Ακαδημαϊκοί ελληνικής καταγωγής από την Αυστραλία εμφανίζονται να είναι -υπό προϋποθέσεις- από τους πιο πρόθυμους της Διασποράς να εργαστούν στην Ελλάδα, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε το Deon Policy Institute (Ινστιτούτο Πολιτικής Δέον*).
Εν γένει από τους Έλληνες ακαδημαϊκούς που ζουν στο εξωτερικό υπάρχει ενδιαφέρον να αποτελέσουν μέρος του Brain Regain (της επιστροφής «μυαλών») στη χώρα, αλλά απαιτείται να γίνουν σημαντικές αλλαγές, επισήμανε το «Δέον».
Πιο συγκεκριμένα, το 59% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι θα εξέταζε το ενδεχόμενο να εργαστεί στην Ελλάδα τα επόμενα πέντε χρόνια, πράγμα που σημαίνει ότι τουλάχιστον 200 ακαδημαϊκοί εξετάζουν το ενδεχόμενο να μετακινηθούν.
Αλλά είναι ξεκάθαροι σχετικά με το τι χρειάζεται: καλύτεροι μισθοί, περισσότερη χρηματοδότηση της έρευνας και απτές βελτιώσεις στη διοίκηση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.
Οι νεότεροι ακαδημαϊκοί είναι το «κλειδί»: Οι λέκτορες (σε ποσοστό 80%) και οι μεταδιδακτορικοί ερευνητές (σε ποσοστό 66%) είναι οι πιο πρόθυμοι να επιστρέψουν, ιδίως αν τους προσφερθούν θέσεις καθηγητών πλήρους απασχόλησης (52%) με δίκαιη αμοιβή.
Το ενδιαφέρον είναι μεγαλύτερο από τον Καναδά (72%) και την Αυστραλία (67%), με τους ακαδημαϊκούς ελληνικής καταγωγής από τις χώρες αυτές να δείχνουν «μεγαλύτερο ενθουσιασμό».
Σημαντικό είναι ωστόσο ότι, όπως επισημαίνεται, «πολλοί από αυτούς δεν έχουν ζήσει ή σπουδάσει ποτέ στην Ελλάδα … γεγονός που υποδηλώνει ότι οι πολιτιστικοί και οικογενειακοί δεσμοί εξακολουθούν να παίζουν σημαντικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων».
Βέβαια, το μισθολογικό και η χρηματοδότηση της έρευνας, όπως προαναφέρθηκε δεν είναι αμελητέα ζητήματα.
Σύμφωνα με το «Δέον», ενώ ορισμένοι από το σύνολο αυτών που απάντησαν θα δέχονταν τα σημερινά επίπεδα μισθών στην Ελλάδα (32% θα δέχονταν 2.250 ευρώ μηνιαίως, περί τα 3.700 δολάρια Αυστραλία), ένα σημαντικό ποσοστό (36%) αναμένει τουλάχιστον 7.500 ευρώ μηνιαίως (12.350 δολάρια Αυστραλίας), ιδίως όσοι προέρχονται από τις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Αυστραλία.
Εκείνοι που δε φαίνονται ιδιαίτερα πρόθυμοι να επαναπατριστούν –τουλάχιστον επί του παρόντος– είναι όσοι διαμένουν στην Ελβετία, την Ολλανδία ή τη Σουηδία, αλλά και όσοι έχουν κάνει μεταπτυχιακό στην Ελλάδα, όσοι βρίσκουν τα κονδύλια έρευνας ανεπαρκή ή είναι των κλάδων της Πληροφορικής και της Μηχανικής.
Ως προς τα κίνητρα για την επιστροφή ήταν: Οικογενειακοί και προσωπικοί λόγοι (25%), Κοινωνική ζωή και πολιτισμός (14%), Επιθυμία συνεισφοράς στην Ελλάδα (21%)
Αρνητικοί παράγοντες ήταν: Χαμηλοί μισθοί (77%), Γραφειοκρατία και διακυβέρνηση πανεπιστημίων (71%), Χαμηλή χρηματοδότηση έρευνας (65%), Ελλειψη αξιοκρατίας (69%).
Στα θετικές για την τρέχουσα κατάσταση των ελληνικών ΑΕΙ ήταν το επίπεδο των φοιτητών (61% θετική αξιολόγηση) και το επίπεδο των καθηγητών (53% θετική αξιολόγηση).
Στα αρνητικά ήταν οι μισθοί (77% αρνητική αξιολόγηση), η χρηματοδότηση έρευνας (65% αρνητική αξιολόγηση) και η γραφειοκρατία/αξιοκρατία (69% και 71% αρνητική αξιολόγηση).
ΠΕΡΙ ΦΥΓΗΣ
«Για χρόνια, η Ελλάδα παρακολουθούσε λαμπρά ακαδημαϊκά ‘μυαλά’ της που έφυγαν να χτίζουν επιτυχημένες καριέρες στο εξωτερικό, αφήνοντας ένα κενό στα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά της ιδρύματα», ανέφερε το «Δέον».
«Μόνο μεταξύ του 2010 και του 2016, περισσότεροι από 427.000 άνθρωποι εγκατέλειψαν την Ελλάδα, πολλοί από αυτούς με υψηλό μορφωτικό επίπεδο».
«Με τη χώρα να ανακάμπτει από την οικονομική κρίση και να προωθεί σημαντικές μεταρρυθμίσεις (όπως ο νόμος 5094 του 2024, ο οποίος επιτρέπει για πρώτη φορά μη κρατικά πανεπιστήμια), υπάρχει μια πραγματική ευκαιρία να φέρουμε πίσω κάποια ταλέντα».
«Αλλά το μεγάλο ερώτημα παραμένει: Θέλουν οι Έλληνες ακαδημαϊκοί να επιστρέψουν; Και αν ναι, τι θα χρειαστεί για να τους πείσουμε;».
«Για να απαντήσει στο ερώτημα αυτό, το Deon Policy Institute διεξήγαγε τη μεγαλύτερη έρευνα που έχει γίνει ποτέ σε Έλληνες ακαδημαϊκούς οι οποίοι απασχολούνται σε πανεπιστήμια του εξωτερικού».
ΠΕΡΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ
Το Ινστιτούτο υπογράμμιζε ότι οι ακαδημαϊκοί της ελληνικής Διασποράς «κατέχουν πολύτιμη τεχνογνωσία που θα μπορούσε να προωθήσει την καινοτομία, να ενισχύσει την ερευνητική παραγωγή και να αναβαθμίσει τη φήμη της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης».
«Η επιστροφή τους αποτελεί επίσης μια ευκαιρία να ενισχυθούν οι δεσμοί μεταξύ ελληνικών και παγκόσμιων ιδρυμάτων, προωθώντας τη συνεργασία και τοποθετώντας την Ελλάδα ως ηγέτη στην περιοχή».
«Για να γίνει αυτό το όραμα πραγματικότητα, πρέπει να δοθεί έμφαση στην άρση των εμποδίων, όπως οι χαμηλές αμοιβές και η γραφειοκρατία, ενώ παράλληλα να δημιουργηθούν ευκαιρίες για νέους ακαδημαϊκούς να χτίσουν μία καριέρα που θα ανθίσει στην Ελλάδα».
Ως εκ τούτου, το Deon Policy Institute καταθέτει 5 προτάσεις:
-Μείωση της γραφειοκρατίας (στις προσλήψεις και τη διοίκηση)
-Μείωση του νεποτισμού και της πολιτικής επιρροής
-Αύξηση των κρατικών επενδύσεων στα πανεπιστήμια
-Βελτίωση της κουλτούρας εργασίας/συνθηκών
-Βελτίωση της ασφάλειας και της προστασίας των πανεπιστημιουπόλεων
ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Το Ινστιτούτο απευθύνθηκε σε ακαδημαϊκούς ελληνικής καταγωγής που εργάζονται σε ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εκτός της Ελλάδας.
Προκειμένου να διεξαχθεί η έρευνα, δημιουργήθηκε ένα δειγματοληπτικό πλαίσιο 3.879 ακαδημαϊκών από 84 πανεπιστήμια από 15 χώρες.
Ενημερώθηκαν σχετικά μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και στο χρονικό διάστημα που τεθηκε για τη συλλογή δεδομένων.
Το τελικό δείγμα περιλάμβανε 494 απαντήσεις από ακαδημαϊκούς ελληνικής καταγωγής, από 106 πανεπιστήμια σε 19 χώρες.
Το επίπεδο των συμμετοχής, ανέφερε το «Δέον» ήταν πολύ υψηλότερο από το του μέσου όρου του κλάδου που είναι 5-7%. για αυτόν τον τύπο έρευνας (περίπου 200 έως 250 απαντήσεις).
Οι 494 απαντήσεις αντιστοιχούσαν σε μεγάλο βαθμό στο αρχικό πλαίσιο από την άποψη του φύλου, του τμήματος και της βαθμίδας του πανεπιστημίου, αλλά παρουσίασε μικρές αποκλίσεις ως προς την ακαδημαϊκή θέση και την κατανομή των χωρών.
Παρόλο που το τελικό δείγμα ήταν αρκετά μεγάλο τα αποτελέσματα μπορεί να μην είναι «γενικεύσιμα για το σύνολο», δεδομένων ορισμένων από τους περιορισμούς της έρευνας αυτής, επισήμανε το «Δέον», καταλήγοντας ότι «τούτου λεχθέντος, η έρευνα αποτελεί μια πρώτη προσπάθεια τεκμηρίωσης των χαρακτηριστικών των Ελλήνων ακαδημαϊκών ελληνικής Διασποράς και το ενδιαφέρον τους να μετακομίσουν στην Ελλάδα για να εργαστούν στον ακαδημαϊκό χώρο».
Ως προς τους συμμετέχοντες στην έρευνα ήταν ηλικίας 26-35 ετών το 23%, 36-45 ετών το 28%, 46-55 ετών το 22%, 56-65 ετών το 16% και 66-75 το 7%.
Το 77% ήταν παντρεμένοι ή σε σοβαρή σχέση και το 44% δεν είχαν παιδιά.
Σύμφωνα πάντα με την έρευνα του «Δέον», την οποία επέβλεψε η εκτελεστική διευθύντρια του Ινστιτούτου Αφροδίτη Ξύδη, μαζί με την Κορίνα Αναγνωστοπούλου, συνεργάτιδα του Deon Policy Institute και σύμβουλος Πολιτικής στη Μασαχουσέτη:
Ως προς τη σχέση με την Ελλάδα, το 84% απάντησε ότι είναι Έλληνες πολίτες, αλλά ένα μη αμελητέρο ποσοστό (16%) που βρίσκονταν κυρίως στον Καναδά και την Αυστραλία δήλωσαν ότι έχουν ελληνική καταγωγή, αλλά ότι υπηκοότητα.
Ακόμα, η πλειοψηφία των Ελλήνων ακαδημαϊκών της Διασποράς που συμμετείχε στην έρευνα ζει σήμερα σε αγγλόφωνες χώρες (69%), καθώς το 30% βρίσκεται στις Ηνωμένες Πολιτείες, 26% στο Ηνωμένο Βασίλειο, 8% στην Αυστραλία και 5% στον Καναδά.
Σημαντικό ποσοστό ζει σε ευρωπαϊκές χώρες εκτός από Ηνωμένο Βασίλειο, με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση στη Σουηδία (7%), και τη Γερμανία (7%), ακολουθούμενη από τη Ελβετία 4,6%) και τις Κάτω Χώρες 4,2%).
Αυτοί που συμμετείχαν στην έρευνα απασχολείται σε συντριπτικό ποσοστό στο STEM (Science, Technology, Engineering, Mathematics – Επιστήμη, Τεχνολογία, Μηχανική, Μαθηματικά).
Ειδικά στις Βιοεπιστήμες (Life Sciences), στην Ιατρική ήταν ένα 10%, το μεγαλύτερο ποσοστό, ακολουθούμενη από τη Βιολογία και άλλες Βιοεπιστήμες (7%) και τις Επιστήμες Υγείας (5%).
Διαπιστώθηκε επίσης ότι πολλοί Έλληνες επιστήμονες εργάζονται σε κορυφαία πανεπιστήμια, με το 31% των ερωτηθέντων να είναι σε εκπαιδευτικά ιδρύματα που κατατάσσονται από την 1η έως την 25η θεση διεθνώς, σύμφωνα με την κατάταξη QS University Rank 2024.
*Το Ινστιτούτου Πολιτικής «Δέον» (δέον, το [δéon]: απαραίτητο, σωστό, κατάλληλο) «συστήνεται» ως μια μη κομματική δεξαμενή σκέψης που διαμορφώνει ενεργά την ελληνική πολιτική και συμβάλλει στο δημόσιο διάλογο: «Στόχος μας είναι να οργανώσουμε και να μετατρέψουμε την ελληνική Διασπορά σε καταλύτη για την πρόοδο και την ευημερία της Ελλάδας. Ιδρυθήκαμε από μια ομάδα Ελλήνων ακαδημαϊκών, επιχειρηματιών και νέων επαγγελματιών που ήθελαν να αξιοποιήσουν την τεχνογνωσία τους για να υποστηρίξουν την Ελλάδα στην πορεία ανάκαμψης και εκσυγχρονισμού της».