Το μέλλον της ελληνικής γλώσσας στην Αυστραλία εξαρτάται από τη συνεχή και συστηματική της διδασκαλία σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης μέσα και έξω από το επίσημο πολιτειακό σύστημα. Είναι γνωστό ότι οι αριθμοί των μαθητών και των φοιτητών που επιλέγουν τα Ελληνικά έχουν μειωθεί δραματικά και σε πολλές περιπτώσεις έχουμε οδηγηθεί σε διακοπή των προγραμμάτων ή των ειδικών μαθημάτων.
Το πρόβλημα είναι περισσότερο ορατό στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ στην πρωτοβάθμια, για διάφορους λόγους που αφορούν τις ξεχωριστές συνθήκες κάθε Πολιτείας, υπάρχει μια σχετική σταθερότητα.
Κατ’ αρχήν, δεν πρέπει να πέφτουμε σε πανικό. Δεν ξέρω αν η κατάσταση είναι αναστρέψιμη, αλλά πιστεύω ότι χρειαζόμαστε συγκεκριμένες προγραμματικές δράσεις, οι οποίες υπάρχουν μόνο αποσπασματικά και σπασμωδικά αυτήν την στιγμή. Το πρώτο απαραίτητο ζητούμενο είναι μια συνεργασία όλων των φορέων, κρατικών, κοινοτικών εκκλησιαστικών και σαββατιανών σχολείων. Γνωρίζω ότι τέτοια αγαστή συνεργασία είναι φυσικά αδύνατη για πολλούς λόγους, ιδιαίτερα συμφέροντα και θεσμικά κωλύματα – κυρίως, βέβαια, εξ αιτίας της έλλειψης επικοινωνίας μεταξύ των προσώπων που τα αποτελούν.
Το διαδίκτυο, ωστόσο, έχει καταστήσει πολλές προσωπικές επαφές περιττές. Θα μπορούσαν να συνομιλήσουν και να συνεργαστούν οι φορείς μέσα από την ουδετερότητα και την απροσωποληψία του κυβερνοχώρου χωρίς δυσάρεστες συναντήσεις και προσωπικές αντεγκλήσεις.
Το βασικό, ωστόσο, αποτέλεσμα αυτών των συναντήσεων, όπου και όπως αν γίνονται, είναι ο συντονισμός του εκπαιδευτικού υλικού, η εναρμόνιση των διδακτικών μεθόδων και, κυρίως, η ομόθυμη συμφωνία ως προς το περιεχόμενου του διδακτικού υλικού. Προτείνω, μάλιστα, αυτές οι πρωτοβουλίες να ληφθούν από τις επιμέρους τοπικές Κοινότητες που εκ των πραγμάτων διαθέτουν και τα περισσότερα σχολεία με τους πολυπληθέστερους μαθητές. Τα εκκλησιαστικά κολλέγια, τα οποία θα πρέπει να γίνουν πραγματικά δίγλωσσα με την εισαγωγή μαθημάτων όπως η ιστορία στα ελληνικά, πρέπει να συμμετάσχουν στην όλη διαδικασία αν και, ως γνωστόν, κάτι τέτοιο προσκρούει σε γνωστές προσωποπαγείς αντιλήψεις.
Δυστυχώς, κάτω από τις παρούσες συνθήκες, το Ελληνικό Κράτος δεν μπορεί να διαδραματίσει κάποιον σημαντικό ρόλο. Οι αποσπασμένοι δάσκαλοι και καθηγητές έχουν ελαχιστοποιηθεί, ενώ η οικονομική βοήθεια που δινόταν στο παρελθόν έχει στερέψει, τόσο από την Ελλάδα όσο και από την Κύπρο.
Τώρα πιστεύω ότι ήλθε η στιγμή οι Ελληνικές Κοινότητες της Αυστραλίας να αναλάβουν μόνες τους τις αναγκαίες πρωτοβουλίες που είναι απαραίτητες για τη μεταλαμπάδευση της ελληνικής γλώσσας στις καινούργιες γενιές. Κάθε χρόνο όλα τα Τμήματα Ελληνικών προσπαθούν να οργανώσουν χοροεσπερίδες και συναντήσεις για την συγκέντρωση πόρων που χρησιμοποιούνται για τις διδακτικές, ερευνητικές και μεταπτυχιακές ανάγκες των φοιτητών. Ίσως αυτές οι εκδηλώσεις θα ήταν καλύτερο να διοργανώνονταν από τις Κοινότητες της κάθε Πολιτείας, με σκοπό να κατανέμονται ανάλογα με τις ανάγκες κάθε τμήματος ή σχολείου.
Οι πανεπιστημιακοί και οι καθηγητές δεν είμαστε πάντοτε πολύ ικανοί στη διοργάνωση τέτοιων εκδηλώσεων. Χρειάζεται επαγγελματισμός, μεγάλη δημοσιότητα και ταυτόχρονα ευρύτερη δυνατή συναίνεση, που μόνο ένας χώρος συγκλίσεων, όπως οι αίθουσες των Κοινοτήτων, μπορεί να προσφέρει.
Αυτό δεν σημαίνει ότι επιμέρους Οργανισμοί, τοπικοί και πολιτισμικοί, δεν μπορούν να συνεισφέρουν. Νομίζω ότι εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα, κάθε εγωιστική ή ιδιοτελής συμπεριφορά απλώς επιταχύνει την φθορά και επιδεινώνει την αφερεγγυότητα πολλών πρωτοβουλιών που άρχισαν με πανηγυρισμούς και τελείωσαν σε ένα μεγάλο μηδέν.
Το ίδιο πρέπει να γίνει και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η οποία είναι, φυσικά, διαφορετική σε κάθε Πολιτεία, μιας και το ενιαίο πρόγραμμα σπουδών (National Curriculum), παρά τις μεγάλες τυμπανοκρουσίες και τις κινδυνολογίες, φαίνεται να έχει σκαλώσει κάπου και να μην προχωράει.
Επίσης, σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης θα πρέπει να υπάρχουν στοχευμένες ενέργειες για συγκεκριμένα σχολεία και ιδρύματα. Με εισηγήσεις εκπαιδευτικών, θα πρέπει να εντοπίσουμε ποια πανεπιστημιακά ιδρύματα έχουν την περισσότερη πιθανότητα επιτυχίας και διαρκούς παραμονής. Στα κρατικά σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης χρειάζονται συνεχείς έρευνες για το πού μπορούν να ιδρυθούν τάξεις Ελληνικών, με κρούσεις προς τους διευθυντές και χρηματοδότηση δασκάλων για τη διδασκαλία Ελληνικών ως μέρους του επίσημου προγράμματος σπουδών.
Επίσης, υποτροφίες για ταξίδια στην Ελλάδα και την Κύπρο, προσφέρουν μεγάλη ενίσχυση στο γόητρο και την αίγλη των Ελληνικών Σπουδών και θα πρέπει να αποτελέσουν μια από τις κεντρικές στοχεύσεις ενός συστηματικού προγράμματος.
Τέλος, πιστεύω ότι οι τοπικοί και εξωραϊστικοί σύλλογοι, παρ’ ότι έχουν παρακμάσει, πρέπει να ενισχύσουν την πολιτισμική τους προσφορά, με δωρεάν μαθήματα και διαλέξεις, σε Ελληνικά και Αγγλικά, για τη νεότερη γενιά. Ακόμα και αν η ανταπόκριση αρχικά θα είναι μικρή, χρειάζεται συστηματικότητα και κανονικότητα στην προσφορά τέτοιων διαλέξεων και μαθημάτων. Αν δεν υπάρχει συνέχεια, τότε το πνεύμα της κοινότητας που αναπτύσσεται απλώς διαλύεται και σβήνει.
Πιστεύω ότι τα Ελληνικά βρίσκονται σε ύφεση, αλλά όχι σε παρακμή. Μας δίνεται, επομένως, μια μοναδική ευκαιρία να ανασυγκροτηθούμε και να επαναπρογραμματίσουμε τις σπουδές σε όλα τα επίπεδα. Είναι δυνατόν, όμως, να αλλάξουμε νοοτροπία γύρω από τέτοια ζητήματα; Άλλες παροικίες, για παράδειγμα η ιταλική και η εβραϊκή, έχουν προχωρήσει σε παρόμοια ανασυγκρότηση των προγραμμάτων και των προσανατολισμών τους. Ποιος ελληνικός φορέας θα αναλάβει αυτή την ευθύνη, είναι ένα στοίχημα που αν το κερδίσουμε, είμαστε όλοι κερδισμένοι, ενώ αν το χάσουμε, θα το χάσει ολόκληρος ο ελληνισμός. Το χειρότερο πράγμα είναι η αδράνεια και η έλλειψη πρωτοβουλίας. Όσοι αγαπούν τα Ελληνικά και κυρίως τους Έλληνες, πρέπει να αναλάβουν το βάρος αυτής της ευθύνης, γιατί από εδώ και πέρα μόνο τον εαυτό μας θα έχουμε να ψέξουμε αν τα Ελληνικά υποβαθμιστούν και τελικά εξαφανιστούν. Ου καιροί ου μενετοί.
*Ο Βρασίδας Καραλής είναι επικεφαλής καθηγητής του Τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Σίδνεϊ.