Ο Δημήτρης Καραγιάννης συμπληρώνει έναν αιώνα ζωής.
Γεννημένος στις 10 Απριλίου 1925 στον Κεφαλά Λακωνίας. Η ζωή τού έδειξε από νωρίς το σκληρό της πρόσωπο, καθώς η μητέρα του πέθανε όταν εκείνος ήταν μικρός, αφήνοντας πίσω τρία παιδιά, με τον Δημήτρη να είναι ο μεγαλύτερος. Ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε και απέκτησε άλλα τέσσερα παιδιά.
Μια ανάμνηση που τον συντροφεύει ακόμα είναι από τα χρόνια της Κατοχής. Θυμάται όταν Ιταλοί στρατιώτες που βρίσκονταν στην περιοχή τού πρόσφεραν ένα πιάτο μακαρονάδα. «Η πιο νόστιμη που έφαγα ποτέ στη ζωή μου», λέει μέχρι σήμερα.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΒΗΜΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ
Κάποια χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τη γειτονοπούλα του, την Κανέλλα, και απέκτησαν μία κόρη, την Παναγιώτα. Το 1954, πήρε τη γενναία απόφαση να μεταναστεύσει στην Αυστραλία μέσω της ΔΕΜΕ. Επιβιβάστηκε με την οικογένειά του στο πλοίο Castel Verde και έφτασαν στη Μελβούρνη. Πρώτος σταθμός η Μπονεγκίλα. Ακολούθησε ένα πέρασμα από το Yarraville και άλλες περιοχές, μέχρι να εγκατασταθούν μόνιμα στο Collingwood, όπου και αγόρασαν το πρώτο τους σπίτι.
Εκεί γεννήθηκαν τα άλλα δύο παιδιά της οικογένειας, η Γεωργία και ο Αργύρης. Ένα χρόνο πριν γεννηθεί η Γεωργία, η οικογένεια βίωσε μια τραγωδία. Η επτάχρονη Παναγιώτα, η πρωτότοκή τους κόρη, έχασε τη ζωή της από διάσειση που υπέστη μετά από πτώση.

ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΠΟΡΤΑ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
Ο κύριος Δημήτρης δεν ξέχασε ποτέ την Ελλάδα και την οικογένειά του. Έφερε από τον Κεφαλά την αδελφή του Παναγιώτα και τρεις ακόμη αδελφούς του. Όλοι μαζί ζούσαν σε ένα πολύ μικρό σπίτι στο Collingwood.
Όπως λέει η Γεωργία, όλοι είναι βαθιά ευγνώμονες στον πατέρα της και τη μητέρα της, που τόλμησαν πρώτοι να κάνουν το μεγάλο βήμα και στη συνέχεια άνοιξαν τον δρόμο για τους υπόλοιπους.
Σε κάθε οικογενειακή συγκέντρωση, η κουβέντα αργά ή γρήγορα έφτανε πάντα εκεί – στην πράξη τους να στηρίξουν τους άλλους, στο πώς στάθηκαν δίπλα σε συγγενείς και συγχωριανούς. Ο κύριος Δημήτρης δεν αρκέστηκε στο να προσφέρει στέγη και ασφάλεια. Φρόντιζε για την ευημερία όλων. Έβαζε σκοπό του να τους δει τακτοποιημένους, με οικογένεια και ανθρώπους δίπλα τους. Με φροντίδα και διακριτικότητα, οργάνωνε προξενιά με μεγάλη προσοχή στην επιλογή των κατάλληλων συντρόφων.

ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ
Η οικογένεια ήταν πάντα η προτεραιότητά του. Δούλεψε για 30 χρόνια στη General Motors Holden, στη νυχτερινή βάρδια στο Foundry, ώστε να μη λείψει τίποτα στα παιδιά του και να μορφωθούν. «Θυμάμαι να πηγαίνω στο σχολείο τα πρωινά κι εκείνος να επιστρέφει από τη δουλειά και να συναντιόμαστε στο δρόμο», λέει η Γεωργία, η οποία επίσης θυμάται την απόλυτη ησυχία που επικρατούσε στο σπίτι τις ημέρες για να ξεκουράζεται ο πατέρας της.
Στις παιδικές αναμνήσεις της με πρωταγωνιστή τον πατέρα της πρωτεύουσα θέση κατέχουν οι εκδρομές, τα πικ νικ στο Rye και στο Sorrento, και τα οικογενειακά BBQ με τον πατέρα της να τραγουδάει ελληνικά τραγούδια στη μητέρα της.
Χαρακτηριστικό του κυρίου Δημήτρη είναι η γενναιοδωρία του. Το απέδειξε βοηθώντας και πολλούς συγχωριανούς του, όχι μόνο φέρνοντάς τους στην Αυστραλία, αλλά και φιλοξενώντας τους στο σπίτι του ώσπου να σταθούν στα πόδια τους.
Ο θάνατος της αγαπημένης του Κανέλλας πριν τέσσερα χρόνια, ύστερα από 70 χρόνια κοινής ζωής, παραμένει αξεπέραστος. Ο κύριος Δημήτρης, όπως λέει η κόρη του, συνεχίζει να της μιλά καθημερινά. Η απώλεια της πρωτότοκης κόρης του είναι επίσης ένα ανεπούλωτο τραύμα.

ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΡΑΚΛΗΣ
Η οικογένεια μετακόμισε στο Burwood όταν η Γεωργία ήταν 14 ετών. Ο κύριος Δημήτρης ζει ακόμη εκεί, μόνος του. Είναι ανεξάρτητος και αυτοσυντήρητος: «Του πηγαίνουμε το φαγητό και κάποια κυρία φροντίζει για την καθαριότητα του σπιτιού κι αυτό είναι όλο. Τα πάντα τα κάνει μόνος του», λέει η κόρη του.
Η καθημερινότητα του κυρίου Δημήτρη είναι απλή. Περνά αρκετές ώρες στον κήπο του, καλλιεργώντας τα ζαρζαβατικά του τα οποία χαίρεται να μοιράζεται με τους γείτονές του.
Δεν μετανιώνει που ήρθε στην Αυστραλία. Είναι ευγνώμων για τις ευκαιρίες που του δόθηκαν και για το ότι βοήθησε και άλλους. Το 1990 επισκέφθηκε για πρώτη και μοναδική φορά την Ελλάδα με τη σύζυγό του.
Ο κύριος Δημήτρης έχει τέσσερις εγγονούς και μία εγγονή. Η εγγονή του ετοιμάζεται να παντρευτεί και επιθυμία της είναι να την παραδώσει ο παππούς της. Ο ίδιος ανησυχεί για το βάδισμά του – είναι πια αργό – αλλά η θέλησή του είναι ζωντανή.

Μία ανάμνηση που τον συντροφεύει από τα χρόνια της Κατοχής: ένα πιάτο μακαρονάδα που του έδωσαν Ιταλοί στρατιώτες – «η πιο νόστιμη που έφαγε ποτέ στη ζωή του».
Οι συμβουλές του απλές αλλά ουσιαστικές:
«Πρόσεχε» και «να φροντίζεις τα παιδιά».
Την Κυριακή, η οικογένεια θα τον γιορτάσει όπως του αξίζει – με ένα παραδοσιακό BBQ, με ελληνική μουσική, αναμνήσεις και πολλή αγάπη. Γιατί ο Δημήτρης Καραγιάννης δεν έζησε απλώς έναν αιώνα. Τον φώτισε με την παρουσία, τη φροντίδα και την αφοσίωσή του.


