ΜΕΡΟΣ Β’
Στο πρώτο μέρος μεταφέραμε τη γενική εικόνα της Αυστραλίας, εν έτει 1916, όπως την είδαν οι συγγραφείς του βιβλίου «Η Ζωή εν Αυστραλία». Πρόκειται για σωρεία πληροφοριών που μερικές φορές αγγίζει τα όρια της γλαφυρότητας, χωρίς, εντούτοις, να αφαιρεί, ούτε στο ελάχιστο, από την αξία τους.
Στη συνέχεια, οι συγγραφείς – Γ. Κένταυρος, Κοσμάς και Εμμανουήλ Ανδρόνικου – δίνουν συνοπτικές μεν ουσιαστικές δε εικόνες των Ελλήνων στην Αυστραλία στις αρχές του περασμένου αιώνα.
Η διάθεση και η πρόθεση να εστιάσουν το ενδιαφέρον τους – και, στη συνέχεια, να ελκύσουν αυτό του αναγνώστη – στα θετικά σημεία του χαρακτήρα και της πορείας των 216 ατόμων που παρουσιάζουν σε σύντομα, κατά το πλείστον, βιογραφικά κείμενα, είναι καταφανής.
Φωτογραφίες προσώπων και καταστημάτων κυριαρχούν στις σελίδες του βιβλίου, αποκαλύπτοντας εντονότερα την έμφαση που επιδιώκουν να δώσουν οι συγγραφείς στα επιτεύγματα των Ελλήνων στους οποίους αναφέρονται.
Εντυπωσιάζει, επίσης, η γενική αναφορά συνήθως σε «καταστήματα», χωρίς να δίνονται ειδικές πληροφορίες για το είδος των επιχειρήσεων.
Οι γενικεύσεις σε χαρακτηρισμούς ατόμων είναι έκδηλες, όπως και η τάση υπερβολής στην προς τα έξω εικόνα που προβάλλουν στην πλατύτερη Αυστραλιανή κοινωνία.
Στον πρόλογο των βιογραφικών κειμένων , δίνεται μια γενική εικόνα του Έλληνα στην Αυστραλία. Ο τίτλος «Ο εν Αυστραλία Έλλην».
«Ο Έλλην εξεταζόμενος από εμπορικής απόψεως χαίρει άκρας υπολήψεως και εμπιστοσύνης, δι’ ό και λίαν ταχέως επιδίδεται εις επιχείρισιν. Δυνάμεθα να είπωμεν ότι η εν Αυστραλία διαμονή και εν γένει εγκατάστασις αυτού χρησιμεύει ως πλήρης διαφήμισις του Ελληνικού ονόματος».
Στη συνέχεια, θα πει ότι όπου και να πάει κανείς σε οποιαδήποτε πόλη ή κωμόπολη, ιδίως στη Ν.Ν.Ουαλία, είναι αδύνατο να μη συναντήσει ελληνικό κατάστημα «διακρινόμενο των άλλων ομοίων του επί καθαριότητι, καλαισθησία και κομψότητι. Έκαστος εν γένει Έλλην της Αυστραλίας είναι φιλότιμος, απαγορεύει την επ’ ουδενί λόγω ελαχίστην προσβολήν κατά του Έθνους του, του Βασιλέως του, και παντός Ελληνικού».
Τα γραμματικά και εκφραστικά λάθη, στην αναδημοσίευση δεν διορθώθηκαν, θα πει ο συντάκτης της έκδοσης Γ. Πούλος, στοχεύοντας στη διατήρηση της αυθεντικότητας των κειμένων.
ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΕΛΛΗΝΩΝ
Στον πρόλογο θα υπογραμμίσει ότι οι Έλληνες με τη διορατικότητα και την οξυδέρκεια που τους διακρίνει, επιλέγουν τις πιο κατάλληλες θέσεις για τα καταστήματά τους, γεγονός στο οποίο οφείλεται η επιτυχία και η πρόοδός τους σε σύντομο χρονικό διάστημα. Τονίζεται ότι οι Έλληνες επιχειρηματίες «είναι τέλειοι γνώσται της τε γλώσσης, και των εν γένει απαραιτήτων εφοδίων διά την εργασίαν εις ήν επιδίδονται».
Παρέκκλιση από την εξύμνηση των προσόντων των Ελλήνων επιχειρηματιών, αποτελεί ίσως η παράγραφος η οποία αναφέρεται στη συνήθεια ορισμένων Ελλήνων να ανοίγουν μαγαζί δίπλα ή απέναντι εκείνου άλλου ομογενούς, πράγμα το οποίο γίνεται αφορμή «αντεκδικήσεων, εχουσών ως αποτέλεσμα ενίοτε την καταστροφήν αμφοτέρων».
Αξίζει να δούμε στην αυθεντική της μορφή, την άποψη των συγγραφέων για τα χρήματα που αποκτούσαν οι Έλληνες στην Αυστραλία: «Πρέπει να ομολογήσωμεν ότι τα εν Αυστραλία αποκτώμενα χρήματα είναι τα εντιμότερα, διότι αποκτώνται διά κόπων, μόχθων, αγανακτήσεων και πολλάκις στερήσεων και αποξενώσεως εκ της κοινωνικής ζωής».
Η αρχή των βιογραφικών κειμένων θα γίνει με τον ευεργέτη και κύριο, ως φαίνεται, χορηγό του βιβλίου, τον Ιωάννη Δ. Κομηνό, ο οποίος ήταν τότε επίτιμος πρόεδρος Ελληνικής Κοινότητας Ν.Ν.Ουαλίας.
«Απλούς, Μετριόφρων, Μεγαλούργημα Εμπορικής Ιδιοφυΐας, ανεξάντλητος πηγή Αγαθοεργίας και Φιλοπατρίας, τύπος Οικογενειάρχου και Προστάτου, παρουσιάζεται εις το Πανελλήνιον ο Σεβαστός Επίτιμος Πρόεδρος της εν Ν.Ν.Ο. Ελληνικής Κοινότητος, κ. Ιωάννης Δ. Κομηνός. Ούτος είναι ο πλουσιότερος των εν Αυστραλία Ελλήνων».
Στη συνέχεια θα πει ότι εκείνο το οποίο θα πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα είναι ότι ο κ. Κομηνός έχει ελάχιστες γραμματικές γνώσεις και μέχρι που κατατάχθηκε στο στρατό για την στρατιωτική του θητεία, εργαζόταν στον Πειραιά ως λιμενεργάτης.
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ
Ο δρόμος προς την Αυστραλία, άνοιξε τυχαία, μετά από μια επιστολή και χρήματα που του έστειλε ο μεγαλύτερος αδελφός του, Αθανάσιος, με τον οποίον είχε χάσει επαφή εδώ και χρόνια.
Εξιστορεί την οικονομική άνοδο του Ιωάννη Κομηνού, όχι μόνο στο Σίδνεϊ, αλλά και στην Κουηνσλάνδη, χάρη στην εργατικότητα και την ευφυΐα του: «Από της εποχής εκείνης, ήτοι από του έτους 1897, δια των εμπορικών του ιδιοφυιών και εφευρέσεων, άρχεται η καταπληκτική αύξησις της περιουσίας του, ως και η εις τα διάφορα μέρη της Ν.Ν.Ο. και Κουηνσλάνδης αποκατάστασις πλείστων ομογενών, όντων σήμερον πλουσίων.
Ουδείς δύναται να αμφισβητήσει ότι αρκετοί ομογενείς ευρίσκονται ήδη εν καλή καταστάσει, τη αρχική συνδρομή, επιβλέψει και νουθεσία του κ. Ι. Κομηνού».
Συνεχίζοντας να πλέκει το εγκώμιο του επιτυχημένου επιχειρηματία, θα μάς πληροφορήσει ότι είναι ο πρώτος Έλληνας που ίδρυσε στην Αυστραλία εταιρία, ένας ξεχωριστός ηγέτης που έδειχνε πατρικό ενδιαφέρον για οποιονδήποτε ομογενή. Θα αναφερθεί στις δωρεές που έκανε, σταματώντας στην εκκλησία του Σίδνεϊ, στα διάφορα νοσοκομεία στα οποία φρόντιζε να μπαίνουν ασθενείς ομογενείς για θεραπεία, καταλήγοντας ότι είναι «δωρητής του Έθνους και ένθερμος υποστηρικτής και θιασώτης παντός αγαθοεργού σκοπού. Πατήρ του καθ’ όλην την Ν.Ν.Ο. Ελληνισμού και ειλικρινής σύμβουλος και ποδηγέτης παντός ομογενούς».
Η υπερβολή είναι εμφανής, παρότι, στη συνέχεια δίνονται συγκεκριμένες πληροφορίες και λεπτομέρειες της δράσης και της προσφοράς του Ι. Κομηνού.
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΛΕΚΑΤΣΑΣ
Στον ίδιο τόνο γίνεται η παρουσίαση του Αντώνη Λεκατσά, προέδρου της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης.
«Μοναδική εμπορική ιδιοφυΐα. Αυτή είναι η πιο κατάλληλη λέξη για να περιγράψει κανείς τον αξιότιμο πρόεδρο της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης κ. Αντώνιον Λεκατσά. Παλιός βιοπαλαιστής και μέγας επιχειρηματίας σήμερα, κατόρθωσε χάρις στην τόλμη και τις ικανότητές του, μέσα σε 24 χρόνια να γίνει πάμπλουτος».
Θα δώσει στοιχεία της καταγωγής του, λέγοντας ότι γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1863 και παντρεύτηκε στη Μελβούρνη το 1892 Αγγλίδα, η οποία βαφτίστηκε χριστιανή ορθόδοξη. Υπογραμμίζει το ρόλο που έπαιξε η σύζυγός του στις επιχειρήσεις του, ενθαρρύνοντας πάντα τα τολμηρά διαβήματά του.
Τονίζει την υλική και ηθική στήριξη του Λεκατσά στην ίδρυση του πρώτου ναού της Μελβούρνης, του Ευαγγελισμού, καταλήγοντας ότι «αν και πολυάσχολος, ουδέποτε αρνείται την πρόθυμον ευγενή και αγαθοεργόν αυτού σύμπραξιν, εις πάντα ιερόν κοινωφή εθνικόν σκοπόν. Είναι μετριόφρων, γλυκύς τους τρόπους και εις άκρον διαλλακτικός. Κατά δε τας εκάστοτε αναφυομένας διαφοράς, κατορθώνει πάντοτε να συγκρατεί εν ζηλευτή αρμονία και αλληλεγγύη την Ελληνικήν Κοινότητα Μελβούρνης».
ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ
Σε όλα τα βιογραφικά προφίλ των Ελλήνων που φιλοξενούνται στην έκδοση, κυριαρχούν τα στοιχεία της φιλοπατρίας, της εργατικότητας, της αγαθοεργίας, της οικονομίας στα πρώτα στάδια του επαγγελματικής πορείας, της στήριξης και προστασίας των νεοφερμένων και η αλματώδης πρόοδος.
Το τελευταίο, δεν υπάρχει αμφιβολία, παρά τον ισχυρισμό του συγγραφέα για το αντίθετο, ότι θα λειτούργησε ως δυνατό κίνητρο για πολλούς, κατά το πλείστον Κυθηρίους, να πάρουν τη μεγάλη απόφαση για το υπερπόντιο ταξίδι.
Φωτογραφίες των επιβλητικών «καταστημάτων», όπως αναφέρονται στο βιβλίο, αναφορές στον πλούτο και την κοινωνική υπόσταση των ατόμων τα οποία είχαν, ως φαίνεται, επιλεγεί προσεχτικά ώστε να ταιριάζουν στην εικόνα του επιτυχημένου Έλληνα εν Αυστραλία, πρέπει να έπαιξαν βασικό ρόλο στην αύξηση των Ελλήνων μεταναστών, ιδιαίτερα στη Ν.Ν.Ο. στις αρχές του περασμένου αιώνα.
Η επανέκδοση σήμερα και η μετάφραση στην αγγλική αποτελούν μια θαυμαστή πρωτοβουλία η οποία αξίζει να υποστηριχτεί. Το βιβλίο «Η Ζωή εν Αυστραλία 1916» με όλες τις γλωσσικές και άλλης φύσης αδυναμίες, δεν παύει να είναι ένα αξιόλογο ιστορικο-κοινωνικό ντοκουμέντο το οποίο μπορεί να χρησιμεύσει ως πολύτιμο εργαλείο στα χέρια του μελλοντικού ερευνητή.
Συγχαρητήρια στους εμπνευστές της ιδέας Άγγελο Νοταρά, Τζέϊμς Πρινέα και Γιώργο Πούλο.
Η παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει στο Σίδνεϊ στις 9 Δεκέμβρη.