Κι ενώ -έχοντας τελειώσει το Λύκειο- προσπαθούσα να «ζυγίσω» κατά πόσο μπορούσα να συγκεράσω το δημοσιογραφιλίκι με το συγγραφιλίκι (το μεγάλο μου ντέρτι), μια καλή πρωία, χωρίς να το καταλάβω, βρίσκομαι διορισμένος σε μια… Τράπεζα! Συγκεκριμένα στην Commercial Banking Company of Sydney, που βέβαια έχει εξαφανισθεί προ πολλού από το χάρτη, καθότι την… καταράστηκα! Πώς κατέληξα εκεί; Κατ’ αρχήν, δεν ήταν εντελώς δική μου επιλογή. Χωρίς να το περιμένω μου πρόσφεραν τη θέση στο πιάτο. Εξηγούμαι: Την εποχή εκείνη (τέλη του ’60 – αρχές του ’70) όντως… δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα. Διότι στρατολογούσαν μαθητές, πριν καν τελειώσουν το Λύκειο, για να κάνουν καριέρα στον τραπεζικό κλάδο. Χωρίς καμιά προϋπόθεση – κάτι που σήμερα φαντάζει αδιανόητο. Μια απλή αίτηση αρκούσε. Αφού είχαν έρθει στο σχολείο και τα περισσότερα παιδιά συμπλήρωναν την αίτηση, σκέφτηκα ότι δεν θα έχανα τίποτα να τα μιμηθώ κι εγώ. Η εξέλιξη; Να με διορίσουν από τους πρώτους!
Επειδή τα χρήματα δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητα, κι επειδή – στην αρχή τουλάχιστον – δύσκολα θα έβρισκα φουλ-τάιμ δουλειά σε εφημερίδα, όπως επιθυμούσα, δέχτηκα, αλλά με βαριά καρδιά. Ψυχολογικά ήταν ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να μου συμβεί. Αν κι έκανα γραφική δουλειά και το περιβάλλον ήταν (φαινομενικά τουλάχιστον) πολιτισμένο, απλούστατα δεν ταίριαζε στον ψυχισμό και την ιδιοσυγκρασία μου. Εκτός αυτού, υπήρχε και ρατσισμός. Μου απαγόρευαν π.χ. να μιλώ Ελληνικά με Έλληνες πελάτες που δεν ήξεραν γρι Αγγλικά! Για τέτοια ανεγκεφαλικότητα μιλάμε. Άλλο: Μια μέρα ένας νεαρός Αυστραλός συνάδελφος με ρώτησε, εμβρόντητος και με αποτροπιασμό, γιατί εμείς οι Έλληνες… σκοτώσαμε τον σπουδαιότερο φιλόσοφό μας, τον Σωκράτη, λες κι ευθυνόμουν προσωπικά γι’ αυτό, σαν να του έδωσα εγώ να πιει το κώνειο!… Ήταν λοιπόν ένα πολύ άσχημο, ψυχοπλακωτικό, αντιδημιουργικό περιβάλλον. Ίσως φταίει και το ότι από παιδί μισούσα τους αριθμούς, τα μαθηματικά, τους λογαριασμούς, και σιχαινόμουν να… αγγίζω χρήματα (κέρματα και χαρτονομίσματα!). Ειλικρινά απορώ πώς έκαναν τραπεζική καριέρα κορυφαίοι λογοτέχνες, όπως ο Τ.Σ. Έλιοτ αλλά και δικοί μας: ο Ηλίας Βενέζης, η Κική Δημουλά, ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος και άλλοι. (Σήμερα καταλαβαίνω απολύτως γιατί πέθανε τόσο νέος ο μεγαλύτερος, για μένα, συγγραφέας της σύγχρονης ανθρωπότητας – ο Φραντς Κάφκα. Τον έφαγε, αναμφίβολα, το δημοσιοϋπαλληλίκι, έστω κι αν δεν εργάστηκε ποτέ σε Τράπεζα).
Και τι δεν έκανα για να με… διώξουν: αργούσα τα πρωινά, πήγαινα αξύριστος και έκανα λάθη. Μόνο… διάρρηξη που δεν σκέφτηκα να κάνω! Κανένα αποτέλεσμα. (Ευλόγως θα αναρωτηθείτε: γιατί δεν έφευγα; Πρώτον, διότι έπρεπε να αποταμιεύσω κάποια χρήματα. Δεύτερον, το θεωρούσα κάτι σαν λιποταξία που θα μου δημιουργούσε ενοχές. Τρίτον, επειδή ήξερα ότι ουσιαστικά δεν έφταιγε η δουλειά αλλά εγώ ο ίδιος, με τις δημιουργικές ανησυχίες και ιδιορρυθμίες μου). Τελικά, όχι μόνο δεν με απέλυσαν, όπως διακαώς επιθυμούσα και προσδοκούσα, αλλά με… επιβράβευσαν κι από πάνω με προβιβασμό! Και τότε ήταν που, για να μην παραφρονήσω εντελώς, τους ευχαρίστησα για την τιμή που μου έκαναν υποβάλλοντας την άλλη μέρα την παραίτησή μου. Μπορεί να ακούγονται κάπως μυθιστορηματικά όλα αυτά, αλλά όντως συμβαίνουν και «κυνηγούν» τους συγγραφείς, όπως αρέσκεται να μου υπενθυμίζει ο -κατά την προσφιλή του έκφραση- «παλαιόθεν φίλος» και σπουδαιότερος εν ζωή πεζογράφος μας Θανάσης Βαλτινός.
Ουδέν κακόν αμιγές καλού όμως. Επειδή ήμουν εξαιρετικά καλός αποταμιευτής, κατά την τριετή παραμονή μου στην Τράπεζα, κατάφερα να κάνω ένα γερό κομπόδεμα που φούσκωσε σαν ζυμάρι με το προζύμι των δύο σεβαστών προκαταβολών που πήρα, στο μεταξύ, από τον Αυστραλό εκδότη που προανέφερα. Το απίστευτο είναι ότι, παρ’ ότι εργαζόμουν φουλ-τάιμ, συνέχιζα να γράφω ακατάπαυστα και να δημοσιεύω συστηματικά. Πού έβρισκα το χρόνο; Τα βράδια και, κυρίως, τα Σαββατοκύριακα. Είπαμε, ήμουν ερωτευμένος με τη λογοτεχνία. Και «ερωτευμένος» χωρίς θυσίες δεν νοείται. Το ακόμα πιο απίστευτο (και σχεδόν φανταστικό) είναι ότι τον τρίτο και τελευταίο χρόνο παραμονής μου στην Τράπεζα, έτυχε να γνωρίσω συμπτωματικά τον τότε πασίγνωστο Αυστραλό συγγραφέα (του μυθιστορήματος A Bunch of Ratbags) Γουίλιαμ Ντικ, στο υποκατάστημα του Άμποτσφορντ όπου ήταν πελάτης. Αυτός, με δική του πρωτοβουλία, με σύστησε στον Αυστραλό εκδότη του (Gold Star). Τους εντυπωσίασε η υπόθεση του μυθιστορήματός μου (που διάβασαν σε σύντομη περίληψη, αφού δεν είχε μεταφραστεί στα Αγγλικά) και μου πρόσφεραν αμέσως συμβόλαιο. Ένα μοναδικό στα παγκόσμια εκδοτικά χρονικά γεγονός: να προαγοράζεται μυθιστόρημα ενός νεαρότατου, άγνωστου, μη αγγλόφωνου συγγραφέα, χωρίς να έχουν καν διαβάσει το χειρόγραφο!
Το τρίτο απίστευτο συμβάν που μου συνέβη εκείνη την περίοδο, και το οποίο αυτή τη φορά μου άνοιξε διάπλατα το δρόμο στη δημοσιογραφία, είναι το εξής: Ένα χρόνο πριν παραιτηθώ από την Τράπεζα, κι ενώ δούλευα ακόμα στο υποκατάστημα της Χάι Στριτ στο Νόρθκοτ, λαβαίνω απροσδόκητα ένα τηλεφώνημα στο γραφείο από γνωστότατο διευθυντή ελληνικής εφημερίδας (κάτι σαν… ημίθεος τότε, τουλάχιστον στα δικά μου νεανικά μάτια) ο οποίος ζήτησε να με δει κατεπειγόντως. (Σημ.: [i] Ήταν το ίδιο άτομο το οποίο, όταν κυκλοφόρησε το παρθενικό μου βιβλίο «Σκιαγραφίες του κόσμου» [1973], το υποδέχτηκε με το εξής μνημειώδες σχόλιο/κριτική: «Εκυκλοφόρησε το βιβλίο ενός νέου λογοτέχνη της Παροικίας μας του κ. Γιάννη Βασιλακάκου. Το βιβλίο αποτελεί μια καλή προσπάθεια που πρέπει να υποστηριχθή απ’ τους φίλους των Γραμμάτων. Άλλωστε η σχετική διαφήμιση, σε άλλη εφημερίδα, αναφέρει ότι περιέχει δέκα από τα πιο γλαφυρά πεζά που γράφτηκαν ποτέ κι ότι πρόκειται για ένα πλούσιο, πρωτότυπο, αξέχαστο, στιλπνό, προκλητικό, ευανάγνωστο, συναρπαστικό, ενδιαφέρον, δυναμικό, γοητευτικό, σαφές και σπουδαίο έργο. Καλά και άγια όλα αυτά, εκείνο όμως που δεν καταλαβαίνομε είναι το “που γράφτηκαν ποτέ”. Μπας κι ήλθε καιρός να παραμερισθούν όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς, απ’ τον Όμηρο έως τον Καζαντζάκη;”» [14-7-1973]. [ii] Τελικά ομολογώ ότι δεν φρόντισα ούτε κατάφερα να… παραγκωνίσω έως σήμερα κανέναν ομότεχνό μου (από τον «Όμηρο έως τον Καζαντζάκη») διότι απλούστατα δεν θα είχα από ποιον να πάρω τη σκυτάλη, αφού η λογοτεχνία είναι αγώνας σκυταλοδρομίας. Σαράντα πέντε χρόνια αργότερα, εικάζω ότι η ένστασή του ενδέχεται να οφείλεται, όχι σε κακεντρέχεια αφού λέει και μια καλή κουβέντα, αλλά στο ότι η «διαφήμιση» που επικαλείται (και για την οποία δεν θυμάμαι ποιος ευθύνεται τελικά), δεν πήγε στη δική του αλλά σε άλλη εφημερίδα! Μετά από δεκαετίες, παροικιακός φορέας του οποίου ηγείτο το ίδιο άτομο θα με βράβευε δύο φορές. Σύμφωνα με τα τιμητικά διπλώματα που μου απένειμαν, την πρώτη «για την καλύτερη προσφορά στον τομέα των Γραμμάτων και ιδιαίτερα για την υψηλή του απόδοση στο χώρο της λογοτεχνίας μέσα και έξω απ’ τα όρια της παροικίας [1987]». Τη δεύτερη «για την ευρύτερη εφετεινή αναγνώρισή του στους λογοτεχνικούς κύκλους του εξωτερικού» [1991]»! Προφανώς από τότε είχε μύτη λαγωνικού. Τον ευχαριστώ από καρδιάς. Και όχι μόνο για τις βραβεύσεις/διακρίσεις. Περισσότερο όμως τον εκτιμώ για τα πάντα καίρια και οξυδερκή παρεμβατικά του κείμενα για την ομογένεια. Όπως και για το γεγονός ότι δεν διστάζει να τα «χώνει» αγρίως σε κάποιους φαιδρούς ψευτοπαράγοντες του πολιτιστικού χώρου της παροικίας). Τέλος παρένθεσης.
Επανέρχομαι: Ομολογώ ότι ένιωσα σαν να με είχε καλέσει τουλάχιστον ο… Governor General! Κλείσαμε ραντεβού την επομένη ή μεθεπομένη σ’ ένα γειτονικό καφέ της Χάι Στριτ Νόρθκοτ. Μπήκε αμέσως στο «ψητό» χωρίς περιστροφές. Μου πρότεινε αυτό που ονειρευόμουν για τόσο καιρό: να εργαστώ φουλ-τάιμ στην εφημερίδα που διηύθυνε, και με την οποία συνεργαζόμουν-, που την εποχή εκείνη μεσουρανούσε (κυκλοφοριακά) σε όλη την Αυστραλία. Αιτιολογικό; Η «γερή πένα μου», όπως είπε, και η συνέχεια και συνέπεια των συνεργασιών μου με τα ελληνικά έντυπα της Αυστραλίας. Πρόσθεσε ότι είχαν εντυπωσιασθεί (αυτός και το «μεγάλο αφεντικό» – κάτι σαν τον “big brother”, ας πούμε…) ιδιαίτερα από ένα κείμενό μου για το θάνατο του νομπελίστα Γιώργου Σεφέρη που είχαν δημοσιεύσει (2.10.1971), γι’ αυτό και ήθελαν πολύ να δουλέψω στο συγκρότημά τους. Λοιπόν; Αποδεχόμουν την πρόταση;…
Σ’ εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία που μισούσα όσο τίποτε άλλο τη δουλειά μου στην Τράπεζα, η πρόταση αυτή μου φάνηκε σαν αληθινό δώρο εξ ουρανού. Ενθουσιάστηκα τόσο πολύ σαν να είχα κερδίσει το λαχείο, αλλά δεν το έδειξα. Τον ευχαρίστησα για την τιμή που μου έκανε, του είπα ότι θα το σκεφτώ και θα του απαντούσα σε μια-δυο μέρες. Τελικά απάντησα… αρνητικά! Την πόρτα που μου είχαν ανοίξει διάπλατα και αναπάντεχα για φουλ-τάιμ καριέρα στη δημοσιογραφία, αποφάσισα να την κλείσω εγώ με τα ίδια μου τα χέρια. Αιτία; Το… ποδόσφαιρο! Τι εννοώ; Ότι ένας -φαινομενικά ανώδυνος- «αστερίσκος» που συνόδευε την πρόταση που μου έγινε, ήταν ότι χρειαζόταν να εργάζομαι και τα Σαββατοκύριακα, βραδινή βάρδια, προκειμένου να λαβαίνω, τηλεφωνικά, τα αποτελέσματα των ποδοσφαιρικών αγώνων από την Ελλάδα, για την έκδοση του φύλλου της Δευτέρας. Αυτός ο «αστερίσκος» ήταν που αποτέλεσε τη μεγάλη τροχοπέδη. Μέγα το δίλημμα, αλλά η απόφασή μου ήταν οριστική και αμετάκλητη. Οποιαδήποτε άλλη θυσία θα ήμουν ίσως πρόθυμος να την κάνω, προκειμένου να ικανοποιήσω το μέγα πάθος μου: να γράφω ελληνικά και να… μυρίζω δημοσιογραφικό χαρτί και μελάνι! Το ξενύχτι όμως δεν το μπορούσα με τίποτα. Ούτε με όλο το χρυσάφι της γης! Έπειτα, ούτε μεγάλη ανάγκη από χρήματα είχα, ούτε τα παιδιά και τα σκυλιά μου έκλαιγαν. Έτσι, οι βλέψεις μου για δημοσιογραφική καριέρα -με την οποία τόσο πολύ είχα ερωτοτροπήσει- είχαν ναυαγήσει οριστικά και άδοξα. Και αιτία ήταν το αναθεματισμένο το ποδόσφαιρο το οποίο έκτοτε μίσησα θανάσιμα. Περισσότερο και από την Τράπεζα!…
Στο μεταξύ, επειδή δυσανασχετούσα τα μέγιστα με τη ζωή στην Αυστραλία, με την οποία ουδέποτε ένιωσα άνετα, κι επειδή η νοσταλγία γινόταν αφόρητα τυραννική, κατάφερα να πείσω τους γονείς μου να επαναπατριστούμε εν έτει 1974 – εννιά χρόνια μετά την άφιξή μας στους Αντίποδες. Κύρια φιλοδοξία μου πλέον ήταν η δημοσίευση, σε ελλαδικό εκδοτικό οίκο, ενός μυθιστορήματός μου αξιώσεων, όπως πίστευα, το χειρόγραφο του οποίου κουβαλούσα τώρα στις αποσκευές μου. (Σημ.: Επρόκειτο για το «Ναυάγησε το SOS» που τελικά κυκλοφόρησε από τον “Σείριο” το φθινόπωρο του 1974, αμέσως μετά την πτώση της Χούντας. Επειδή όμως για τις περιπέτειες αυτού του βιβλίου έχουν ασχοληθεί εκτενώς διάφορα αυστραλιανά έντυπα, όπως π.χ. “The Weekend Sun”, “The Age”, “Outrider” αλλά και ο ομογενειακός Τύπος, δεν χρειάζεται να αναφερθώ εδώ περαιτέρω). Κι ενώ αναχωρήσαμε για μόνιμο επαναπατρισμό, μετά από τρεις μήνες αναγκαζόμαστε να ξαναεπιστρέψουμε στους Αντίποδες (λόγω της ανώμαλης πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα με την επιστράτευση) και των γνωστών γεγονότων στην Κύπρο, τον Ιούλιο του ’74. Η αέναη δυστυχία τού να είσαι Έλληνας…
Με την επιστροφή μας στην Αυστραλία βρίσκω κι εγώ οριστικά πλέον το δρόμο μου. Ολοκληρώνω πανεπιστημιακές σπουδές και ακολουθώ αυτό που ουσιαστικά κι ενδόμυχα αγαπούσα περισσότερο απ’ όλα: την πανεπιστημιακή καριέρα. (Αυτό όμως δεν έγινε προγραμματισμένα. Διότι, αρχικά, πήγα πανεπιστήμιο για να σπουδάσω, να μορφωθώ, να καλλιεργηθώ. Όχι τόσο για επαγγελματικούς λόγους και για να κάνω καριέρα. Δεν ήταν αυτή η προτεραιότητά μου – στην αρχή τουλάχιστον. Προέκυψε στην πορεία. Τότε, απλούστατα, ήμουν ερωτευμένος με τη μάθηση, όπως και με τη λογοτεχνία. Τα άλλα δεν με πολυενδιέφεραν. Το επάγγελμα του πανεπιστημιακού ανέκαθεν το θεωρούσα ιδανικό, πρώτον, διότι είχε μεγάλη αίγλη και κύρος την εποχή εκείνη -ίσως περισσότερο απ’ ό,τι σήμερα- και πολύ καλές απολαβές. Δεύτερον και σημαντικότερο: ο κλάδος που επέλεξα να σπουδάσω και να ειδικευτώ (νεοελληνική και αγγλική λογοτεχνία και μετάφραση) είχε αμεσότατη συνάφεια με τα πνευματικά/λογοτεχνικά μου ενδιαφέροντα, καθώς έπαιζε έναν ουσιώδη συμπληρωματικό ρόλο σ’ αυτά. Αναμφίβολα ήταν ό,τι πιο ταιριαστό, χρήσιμο και απολαυστικό θα μπορούσα να κάνω στη ζωή μου. Κι αυτό διότι η επαγγελματική μου δραστηριότητα σχετιζόταν άμεσα με τη λογοτεχνία. Δηλαδή ό,τι ερευνούσα και δίδασκα θεωρητικά, υλοποιούνταν και πρακτικά δια της συγγραφής και της λογοτεχνικής μςετάφρασης. Η τελευταία έπαιξε τεράστιο και καθοριστικό ρόλο στο συγγραφικό μου βίο. Η σχέση μου με τη μετάφραση υπήρξε -για να παραθέσω τον Πέτρο Μάρκαρη- «σχέση σπουδής και άσκησης. Πάντα είδα, και εξακολουθώ να βλέπω ακόμα, τη μετάφραση ως μια σπουδαία γλωσσική άσκηση. Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη συγγραφή και τη μετάφραση είναι ότι ο συγγραφέας μπορεί κάλλιστα να τα βγάλει πέρα με μία μόνο γλώσσα. Αντίθετα, ο μεταφραστής είναι υποχρεωμένος να κατέχει πολλές» (βλ. «Κατ’ εξακολούθηση», 2η έκδ. Πατάκης, Αθήνα 2007). Έτσι βγήκα κερδισμένος από κάθε άποψη.
Αλλά, μολονότι τελικά δεν ακολούθησα δημοσιογραφική καριέρα (και δεν μετάνιωσα καθόλου γι’ αυτό), ουδέποτε διέκοψα δεσμούς με το δημοσιογραφικό χώρο. Τουναντίον, οι σχέσεις μου ενδυναμώθηκαν περισσότερο μέσα από το νέο μου πόστο (του ακαδημαϊκού), όπως απέδειξε η μετέπειτα συνεργασία μου με πλήθος εντύπων.
*Το τρίτο και τελευταίο μέρος θα δημοσιευτεί προσεχώς