Η απονομή της Δικαιοσύνης πλέον βρίσκεται στους ώμους της οικογένειας του Θανάση Νικολάου και των νομικών του συμβούλων, μετά το πόρισμα Αθανάσιου-Παπά, το οποίο προτείνει την ποινική δίωξη επτά προσώπων.
Από αυτά, οι τέσσερις περιλαμβάνονταν ήδη στη λίστα διώξεων του πορίσματος Μάτσα-Αλεξόπουλου.
Ακολούθησε η θανατική ανάκριση για τα αίτια του θανάτου του 26χρονου εθνοφρουρού, ο οποίος βρέθηκε νεκρός κάτω από το γεφύρι της Άλασσας τον Σεπτέμβριο του 2005.
Η Δικαστής Ντόρια Βαρωσιώτου αποδέχτηκε «χωρίς κανένα δισταγμό» τη μαρτυρία της παθολογοανατόμου Δήμητρας Καραγιάννη και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος επήλθε από στραγγαλισμό λόγω εγκληματικής ενέργειας.
Η απόφαση αυτή δεν ήρθε από τις αρμόδιες κρατικές αρχές, οι οποίες θα έπρεπε να αναζητήσουν την αλήθεια για τον θάνατο ενός νέου κάτω από τέτοιες συνθήκες, λαμβάνοντας υπόψη τις καταγγελίες για μπούλινγκ και βασανιστήρια στο στρατόπεδο όπου υπηρετούσε, στο οποίο διακινούνταν ναρκωτικά. Αντίθετα, ήρθε μετά από έναν αγώνα 20 ετών από την οικογένεια του Θανάση, η οποία ουδέποτε αποδέχθηκε ότι ο 26χρονος έθεσε τέρμα στη ζωή του.
«Ας γυρίσω στην Κύπρο και ας κάνω στρατό 50 χρόνια» δήλωνε το 2005 ο 26χρονος Θανάσης Νικολάου στη μητέρα του, όταν μάθαινε πως προϋπόθεση για να επιστρέψει από την Αυστραλία μόνιμα στην Κύπρο θα ήταν και η εξάμηνη θητεία του στον στρατό.
Ο ίδιος είχε ήδη κάνει τα σχέδιά του για το μέλλον, με έναν κεντρικό άξονα: να ζήσει στην Κύπρο. Θα δούλευε για λίγο σε ένα αρχιτεκτονικό γραφείο για την εμπειρία, θα ολοκλήρωνε τη θητεία του και στη συνέχεια θα άνοιγε το δικό του γραφείο.
Όλα λοιπόν είχαν δρομολογηθεί. Μόνο μία λεπτομέρεια είχε παραγνωριστεί. Ότι ακόμα και στις αρχές του 2000, το διαφορετικό δεν συγχωρείται. Η ξενική προφορά, η διαφορετική ηλικία, η μειωμένη θητεία και οι χαμηλοί του τόνοι αποτελούσαν προφανώς για μέλη της μονάδας του τον κύριο λόγο εκφοβισμού του.
Από μία σύντομη ματιά στις καταθέσεις που λήφθηκαν μετά τη δολοφονία του, διαπιστώνεται ο συντονισμένος εκφοβισμός που είχε ως αποτέλεσμα να φοβάται να πάρει αυτοκίνητο στη μονάδα του, ακόμα και να κοιμηθεί το βράδυ. Τον φώναζαν καγκουρό, τον έβαζαν να κάνει ερωτική εξομολόγηση σε λάμπα, ενώ όταν έσκυβε να δέσει τα παπούτσια του πίεζαν το κεφάλι.
Όταν προσπαθούσε να κοιμηθεί του άναβαν το φως μέσα στα μούτρα, του κουνούσαν το κρεβάτι, του έβαζαν χαρτιά ανάμεσα στα δάκτυλα των ποδιών του και έβαζαν φωτιά.
Μία τετράδα που έκανε χρήση χόρτου και παρεκτρεπόταν, ένας διοικητής και ένας επιτελάρχης που γνώριζαν για τους στρατιώτες-θύτες και υποβάθμιζαν την κατάσταση.
Την υποβάθμιζαν θεωρώντας πως το καψόνι και τα βάσανα είναι μέρος της σκληραγώγησης των στρατιωτών, αρνούμενοι τη μετάθεσή του. Μέχρι λοιπόν και το μοιραίο συμβάν της δολοφονίας του.
Ο ιατροδικαστής της Δημοκρατίας Πανίκος Σταυριανός έκρινε πως πρόκειται για αυτοκτονία μετά από πτώση από τη γέφυρα.
Το άθικτο σώμα του, καθώς και το γεγονός ότι βρέθηκε ανάσκελα, πρόδιδαν ότι κάτι δεν ήταν σωστό με το πόρισμα. Επιπλέον, δεν ελήφθησαν δακτυλικά αποτυπώματα από το αυτοκίνητο, το οποίο βρέθηκε υπό αμφίβολες συνθήκες πάνω από τη γέφυρα της Άλασσας, με την εξήγηση ότι δεν υπήρχε λόγος να το λερώσουν.
Μπροστά στην απάθεια των αρχών η μητέρα του Θανάση Ανδριάνα, ανέλαβε η ίδια τον ρόλο των αρχών και της έρευνας. Εντόπισε αίμα κάτω από τη γέφυρα που βρέθηκε ο γιος της δολοφονημένος, άμμο στο στόμα του και μώλωπες στα δάκτυλα. Μετά από πολλά χρόνια «δικαιώθηκε».
Ακόμα και τώρα, η οικογένεια του άτυχου εθνοφρουρού αναλαμβάνει καθήκοντα που θα έπρεπε να είχαν εκτελέσει η Αστυνομία και η Εισαγγελία. Ωστόσο, οι δύο θεσμοί στέκονται απέναντί της, επιμένοντας στην αρχική τους εκδοχή περί αυτοκτονίας και αποδίδοντας την επιμονή της μητέρας σε παράνοια.
Ενδεικτική είναι η στάση της Εισαγγελίας κατά τη διάρκεια της θανατικής ανάκρισης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, η οποία στήριξε τα ευρήματα του ιατροδικαστή Πανίκου Σταυριανού, παρά την καταδικαστική απόφαση του ΕΔΑΔ το 2020. Στην απόφασή της, η Δικαστής κ. Βαρωσιώτου αναφέρει πως «μέχρι το στάδιο των τελικών αγορεύσεων, η θέση της Εισαγγελίας ήταν πως ο θάνατος προκλήθηκε από πτώση εξ ύψους και πως ο Θανάσης αυτοκτόνησε» .
Μετά την απόφαση του ΕΔΑΔ, η Εισαγγελία δεν αποδέχθηκε ούτε το πόρισμα των Ιδιωτών Ποινικών Ανακριτών Μάτσα και Αλεξόπουλου, που διόρισε ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας, προφανώς γιατί σε αυτό αποφάνθηκαν ότι ο θάνατος του Θανάση οφείλεται «σε εγκληματική ενέργεια».
Το πόρισμα Αθανάσιου-Παπά, επιβεβαίωσε πλήρως τόσο το πόρισμα της θανατικής ανακρίτριας όσο και τον πόρισμα Αλεξόπουλου-Μάτσα, οι οποίοι έδειξαν πως ο θάνατος του Θανάση Νικολάου επήλθε από εγκληματική ενέργεια, αδειάζοντας εκ νέου την Αστυνομία.
Και αυτό διότι, μετά το πόρισμα Μάτσα-Αλεξόπουλου, οι επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας, Γιώργος Σαββίδης και Σάββας Αγγελίδης, διέταξαν νέα έρευνα, με την Αστυνομία και πάλι να μην διαπιστώνει πως επρόκειτο για δολοφονία.
Υπό κανονικές συνθήκες, οι θεσμοί του κράτους θα έπρεπε να κινητοποιήσουν διαδικασίες για την απόδοση ευθυνών, και βάσει της υπάρχουσας μαρτυρίας, οι εμπλεκόμενοι να οδηγηθούν ενώπιον του Δικαστηρίου. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα μετά το πόρισμα Μάτσα-Αλεξόπουλου, ότι δεν θα προχωρήσει σε ποινικές διώξεις λόγω του χρόνου που έχει παρέλθει, κάτι τέτοιο φαίνεται πλέον απίθανο.
Αφενός, γιατί θα έπρεπε ήδη να έχουν γίνει ανακοινώσεις από την Εισαγγελία, η οποία μάλιστα θα έπρεπε να εξετάσει και τις δικές της διαχρονικές ευθύνες στο χειρισμό της υπόθεσης, καθώς με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνέβαλαν στη συσκότιση της. Αφετέρου, αν αλλάξει τη στάση της σε σχέση με το 2023, τότε αυτομάτως αναιρεί τον εαυτό της και παραδέχεται το λάθος της, κάτι που η Νομική Υπηρεσία δεν μας έχει συνηθίσει να κάνει.
Επίσης, τη στάσης απόφασης να μην προχωρήσει σε ποινικές διώξεις, ακολούθησε η θανατική ανάκριση, με την εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα να υποστηρίζει σθεναρά τον Πανίκο Σταυριανό, ένα από τα πρόσωπα που υπήρχε εισήγηση για δίωξη του.
Εξάλλου, πέραν των πιο πάνω, η οικογένεια του Θανάση Νικολάου, ξεκαθάρισε σε κάθε τόνο, πως δεν επιθυμεί την εμπλοκή της Νομικής Υπηρεσίας, εξαπολύοντας μάλιστα πυρά σε διάφορες περιπτώσεις κατά των επικεφαλής, Σαββίδη-Αγγελίδη, στους οποίος επίσης καταλόγισε ευθύνες.
Είναι για αυτούς τους λόγους που πλέον το βάρος για την απονομή της Δικαιοσύνης για μια τέτοια σοβαρή υπόθεση, δεν βρίσκεται στους θεσμούς του κράτους – όσο τραγικό και παράδοξο και αν ακούγεται – αλλά στους ώμους της ίδιας της οικογένειας, η οποία αναμένεται να προχωρήσει σε ιδιωτικές ποινικές διώξεις, δεδομένου πως ο Γενικός Εισαγγελέας είχε ανακοινώσει πως δεν θα σταθεί εμπόδιο.
Στην παρούσα φάση, οι νομικοί σύμβουλοι της οικογένειας του Θανάση, μελετούν και τα δύο πορίσματα, αφού η πρόθεση για καταχώρηση ιδιωτικών ποινικών εκφράστηκε από το 2023, οπότε ο Εισαγγελέας ανακοίνωσε πως δεν θα προχωρήσει με διώξεις, έπειτα από την οποία αναμένεται να καταρτήσουν λίστα κατηγορουμένων, σε βάρος των οποίων θα καταχωρήσουν υπόθεση.
Όπως αναφέρουν πληροφορίες, αυτή η λίστα, ενδέχεται να μην περιλαμβάνει μόνο τα επτά πρόσωπα που κατονομάζουν τα δύο πορίσματα, αλλά ο αριθμός των προσώπων που θα περιλαμβάνει να είναι ακόμη μεγαλύτερος, αφού εκ πρώτης όψεως φαίνεται να προκύπτει μαρτυρία που δικαιολογεί διώξεις και άλλων προσώπων, για διαφορετικά αδικήματα.
Δηλαδή, ενδέχεται να καταχωρηθεί υπόθεση και σε βάρος προσώπων που σχετίζονται με πιθανά αδικήματα που διαπράχθηκαν πριν την δολοφονία του 26χρονου, τα οποία είναι εξίσου σοβαρά και έχουν άμεση σχέση με την τραγική κατάληξη του Θανάση Νικολάου.
Ωστόσο, δεν αποκλείεται στις προθέσεις της οικογένειας να υπάρξουν προσκόμματα. Και αυτό διότι, στόχος των δικηγόρων είναι να καταχωρήσουν υπόθεση στο Κακουργιοδικείο, αφού θεωρούν πως από την μαρτυρία προκύπτουν αδικήματα που προνοούν ποινές πάνω από πέντε έτη.
Εντούτοις, για να γίνει κάτι τέτοιο, η υπόθεση θα πρέπει να τύχει χειρισμού από τον Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος είναι ο μοναδικός που έχει την εξουσία για να καταχωρεί υποθέσεις ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
Συνεπώς, σε περίπτωση που δεν φέρει ένσταση στο αίτημα της οικογένειας, τότε θα πρέπει να διοριστούν ιδιώτες δικηγόροι, της επιλογής της οικογένειας, η οποία ξεκαθάρισε πως δεν θα δεχθεί καμία εμπλοκή της Νομικής Υπηρεσίας και των λειτουργών της, αφού είχαν την ευκαιρία να το πράξουν στο παρελθόν, πράγμα που δεν έκαναν. Κάτι αντίστοιχο έγινε και στην υπόθεση του Ρίκκου Ερωτοκρίτου, όπου ο τότε Εισαγγελέας, Κώστας Κληριδης, καταχώρησε την υπόθεση στο Κακουργιοδικείο και την ανέθεσε την σε ιδιώτες δικηγόρους.