Το όνειρο της απόκτησης ενός σπιτιού στην Αυστραλία, το οποίο κατάφεραν με μόχθο και θυσίες να κάνουν πραγματικότητα πολλοί συμπάροικοι στο παρελθόν, έχει πλέον γίνει.. εφιάλτης γι’ αυτούς που προσπαθούν στις μέρες μας να αγοράσουν μία κατοικία, επιβεβαιώνει μία νέα διεθνής μελέτη της εταιρείας ερευνών Gallup.

Η δυσαρέσκεια των πολιτών για την έλλειψη διαθεσιμότητας καλών και οικονομικά προσιτών σπιτιών, units και διαμερισμάτων στις γειτονιές όπου ζουν είναι μάλιστα από τις υψηλότερες, μεταξύ των 38 χωρών-μελών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), αλλά και στον Κόσμο ειδικά όσον αφορά στους νέους, επισημαίνουν στα συμπεράσματά τους οι Benedict Vigers και Madeleine Ambort, της Gallup.

«Τα τελευταία χρόνια, οι κάτοικοι Αυστραλία έχουν όλο και περισσότερο κουραστεί με την έλλειψη διαθεσιμότητας …Όμως το 2024, μόλις το 22% ήταν ικανοποιημένοι με την κατάσταση στο στεγαστικό (χαμηλό ρεκόρ), ενώ αντίθετα το 76% ήταν δυσαρεστημένοι (υψηλό ρεκόρ). Κάτι που καταδεικνύει ένα επίπεδο απογοήτευσης που δεν έχει παρατηρηθεί στις περισσότερες πλούσιες οικονομίες», γράφουν.

Εξηγούν δε ότι «τα αίτια της σημερινής στεγαστικής κρίσης της Αυστραλίας είναι πολύπλοκα».

«Η προσφορά κατοικιών δε συμβαδίζει με την αυξανόμενη ζήτηση για διάφορους λόγους, όπως η ιστορική υποεπένδυση στη δημόσια στέγαση, τα υψηλά επίπεδα μετανάστευσης και οι καθυστερήσεις στην κατασκευή που σχετίζονται με την πανδημία. Ως εκ τούτου, η Αυστραλία έχει αναπτύξει σημαντικό ‘έλλειμμα στέγασης’ τα τελευταία χρόνια και το απόθεμα κατοικιών της υπολείπεται του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ».

«Η αυξανόμενη κρίση οικονομικής προσιτότητας είναι έντονη. Μεταξύ του 2002 και του 2024, ο λόγος τιμής κατοικίας προς εισόδημα σχεδόν διπλασιάστηκε, με τη μέση κατοικία στην Αυστραλία να κοστίζει πλέον σχεδόν εννέα φορές το μέσο εισόδημα των νοικοκυριών. Το ενοίκιο έχει υπερδιπλασιαστεί κατά την ίδια περίοδο».

«Το αποτέλεσμα είναι μια περιορισμένη και ακριβή επιλογή επιλογών στέγασης, η οποία επηρεάζει περισσότερο τους νεότερους ανθρώπους και τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα, καθώς έχουν λιγότερους οικονομικούς πόρους για να καταπολεμήσουν την άνοδο των τιμών».

Γι’ αυτό και συχνά -όπως έχουμε γράψει επανειλημμένα- οι γονείς και οι παππούδες (που χαρακτηρίζονται ως «Τράπεζα Μπαμπά και Μαμάς») καλούνται να… βάλουν πλάτη με τις προκαταβολές -και όχι μόνο- με κάποιους από αυτούς να ρισκάρουν ακόμα και τη δική τους ασφαλή, σε οικονομικούς όρους, συνταξιοδότηση.

Το στεγαστικό μάλιστα αναμένεται να αποτελέσει εκ των βασικών ζητημάτων που θα τεθούν στην «πολιτική αρένα» ενόψει των επερχόμενων ομοσπονδιακών εκλογών.

Αποτελεί άλλωστε εκ των κυριότερων παραγόντων που, μαζί με την ακρίβεια εν γένει, κλιμακώνουν το κόστος διαβίωσης (τιμές κατοικιών και επιτόκια στα ύψη, πολύ ακριβά ενοίκια κ.ά.) και έχουν ανεβάσει το άγχος των πολιτών για το… πορτοφόλι τους (financial stress) σε υψηλό 10ετίας, τουλάχιστον, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες.

Ενδεικτικά, μόνο λόγω της αύξησης των επιτοκίων στην προσπάθεια να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός (της RBA ήταν στο ιστορικά χαμηλά του 0,10% τον Μάιο του 2022 και αυξήθηκε στο 4,35% έως τον Νοέμβριο του 2023), μια οικογένεια με στεγαστικό δάνειο 610.000 δολαρίων πληρώνει τώρα περίπου 1.500 δολάρια περισσότερα σε σχέση με το 2022 σε μηνιαίες αποπληρωμές, ή περίπου 18.000 δολάρια ετησίως

Ποιοι μπορούν «άνετα» να αγοράσουν ένα σπίτι;

Μόνο αυτοί που κερδίζουν πάνω από 300.000 δολάρια ετησίως, σύμφωνα με στοιχεία της Suburbtrends.

Η εν λόγω εταιρεία ερευνών ανέλυσε πάνω από 22.000 πωλήσεις ακινήτων στη χώρα -το 2023- και διαπίστωσε ότι οι μέσες τιμές των κατοικιών ήταν εννέα φορές υψηλότερες από το μέσο ετήσιο εισόδημα.

Η ανάλυση χρησιμοποίησε τον διεθνώς αναγνωρισμένο «διάμεσο πολλαπλάσιο» (median multiple) για να αξιολογήσει την οικονομική προσιτότητα ενός σπιτιού ή διαμερίσματος, με τη διάμεση τιμή να διαιρείται με το ακαθάριστο μέσο εισόδημα των νοικοκυριών.

Ένας «διάμεσος πολλαπλάσιος» στο 3,0 θεωρείται σε παγκόσμια κλίμακα «προσιτός».

Αλλά στην Αυστραλία ήταν 9,1 κάτι που σημαίνει ότι ένα νοικοκυριό θα πρέπει να κερδίζει πλέον 301.769 δολ. για να μπορεί να είναι πιο «άνετο» με την αγορά μίας κατοικίας (ή να έχει σημαντικοί υποστήριξη από την «Τράπεζα Μπαμπά και Μαμά»).

ΔΥΣΑΡΕΣΚΕΙΑ 

Όχι τυχαία λοιπόν, οι κάτοικοι Αυστραλίας ξεχωρίζουν ως προς τη «δυσαρέσκεια» σε σύγκριση με τους κατοίκους άλλων χωρών «υψηλού εισοδήματος», σύμφωνα με τη νέα διεθνή έρευνα της Gallup, η οποία διεξήχθη σε 14.000 ανθρώπους σε 140 χώρες (συμπεριλαμβανομένων 1.000 στην Αυστραλία), οι οποίοι ερωτήθηκαν αν είναι ικανοποιημένοι από τη διαθεσιμότητα «καλής, προσιτής οικονομικά στέγης» εκεί όπου κατοικούν.

«Ενώ οι άνθρωποι σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ είναι συνήθως δυσαρεστημένοι με τη διαθεσιμότητα καλής και οικονομικά προσιτής στέγασης εκεί όπου ζουν (με διάμεσο 50% δυσαρεστημένοι έναντι 43% ικανοποιημένοι), μόνο η Τουρκία κατατάσσεται υψηλότερα από την Αυστραλία ως προς τη δυσαρέσκεια (με 83% έναντι 13%, αντίστοιχα».

Ακολουθεί ο Καναδάς με 74% (δυσαρέσκεια) έναντι 22% (ικανοποίηση), η Πορτογαλία 73% έναντι 21% και έπεται η Ελλάδα με 71% έναντι 24%.

Η δυσαρέσκεια για την έλλειψη προσιτής στέγασης δεν αποτελεί πρόβλημα μόνο στις προηγμένες οικονομίες.

Ωστόσο, η δυσαρέσκεια στην Αυστραλία το 2024 ξεχωρίζει από τα ποσοστά που μετρήθηκαν παγκοσμίως την τελευταία δεκαετία.

Εκτός από την Τουρκία το 2024, μόνο η Γκαμπόν το 2014 (80%) έχει εκφράσει μεγαλύτερη δυσαρέσκεια από την Αυστραλία τα τελευταία 10 χρόνια.

Σύμφωνα με την έρευνα πάντα, η δυσφορία των κατοίκων Αυστραλίας για την έλλειψη προσιτής στέγασης «μετριάζεται» κάπως από άλλες υποδομές και υπηρεσίες, για τις οποίες οι άνθρωποι στη χώρα παραμένουν ιδιαίτερα θετικοί.

Σαφείς πλειοψηφίες παραμένουν ικανοποιημένες από την ποιότητα της υγειονομικής περίθαλψης (71%), των σχολείων (66%), των δρόμων (60%) και των δημόσιων συγκοινωνιών (61%) στην πόλη ή την περιοχή όπου ζουν – μόνο που δεν είναι ικανοποιημένες από τη στέγαση (22%). Το χάσμα μεταξύ της ικανοποίησης από τη στέγαση και αυτών των άλλων βασικών κοινοτικών στοιχείων δεν ήταν ποτέ μεγαλύτερο.

Η ικανοποίηση από τη διαθεσιμότητα καλής και οικονομικά προσιτής στέγασης στην Αυστραλία έχει μειωθεί σε όλες τις ηλικιακές ομάδες τα τελευταία χρόνια, αλλά ιδιαίτερα στους ενήλικες σε ηλικία εργασίας.

Το 2024, μόνο 16% των ενηλίκων 18 έως 34 ετών ήταν ικανοποιημένοι, ενώ ένας στους πέντε ηλικίας 35 έως 64 ετών (20%) εξέφραζε ικανοποίηση.

Οι νέοι έχουν πληγεί ιδιαίτερα σκληρά από τη στεγαστική κρίση, επισημαίνουν οι Benedict Vigers και Madeleine Ambort, προσθέτοντας ότι:

Τα επίπεδα ιδιοκατοίκησης μεταξύ των νέων ενηλίκων έχουν πέσει σε χαμηλά επίπεδα ρεκόρ και η μέση ηλικία των αγοραστών που αγοράζουν για πρώτη φορά έχει αυξηθεί σε περίπου 35 από 25 έτη από την αρχή του αιώνα.

Ενώ οι περισσότεροι ηλικιωμένοι Αυστραλοί έχουν ήδη το σπίτι τους, οι νέοι αντιμετωπίζουν έναν δύσκολο αγώνα για να ανέβουν στη «σκάλα της στέγασης» – ή ακόμη και να τα βγάλουν πέρα σε μια ολοένα και πιο «εχθρική αγορά» ενοικίων.

Από τότε που η Gallup άρχισε να ρωτά τους ανθρώπους παγκοσμίως για την ικανοποίησή τους από τη διαθεσιμότητα καλής και προσιτής στέγης το 2006, το ποσοστό ικανοποίησης 16% που καταγράφηκε μεταξύ των 18 έως 34 ετών στην Αυστραλία είναι από τα χαμηλότερα σύνολα που έχουν ποτέ μετρηθεί.

Άλλα χαμηλά ποσοστά περιλαμβάνουν το Χονγκ Κονγκ το 2019 (11% των ατόμων ηλικίας 18 έως 34 ετών ήταν ικανοποιημένοι), τη Μογγολία το 2012 (12%), το Ιράν το 2008 (13%) και την Τουρκία το 2024 (15%).

Σε έναν άλλο δείκτη του πόσο «διαδεδομένη έχει γίνει η κακοδαιμονία» με την κρίση στέγασης στην Αυστραλία, μόνο το 35% των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω είναι σήμερα ικανοποιημένο από τη διαθεσιμότητα οικονομικά προσιτής στέγασης στην περιοχή τους, παρόλο που περισσότεροι από τέσσερις στους πέντε έχουν δικό τους σπίτι, σύμφωνα με την απογραφή του 2021.

Καταλήγοντας, οι Benedict Vigers και Madeleine Ambort αναφέρουν ότι «υπάρχει κάποια ελπίδα ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί σύντομα»:

Η κυβέρνηση έχει διαθέσει δισεκατομμύρια δολάρια σε χρηματοδότηση επενδύσεων για νέες κατοικίες.

Το Homes for Australia Plan περιλαμβάνει επενδύσεις στη δημόσια στέγαση, την παροχή βοήθειας για ενοικίαση και ιδιοκατοίκηση, καθώς και ένα πρόγραμμα μπόνους που χορηγείται στις Πολιτείες και τις Περιοχές που ξεπερνούν τους στόχους δόμησης.

Εάν επιτύχει, η προσπάθεια αυτή θα μπορούσε να συμβάλει στην ενίσχυση της προσφοράς και της οικονομικής προσιτότητας, συμβάλλοντας στην εξισορρόπηση της αγοράς.

Ωστόσο, προς το παρόν, οι άνθρωποι στην Αυστραλία -ιδιαίτερα οι νεότεροι ενήλικες σε ηλικία εργασίας- είναι δυσαρεστημένοι σε ιστορικά υψηλά επίπεδα με τη διαθεσιμότητα οικονομικά προσιτών κατοικιών στην περιοχή τους.

Για πολλές δεκαετίες, το «αυστραλιανό όνειρο» έχει οικοδομηθεί πάνω στο ιδεώδες της ιδιοκτησίας κατοικίας ως δείκτη προόδου, επιτυχίας και σταθερότητας. Θα μπορούσε να μετατραπεί σε κάτι που μοιάζει περισσότερο με εφιάλτη.