Μην παραξενευθείτε από τον τίτλο αυτού του άρθρου. Πιστεύω ότι όσοι παρακολουθούν από κοντά τη δράση της Κυπριακής Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτωρίας, θα έχουν προσέξει ότι την τελευταία δεκαετία η Κοινότητά μας ήταν σαν να βρισκόταν σε χειμερία νάρκη. Δεν θέλω να επιρρίψω ευθύνες σε κανέναν, γιατί κανένας δε φταίει. Απλώς, μια καλή πράξη που σκοπό είχε να την βοηθήσει να πάει μπροστά και να προοδέψει μετατράπηκε σε εφιάλτη για τα διάφορα Διοικητικά Συμβούλια.

Ας εξηγήσουμε πρώτα τι σημαίνουν αυτά που γράφω πιο πάνω. Όπως όλοι ξέρουν, όταν πουλήθηκε το δεύτερο κτίριο της Κοινότητας στο Lygon Street για ένα σεβαστό ποσό άνω του ενός εκατομμυρίου δολαρίων, τα μέλη ήσαν πολύ ικανοποιημένα και προέβλεπαν ότι η Κοινότητά τους θα πήγαινε μπροστά. Και δεν είχαν άδικο, γιατί σε λίγο αγοράστηκε το κτίριο, επίσης στο Lygon Street, το οποίο ήταν πραγματικά ένα εξαιρετικό εντευκτήριο για τα μέλη και τις οικογένειές τους.

Δεν ξέρω αν σ’ αυτό που θα πω ταιριάζει η κυπριακή παροιμία που λέει ότι «ο Θεός άμα θέλει να καταστρέψει το λύμπουρα, του δίνει φτερά». Όταν αγοράστηκε το νέο κτίριο και πληρώθηκε, η Κοινότητα είχε στο λογαριασμό της 800 χιλιάδες δολάρια. Το Διοικητικό Συμβούλιο της εποχής δεν έχασε την ευκαιρία όταν έμαθαν πως δυο κτίρια που ήσαν δίπλα από το δικό μας βγήκαν προς πώληση. Η τιμή τους ήταν ένα εκατομμύριο και 600 χιλιάδες. Αυτό, σκέφτηκαν, ήταν μια ευκαιρία για την Κυπριακή Κοινότητα και «αμ’ έπος, αμ’ έργον». Το αγόρασαν. Έδωσαν τις 800 χιλιάδες δολάρια που είχαν και δανείστηκαν άλλες 800 από την Τράπεζα.

Καλή ήταν η αγορά. Κανένας δεν παραπονέθηκε και όλοι συνεχάρησαν τον πρόεδρο. Ένα μόνο πράγμα δεν σκέφτηκαν. Πώς θα πληρωνόταν το χρέος των 800 χιλ. δολαρίων. Όλοι μας πιστεύαμε πως θα ενοικιάζαμε τα κτίρια που αγοράσαμε και το χρέος θα πληρωνόταν χωρίς δυσκολία. Δυστυχώς, τα κτίρια δεν ενοικιάστηκαν για αρκετά χρόνια και το χρέος ανέβαινε συνεχώς. Σήμερα το χρέος είναι διπλάσιο απ’ ό,τι ήταν, δηλαδή ένα εκατομμύριο και 600 χιλ. δολάρια.

Τα διάφορα Διοικητικά Συμβούλια έκαναν ό,τι μπορούσαν, αλλά δεν κατάφερναν ούτε τους τόκους να πληρώσουν. Διάφορα μέλη, στις εκάστοτε Γενικές Συνελεύσεις έθεταν θέμα πώλησης μέρους του κτιρίου ή ολόκληρου του κτιρίου, να εξοφληθεί το χρέος και να αγοράσουμε ένα μικρότερο κτίριο που να εξυπηρετεί τις ανάγκες των μελών και της παροικίας. Θα μας έμεναν και χρήματα για να μπορούμε να βοηθούμε τα μέλη μας, την παροικία και την Κύπρο. Δυστυχώς, κανένας δεν άκουγε και το θέμα ούτε καν συζητιόταν.

Ποιος πρόεδρος θα δεχόταν να βάλει την υπογραφή του για την πώληση της περιουσίας της Κοινότητας; Κανένας δεν είχε το θάρρος ή την τόλμη να κάνει το απαιτούμενο βήμα. Και τα πράγματα έμειναν όπως είχαν -και χειρότερα- μέχρι την τελευταία Γενική Συνέλευση για την εκλογή του νέου Διοικητικού Συμβουλίου. Στην ομιλία του, ο πρόεδρος είπε κάτι που μας άφησε όλους με το στόμα ανοικτό. Συγκεκριμένα, είπε ότι άρχισαν να γίνονται διαπραγματεύσεις για την αξιοποίηση του κτιρίου μας. Μας είπε ακόμη ότι υπάρχουν επιχειρηματίες που είναι έτοιμοι να αναλάβουν αυτή τη δουλειά. Δυστυχώς, δεν ξέρω περισσότερα.

Δεν μπορώ να μην συγχαρώ τον πρόεδρο της Κοινότητας για την πρωτοβουλία του αυτή. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που δεν τόλμησε κανένας να βάλει υποψηφιότητα ως ανθυποψήφιος του στις εκλογές που ακολούθησαν. Ελπίζουμε, λοιπόν, ότι ο κ. Jim Wood να κάνει τα λόγια του πράξεις για να βρει ξανά τα πόδια της η Κοινότητα μας και να αποδείξει τι μπορεί να κάμει για την παροικία και την Κύπρο.

Μια συμβουλή μόνο θέλω να δώσω στον αγαπητό πρόεδρο. Όπως όλοι ξέρουμε η Κοινότητα δεν ανήκει σε κανέναν. Είναι της παροικίας. Και τώρα με τις αλλαγές που πρόκειται να δούμε δεν πρέπει κανένας να καυχηθεί πως αυτός είναι που κρατά την Κοινότητα και κανένας άλλος. Θα παρακαλέσω, επίσης, τον αγαπητό πρόεδρο και το Συμβούλιό του, όλες οι δουλειές της Κοινότητας να γίνονται στα φανερά και όχι στα κρυφά. Η Κυπριακή Κοινότητα δεν είναι επιχείρηση. Είναι ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός που δεν κρύβει τίποτε από τα μέλη του.

Να υπενθυμίσω, ακόμη, ότι η παροικία μας διαθέτει πληθώρα διακεκριμένων επαγγελματιών, που, ευχαρίστως, θα προσφέρουν την βοήθειά τους αν τους ζητηθεί. Και πρέπει να τους ζητηθεί γιατί και αυτοί είναι μέλη της παροικίας μας και, ασφαλώς, θέλουν να προσφέρουν.

Ας αφήσουμε στην πάντα το «Εγώ» και να χρησιμοποιούμε πάντοτε το «Εμείς».