Έχω παρουσιάσει και στο παρελθόν ποιητική συλλογή του κ. Ρούφα και, συγκεκριμένα, τη συλλογή του “Απόσταγμα Ονείρων”. Στην παρουσίαση εκείνης της συλλογής, μιλούσα για ευαισθησίες από τις οποίες διακατέχεται ο ποιητής, οι οποίες έχουν να κάνουν άμεσα με την ανάδειξη του χωριού του και του φυσικού περιβάλλοντος που το περιβάλλει, με την ανάδειξη της αγροτικής ζωής και όλων αυτών των αξιών που φαίνεται ότι, πλέον, έχουν χαθεί, τόσο από την πολύπλευρη εγκατάλειψη της ελληνικής υπαίθρου όσο και από μια σειρά άλλων λόγων, όπως η συνεχιζόμενη κρίση.

Επαναλαμβάνω, επίσης, ότι ο Γ. Ρούφας, εξακολουθεί να γράφει με κυρίαρχο στοιχείο την ομοιοκαταληξία, αλλά και τον έντονο λυρισμό που χαρακτηρίζει την ποίησή του. Έχω την εντύπωση ότι αυτά τα ποιήματα είναι αναπόσπαστο μέρος, σάρκα από τη σάρκα της ζωής την οποία μας παρουσιάζει εδώ ο ποιητής καθώς και της νοσταλγίας που την περιβάλει, του βασικού συστατικού του ποιητικού του λόγου.

Αν αναλογισθούμε ότι και η ποίηση είναι ένας από τους καθρέπτες της κοινωνίας, θα λέγαμε ότι ο ποιητής αφουγκράζεται εξαίσια την κοινωνία και την καθημερινή ζωή που άφησε πίσω του και που ξέρει καλά ότι είναι κάτι στο οποίο δεν πρόκειται να επιστρέψει, να ζωντανεύσει και πάλι, παρά ίσως τις “ενέσεις” τοπικολατρείας που ίσως επιχειρεί με επισκέψεις στην ιδιαίτερη πατρίδα. Γι’ αυτό και στα ποιήματα αυτά διακρίνουμε έντονη τη λαχτάρα να καταγραφούν οι παράμετροι αυτής της περασμένης ζωής και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να διασωθούν, αν όχι καθ’ ολοκληρίαν, τουλάχιστον κάποια βασικά τους στοιχεία. 

Είναι μια ποίηση που πάει κόντρα στις κυρίαρχες τάσεις γραφής και τις ποιητικές φόρμες και εξακολουθεί, πασχίζοντας, να διατηρήσει ανέπαφη τη συλλογική μνήμη της αγροτικής και βουκολικής ζωής, αλλά και της αγάπης, της στοργής για τα καθημερινά, τραγουδώντας την τοπική φύση και το μεγαλείο της. Αν, δε, εντρυφήσουμε λίγο περισσότερο στα εσώτερα σπαράγματα της γραφίδας του ποιητή, θα βρεθούμε μπροστά στον πλούτο και την πανσπερμία των ανησυχιών και των προσδοκιών του, ανεξάρτητα από το αν αυτές είναι αρκετά ορατές ή όχι στην παρούσα ποιητική συλλογή. 

Έτσι, κατά τη γνώμη μου, λειτουργεί η ποιητική αυτή συλλογή του Γ. Ρούφα. Τραγουδά το χωριό και το περιβάλλον του, δηλαδή αυτόν το χώρο -τη φύση κατ’ αρχάς, με τη χλωρίδα και την πανίδα της- και κάθε μικρή ή μεγάλη συνιστώσα που συνθέτει αυτό το παζλ, το περιβαλλοντικό και πολιτισμικό σύνολο. Ένα σύνολο που δεν αποτελείται μόνο από υλικές οντότητες, αλλά και από πνευματικές, άγραφες, αόριστες αποχρώσεις που δεν τις βλέπουμε, αλλά που συντελούν τα μέγιστα στην ήδη διαμορφωμένη κοσμοθεώρηση του ποιητή.

Τα ποιήματα που συνθέτουν τη συλλογή αυτή του Γ. Ρούφα, είναι τραγούδια, τα οποία, ναι μεν, δεν πατούν πάνω σ’ αυτή ή την άλλη μουσική φόρμα, αλλά έχουν άμεση σχέση, μια σχέση αρμονίας με το είναι του δημιουργού τους, γαλήνια, χωρίς καμία ένταση ή ένσταση. 

Είναι μια τιτάνια, όσο και αγωνιώδης προσπάθεια που συνδέεται με την αναζήτηση, αλλά και την -σίγουρα- εδραιωμένη στο μυαλό του ποιητή, έννοια του τοπικού, της ανάδειξης της τοπικότητας και των συνιστωσών της. Αναδεικνύεται, έτσι, η σχέση του ποιητή με το τοπικό πολιτισμικό σύστημα. Μέσα από το έργο του αναδύεται ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό μοντέλο. Αυτό το μοντέλο προκύπτει από την ανάδειξη συγκεκριμένων προταγμάτων, όπως είναι το φως, το ταξίδι, η πίστη σε κάτι που υπήρξε, θέματα εν πολλοίς κοινά στη νεοελληνική ποίηση.