μπενάκη» έχει στηρίξει όχι απλώς το… «ζην» και το «ευ ζην» των θησαυρών αυτών στη Μελβούρνη για τα επόμενα εννέα τουλάχιστον χρόνια , είναι από μόνο του απόδειξη ότι η Ελευθερία δεν είναι μία… κάποια συντηρήτρια τέχνης. Το πάθος της και μόνο την κάνει να ξεχωρίζει…
Δεν είναι, όμως, ούτε από τους ανθρώπους που τούς αρέσει να διαφημίζουν τα επιτεύγματά τους, τα οποία είναι από εντυπωσιακά έως πρωτοπόρα.
Με σπουδές στη Φλωρεντία και θητεία πάνω από πέντε χρόνια σε Μουσεία όπως το Uffizi ή αυτό της Basilica Di Santa Croce, το ιδιωτικό εργαστήριο συντήρησης τέχνης CCL στη Νότια Γαλλία που αναλαμβάνει την αποκατάσταση και συντήρηση πολιτιστικών θησαυρών της Ισπανίας, της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού, του Αγίου Όρους, αλλά και του Μοναστηρίου της Πάτμου, η Ελευθερία έχει βάλει τη σφραγίδα της στη διάσωση και αναβίωση μεγάλων έργων τέχνης σε πολλές γωνιές της Ευρώπης.
«Ήρθα σε επαφή με διαφορετικά αντικείμενα. Το πρώτο, όμως, που διαχειρίστηκα, με σόκαρε και μού προκάλεσε δέος, σε βαθμό που ακόμα και σήμερα, 24 χρόνια μετά, δεν θα ξεχάσω, ήταν κάτι προσχέδια του Michelangelo. Φαντάζεσαι τώρα πώς είναι να συντηρείς πράγματα τόσο σπουδαίων καλλιτεχνών. Ήμουν στο δεύτερο έτος της Σχολής τότε και ένας πολύ αυστηρός καθηγητής με είχε ξεχωρίσει και με είχε ορίσει ως βοηθό του. Ήταν μία μοναδική στιγμή να επαναφέρω στο φως αυτά τα αριστουργήματα» λέει ενθυμούμενη, τα πρώτα της βήματα σε έναν χώρο που όπως γελώντας προσθέτει καθόρισε ακόμα και την προσωπικότητά της.
«Ομολογώ, ότι αυτή η δουλειά με έστρωσε» λέει χαρακτηριστικά αναφερόμενη στην τεράστια υπομονή που πρέπει κάποιος να αποκτήσει για να φέρει εις πέρας το έργο του.
«Αυτό που με μαγεύει σαν ιδέα είναι ότι βοηθάω να ξαναζωντανέψει η ιστορία. Ειδικά για πράγματα που δεν εκτίθενται, που είναι κατεστραμμένα. Είναι ότι εγώ θα το βοηθήσω αυτό να έρθει πάλι στη ζωή και θα είναι ένα πράγμα που ειδικά όταν γυρίσει μέσα σε ένα μουσείο θα το χαρούν θα το δουν τόσα μάτια» αναφέρει δίνοντας το στίγμα όχι μόνο της δουλειάς της, αλλά και της φιλοσοφίας που την διέπει.
Με τον Διευθυντή του Μ. Μπενάκη Άγγελο Δεληβορριά κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της Έκθεσης, «Ο φιλικός κύκλος του Γκρέκο στο Τολέδο» Μουσείο Μπενάκη Κουμπάρη 13/11/2014 – 01/03/2015
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Μέσα από τη δουλειά της είδε αντικείμενα ύψιστης πολιτιστικής αξίας, τα επεξεργάστηκε, αφουγκράστηκε την ιστορία που έχουν να πουν, είδε τα… «βάσανά τους», βρήκε τις γιατρειές τους και όπως χαρακτηριστικά λέει «κανένα δεν πέθανε στα χέρια της». Δεν είναι όμως μόνο αυτή η ιδιότητα της Ελευθερίας Γκούφα που την καθιστά ειδική στο να μιλήσει για τις πολιτιστικές μας κληρονομιές και το μέλλον τους. Η 20χρονη πείρα της στην πολιτιστική σκηνή της Ελλάδας μέσα από το Μουσείο Μπενάκη και την καθημερινή της επαφή με τον πρώην διευθυντή του Μουσείου, Άγγελο Δεληβοριά, έναν άνθρωπο-»κολοσσό» των πολιτιστικών πραγμάτων της Ελλάδας, αλλά και το γεγονός ότι έχει ταξιδέψει με εκθέσεις του σε κάθε γωνιά της γης και διατηρεί μία πολύ καλή εικόνα του τρόπου με τον οποίο άλλες χώρες στηρίζουν και προβάλλουν τον πολιτισμό τους, την καθιστά ικανή στο να κάνει συγκρίσεις μεταξύ αυτών των χωρών και της Ελλάδας και όχι μόνο. Από την άλλη, όπως και να το δει κανείς, η Ελευθερία που ζει και δίνει ζωή στην πολιτιστική μας ιστορία είναι και αυτόπτης μάρτυρας της κατάστασης που επικρατεί σήμερα στην Ελλάδα.

Προετοιμάζοντας την έκθεση «Santiago Clatrava: Η αναγέννηση του ναού του Αγίου Νικολάου στο «Σημείο Μηδέν», που παρουσιάστηκε στο Μουσείο Μπενάκη (Σεπτέμβρης – Οκτώβρης 2015)
«Είναι δύσκολο να μιλάμε για την τέχνη μέσα στην κρίση. Για κάποιους θα ακουστεί σουρεάλ, γιατί θα σου πει ότι -και λογικό είναι- κάποιοι άνθρωποι δεν έχουν να φάνε και εσύ μιλάς για τέχνη; Ο πολιτισμός μας, η τέχνη γενικότερα είναι, όμως, ένα παράθυρο, μία ελπίδα, μία ηλιαχτίδα αισιοδοξίας. Τι πρέπει να κάνουμε, να τα χαρίσουμε όλα; Να τα παρατήσουμε; Να μην τα φροντίσουμε; Καταλαβαίνει ο Έλληνας τι πλούτο έχει στα χέρια του; Γιατί εγώ που έχω την τύχη και ταξιδεύω μέσα από το Μουσείο Μπενάκη και μπαίνω στα καλύτερα ιδρύματα του κόσμου και μιλάω με επιστήμονες, αλλά και απλούς ανθρώπους, βλέπω το σεβασμό που τρέφουν απέναντι στον πολιτισμό μας και αυτό είναι κάτι το απίστευτο. Μού προκαλεί δέος» λέει χαρακτηριστικά.
Ενώ πριν από λίγο, μιλώντας για τη δουλειά της, διέκρινες ένα κράμα ενθουσιασμού και πάθους στην φωνή της, τώρα ακούς έναν συγκρατημένο θυμό.
«Το παράπονό μου είναι ότι το κράτος δεν στηρίζει ιδιαίτερα τον πολιτισμό. Και όχι μόνο τώρα που έχουμε φτάσει στον πάτο. Υπήρχε ένα ενδιαφέρον πριν την κρίση, αλλά και πάλι δεν γίνονταν και τότε αρκετά πράγματα, δεν υπήρχε η στήριξη που θα έπρεπε να υπάρχει ούτε και τότε σε έναν από τους πιο βασικούς τομείς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Επιμένω, τα πιο σπουδαία πράγματα που έχει η Ελλάδα είναι ο πολιτισμός και ο τουρισμός της. Είναι δύο τομείς που πρέπει να επενδύουμε περισσότερο» λέει χαρακτηριστικά. Αναφέρεται στις αμέτρητες ώρες δουλειάς που αρχαιολόγοι και άλλοι ειδικοί του τομέα αναβίωσης της πολιτιστικής μας ιστορίας, βάζουν αφιλοκερδώς. «Εμείς προσπαθούμε, το παλεύουμε όσο μπορούμε, η στήριξη της Πολιτείας είναι ελάχιστη» λέει και προσθέτει ότι νοιώθει ιδιαίτερα τυχερή που βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη. «Στο Μουσείο Μπενάκη επικρατεί μία άλλη αντίληψη. Έχουμε περάσει στην επίθεση κατά κάποιο τρόπο. Πιστεύουμε ότι εν καιρώ κρίσης αντί να κάνεις λιγότερα πρέπει να κάνεις περισσότερα».
Πέρυσι το καλοκαίρι βρέθηκε στο Τολέδο της Ισπανίας, συνοδεύοντας έναν πίνακα του El Greco. Σοκαρίστηκε γιατί πάνω σε ένα «μόνο σπουδαίο Έλληνα καλλιτέχνη» όπως λέει, είχε «χτιστεί» η πολιτιστική εικόνα μίας ολόκληρης πόλης. «Δεν υπήρχε σημείο που να μην διαφημίζεται η έκθεση ή ο καλλιτέχνης. Παντού υπήρχαν σημεία αναφοράς για την Έκθεση και δεν υπήρχε περίπτωση να μην εξιτάρει τους επισκέπτες ή τους κατοίκους της πόλης αυτό το πράγμα, να μην μαγευτούν. Και ο κόσμος έμπαινε και χανόταν και συμμετείχε διαδραστικά σ’ αυτό το πολιτιστικό γεγονός. Γιατί στην Ελλάδα να μην έχουμε μία τέτοια συνείδηση, γιατί να θεωρούμε κάποια πράγματα δεδομένα, και γιατί να τα αφήνουμε και να μην τα εκμεταλλευόμαστε σωστά; Με θυμώνει αυτό» αναφέρει, φανερά απογοητευμένη και με έκδηλη πικρία.
Η Ελευθερία βρίσκεται ήδη στην Ελλάδα. Αποχαιρέτησε το Ελληνικό Μουσείο και την Αυστραλία, παίρνοντας μαζί της εκτός από τις άριστες εντυπώσεις για την κατάσταση της έκθεσης και ένα δημιουργικό μυστικό. Αρκέστηκε μόνο στο να μας πει ότι το ενδιαφέρον εκ μέρους πολιτιστικών φορέων της Αυστραλίας για συνεργασίες με το Μουσείο Μπενάκη υπήρχε και στο παρελθόν, αλλά τον τελευταίο καιρό έχει αυξηθεί. Δεν επιβεβαίωσε πότε αναμένεται να καταφθάσουν στο Ελληνικό Μουσείο και άλλοι ελληνικοί θησαυροί. «Το σίγουρο, πάντως, είναι, αν κρίνω από την εικόνα που αποκόμισα, ότι θα φιλοξενηθούν με την προσοχή και τον σεβασμό που τους αρμόζει. Θα νιώθουν σαν στο σπίτι τους!» καταλήγει…