Η λέξη «Αγάπη» είναι μια από τις αγαπημένες μου λέξεις. Είναι γεγονός ότι η λέξη «Αγάπη» δεν είναι μόνο μια Ελληνική λέξη.
Είναι μια παγκόσμια λέξη που περιγράφει την ανιδιοτελή αγάπη, η οποία αφορά την υποστήριξη και την ευλάβεια που δείχνουμε στους άλλους χωρίς όρια.
Ασφαλώς, η ανιδιοτελής αγάπη υπερβαίνει τον χρόνο και τον τόπο, τους ανθρώπους και τα σύνορα. Η αγάπη είναι πιο βαθιά από τον έρωτα και αποτελεί την «κολόνα» πολλών θρησκειών. Με την δύναμη της ανιδιοτελούς αγάπης, οι ζωές μας μεταμορφώνονται προς το καλύτερο.
Φοίτησα στο Ελληνικό σχολείο για πάνω από 10 χρόνια και από μικρή ηλικία ήμουν πάντα συνδεδεμένη με την ελληνική κοινότητα της Αυστραλίας. Με τόσες πολλές και πλούσιες εμπειρίες, νιώθω υπερήφανη που είχα την ευκαιρία να κατανοήσω ποιοι είναι οι ακριβείς φορείς της ανιδιοτελούς αγάπης περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον: οι Ελληνίδες γιαγιάδες.
Παρά τις αντίξοες καταστάσεις από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Εμφύλιο Πόλεμο και τα αμέσως επόμενα χρόνια στην Ελλάδα, οι γιαγιάδες είχαν μεγάλη αντοχή και ήταν ανθεκτικές.
Επέδειξαν μεγάλη υπομονή και επιμονή σε κάθε δυσκολία και με αισιοδοξία, δημιουργικότητα και ενσυναίσθηση για τους πλησίον τους κρατούσαν ολόκληρες οικογένειες στα χέρια τους. Η γιαγιά υπήρξε η κολόνα, η κεφαλή του σπιτιού.

Όταν μια γιαγιά πεθάνει, το κενό στις ζωές των αγαπημένων της είναι απαρηγόρητο – και όχι μόνο.
Μόνο τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω τι σημαίνει αυτό, διότι πρόσφατα η γλυκιά μου γιαγιούλα, η Χριστίνα Κατσά, έφυγε από την γήινη ζωή μέσα σε σπαραξικάρδιες συνθήκες.
Βλέποντας την γιαγιά μου, που ήταν πάντοτε δυναμική και ανεξάρτητη, να χάνει την ζωντάνια και την ουσία της μέσα στο νοσοκομείο, ήταν κάτι που ποτέ δεν θα ξεχάσω, γιατί ακόμα πονάω όταν το σκέφτομαι.
Η δική μου γιαγιά ήταν μια από τις Ελληνίδες γιαγιάδες που ήταν θύμα του καταστροφικού Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, σε μια χώρα που δυσκολευόταν να ανασυγκροτηθεί.
Επειδή βίωσε τη φτώχεια και έμενε σε ένα απομονωμένο χωριό στη Μεσσηνία, η γιαγιά μου έπρεπε να αφήσει το σχολείο όταν ήταν 8 ετών. Στα 9 της άρχισε να εργάζεται ως καθαρίστρια και νταντά – αν και ήταν αυτή ακόμα μικρούλα στην ηλικία.
Οι γονείς της δεν ήταν παρόντες στην ζωή της, διότι οι ίδιοι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν το μέγεθος της καταστροφής που μαρτυρούσαν.
Αργότερα, στα 20 της, μόνη της άφησε πίσω τους φίλους, συγγενείς και το αγαπημένο της χωριό, το Πανιπέρι, για να ακολουθήσει δύο από τα αδέλφια της και να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή στην Αυστραλία.
Αν και η αυστραλιανή κυβέρνηση διαφήμιζε την Αυστραλία στους μετανάστες εκείνη της εποχής ως μια… ουτοπία γεμάτη ευκαιρίες, ο ρατσισμός προς στους μετανάστες και οι ανισότητες ως αποτέλεσμα των φυλετικών ρόλων ήταν έντονοι.

Επειδή αρχικά ήταν οικονομικά εξαρτημένη από τους αδελφούς της, η γιαγιά μου δεν μπορούσε να εκπληρώσει το όνειρό της να γίνει κομμώτρια. Αντιθέτως, έπρεπε να εργάζεται σε εργοστάσια και να παντρευτεί και να δημιουργήσει οικογένεια.
Για τη γιαγιά μου, η παντρειά και η επακόλουθη ανατροφή παιδιών ήταν μια προκλητική και οδυνηρή εμπειρία, ειδικά ως μια μετανάστρια σε μια άγνωστη χώρα.
Παρά τη μεγάλη αδικία που αντιμετώπισε, η γιαγιά μου ποτέ δεν άφηνε τα προβλήματά της να της χαλούν το κέφι που είχε για τη ζωή, παρέχοντας στον εαυτό της το περιθώριο να δημιουργήσει μια ζωή που την αντιπροσώπευε.
Επειδή ήταν δημιουργική, η γιαγιά μου είχε πολλές θετικές εμπειρίες όταν εργαζόταν στο εργοστάσιο της Kodak για πολλά χρόνια, στο τμήμα ανάπτυξης φωτογραφιών. Στο τελευταίο της επάγγελμα στο Monash Health, βοηθούσε στην κουζίνα του νοσοκομείου και σέρβιρε το φαγητό στους αρρώστους που την αγαπούσαν πολύ.
Επειδή ήταν γλυκιά και κοινωνική, όλοι την αγαπούσαν και έτσι σύναψε πολλές στενές και ισόβιες φιλίες με τους συνανθρώπους της.
Περισσότερο από όλα, η γιαγιά μου ζούσε για τα παιδιά της, τα εγγόνια της, τα ανίψια της και τους συγγενείς και φίλους της. Επισκέφθηκε τη μητέρα μου πολλές φορές όταν έμενε στο Μπρίσμπαν και το Σίδνεϊ για πολλά χρόνια.
Απέκτησε άδεια οδήγησης στα 50 της επειδή ήθελε να επισκέπτεται τα εγγόνια της που έμεναν μακριά.
Η γιαγιά περίμενε δίπλα στο χειρουργείο, ανυπόμονη για ώρες, όταν γεννήθηκα και πάντα αγόραζε καλής ποιότητας δώρα για όλους. Πάντα προετοίμαζε έναν μεγάλο δίσκο φαγητό όταν κάποιος γιόρταζε τα γενέθλιά του και επέμενε να καθαρίζει όλο το σπίτι, αν και το πάρτι δεν γινόταν πάντοτε στο σπίτι της.
Το πιο σημαντικό για την γιαγιά ήταν να γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα (τα οποία ήταν η γιορτή των γιορτών) μαζί ως μια μεγάλη οικογένεια στο σπίτι της, τρώγοντας νόστιμα ελληνικά φαγητά και χορεύοντας τα Καλαματιανά.

Η γιαγιά μου δεν ήταν μόνο φιλόξενη στις καλές της στιγμές, αλλά ήταν πάντα δίπλα σε όλους στις λύπες και τις δυσκολίες τους, υποστηρίζοντας τους αγαπημένους της με υπομονή και αξιοπρέπεια.
Κυριολεκτικά σταμάτησε τη ζωή της και τη δουλειά της για να βοηθήσει τον παππού μου κατά τη διάρκεια της μάχης του με τον καρκίνο. Όταν ήμουν 13 και άρρωστη με περιποιόταν όλο το βράδυ.
Όταν ήμουν κουρασμένη, μου έβαζε το κεφαλάκι μου πάνω στο μαξιλάρι της και με σκέπαζε με την αγαπημένη της κουβέρτα, επίσης στη διάρκεια της άνοιάς της.
Αυτά τα παραδείγματα μας δείχνουν ότι για τη γιαγιά, το να εξυπηρετεί τους άλλους δεν ήταν αγγαρεία, αλλά ήταν ένστικτο.
Μπορώ να γράψω πολλά βιβλία γεμάτα με ιστορίες για τη γιαγιά μου και τον τρόπο που έδειχνε την ανιδιοτελή αγάπη της. Αλλά, περισσότερο από όλα, θα ήθελα να είχα την γιαγιά μου εδώ δίπλα μου, για να μπορούσαμε να δημιουργήσουμε μαζί περισσότερες αναμνήσεις, και να βιώνω την ανιδιοτελή της αγάπη για μια ακόμα φορά.
Αλλά επειδή δεν είναι πια εδώ, εναπόκειται πλέον σε εμένα και στην υπόλοιπη οικογένειά μου, να διατηρούμε ζωντανό μέσα μας το φως της ανιδιοτελούς αγάπης της Χριστίνας, αν και δεν θα είναι πάντοτε εύκολο.
Εύχομαι η κληρονομιά της γιαγιάς Χριστίνας να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για όλους μας, και εμείς να συνεχίσουμε να είμαστε η αληθινή φωνή της, η φωνή της λογικής και της ανιδιοτελούς αγάπης.