Γιάννης Βασιλακάκος: «Δεν γίνεται να κάνεις λογοτεχνία με τα δεκανίκια μιας ξένης, ‘δανεικής’ γλώσσας!…»

«Η λογοτεχνία δεν λύνει προβλήματα, δεν καταργεί το «κακό», ούτε παίζει κοσμοσωτήριο ρόλο. Απλώς σπάει τη μονοτονία, απαλύνει τα άγχη του ανθρώπου και τον ανακουφίζει, προσφέροντάς του μια άλλη, διαφορετική ματιά και οπτική του κόσμου και της ζωής που δεν υποψιαζόταν καν. Το σημαντικότερο: τον βοηθά να αποκτήσει αυτογνωσία», είπε στον «Νέο Κόσμο» ο πολυβραβευμένος και πολυμεταφρασμένος συγγραφέας Γιάννης Βασιλακάκος, που θεωρείται από τους κριτικούς μια απ’ τις πιο καταξιωμένες μορφές των Ελληνικών Γραμμάτων.

Με αφορμή τη λογοτεχνική εκδήλωση που του αφιερώνει το Πολιτιστικό Κέντρο της Παλλακωνικής Αδελφότητας Μελβούρνης την Κυριακή, 1 Ιουνίου, στις 3.00μμ, στο Brunswick, είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε μαζί του για το πολυδιάστατο και συχνά «ακατάτακτο» έργο του, σε μια προσπάθεια να αποκαλύψουμε τη συναρπαστική περιπέτεια της γραφής του· μια περιπέτεια που ίσως δεν είναι «παρά ένα απονενοημένο εγχείρημα προκειμένου να κατανοήσει το πραγματικό νόημα της γραφής και να πει τον τελευταίο του λόγο για το μέγα μυστήριο της λογοτεχνίας», όπως τονίζει ένας χαρακτήρας στο «έργο ζωής» του, «Το ανεμογκάστρι: Αποδελτιώνοντας τη συντέλεια του κόσμου (Μαρτυρίες)».

-Κύριε Βασιλακάκο, θα ήθελα να μας μιλήσετε για μια γκάμα ζητημάτων, αρχίζοντας απ’ το βιβλίο σας «Το ανεμογκάστρι: Αποδελτιώνοντας τη συντέλεια του κόσμου (Μαρτυρίες)» των εκδόσεων Οδός Πανός, το οποίο έχετε χαρακτηρίσει ως «έργο ζωής». Τι ακριβώς το καθιστά «έργο ζωής»;

Γ.Β.: Πρώτον, το γεγονός ότι ξόδεψα έξι ολόκληρα χρόνια από τη ζωή μου για να το ολοκληρώσω. Δεύτερον, το ότι με παίδεψε πάρα πολύ η σύνθεση, η μορφή, η επεξεργασία αλλά και ο όγκος των 566 τυπωμένων σελίδων του. Τρίτον, το ότι επιχείρησα να συμπεριλάβω και συμπτύξω μέσα σε αυτό το tour-de-force (πόνημα-άθλο) όλα όσα με ενδιέφεραν και προβλημάτιζαν σχετικά με τη λογοτεχνία, και όχι μόνο. Μια καθ’ όλα συναρπαστική, γοητευτική, απολαυστική, πλην εξουθενωτική εμπειρία.

-Άξιζε τον κόπο όμως, αφού με το βιβλίο σας αυτό ενταχθήκατε στην περίοπτη λίστα με τα έργα «23 επίλεκτων Ελλήνων πεζογράφων του 2023» της «Athens Voice».

Γ.Β.: Ήταν όντως μια ηθική αποζημίωση για όλη αυτή τη μεγάλη «περιπέτειά μου». Τα «τυχερά του επαγγέλματος» που λένε…

Ο Γιάννης Βασιλακάκος με τον αείμνηστο συγγραφέα Θανάση Βαλτινό (δεξιά) στην Αθήνα

-Πώς γεννήθηκε η όλη ιδέα αυτού του φιλόδοξου magnum opus-βιβλίου σας;

Από μια πρόσκληση που έλαβα για να συμμετάσχω σ’ ένα Συνέδριο που διοργάνωνε η Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού (ΓΓΑΕ) για την 3η Παγκόσμια Συνέλευση του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού (ΣΑΕ) στη χιονισμένη Θεσσαλονίκη το 1999, και συγκεκριμένα στο πρώτο «Φόρουμ Ανθρώπων του Πολιτισμού». Μολονότι αιφνιδιάστηκα απ’ αυτή την σαν κεραυνό εν αιθρία πρόσκληση-πρόκληση, ξεπέρασα τα όποια διλήμματα είχα και, τελικά, αποφάσισα να πάω… ντάλα χειμώνα στη Θεσσαλονίκη! Κυρίως γιατί, όπως λέω στο βιβλίο, «όφειλα να αποδείξω στους γηγενείς της μητέρας πατρίδας αν κυκλοφορούν… “κάφροι” στην Αυστραλία!» (Επειδή, ξέρετε, παλαιότερα, ένας μεγαλοεκδότης των Αθηνών με ρώτησε περίεργος «αν κυκλοφορούν… καγκουρό στους δρόμους της Μελβούρνης»!) Ουσιαστικά, λοιπόν, το συνέδριο αυτό υπήρξε η αιτία συγγραφής του βιβλίου – τα όσα διαδραματίστηκαν σε αυτό, αλλά και εκτός αυτού.

-Γιατί επιλέξατε αυτόν τον περίεργο τίτλο («Το ανεμογκάστρι») και τον εσχατολογικό υπότιτλο περί «συντέλειας του κόσμου»; Τι υποδηλώνουν αυτά;

Γ.Β.: Διότι το συνέδριο που προανέφερα έγινε τέλη του 1999 (παραμονές Χριστουγέννων-Πρωτοχρονιάς) στο μεταίχμιο μιας παλιάς και νέας χιλιετίας, όταν τα ελλαδικά και ξένα ΜΜΕ είχαν αφηνιάσει περί επικείμενης συντέλειας του κόσμου, λόγω κάποιου ιού κ.λπ. Επειδή όμως διαψεύστηκαν αυτές οι προφητείες, προέκυψε το «ανεμογκάστρι». Αφού πρόκειται για μια κατάσταση όπου εμφανίζονται εξωτερικά συμπτώματα εγκυμοσύνης χωρίς όμως να υπάρχει πραγματική κυοφορία. Ο τίτλος και υπότιτλος, λοιπόν, είναι συμβολικοί και σκωπτικοί αυτής της όλης κατάστασης.

-Εν ολίγοις, πώς θα χαρακτηρίζατε, ειδολογικά, αυτό το βιβλίο σας;

Γ.Β.: Συνήθως, για να με αφήνουν ήσυχο, λέω σε όλους ότι πρόκειται για «auto-fiction» (αυτοβιογραφία-μυθοπλασία). Είναι και αυτό βέβαια, αλλά όχι μόνο αυτό. Ειλικρινά δεν μπορώ να σας απαντήσω, διότι εξαρχής ήθελα ακριβώς αυτό: να είναι ακατάτακτο. Γι’ αυτό και την καλύτερη απάντηση τη δίνει, ίσως, ένας χαρακτήρας, ο Μελέτης Αναγνώστου, ο οποίος λέει χαρακτηριστικά στον «Πρόλογό» του: «[Αλλά] Πώς να καθορίσεις αν το magnum opus [του Ρηγαλακάκου] ήταν μυθιστόρημα, συρραφή διηγημάτων, αυτοβιογραφία, βιογραφία, φιλολογικά απομνημονεύματα, ημερολογιακές σημειώσεις, δοκίμιο, κριτική, επιστημονική φαντασία, ή διατριβή, τη στιγμή που το βιβλίο του δεν ήταν παρά μια παρωδία όλων αυτών των διασταυρουμένων ειδών (genres). […] ή μήπως ήταν ένα απονενοημένο εγχείρημα [προκειμένου] να κατανοήσει το πραγματικό νόημα της γραφής και να πει τον τελευταίο του λόγο για το μέγα μυστήριο της λογοτεχνίας;»

Το εξώφυλλο του βιβλίου «Το ανεμογκάστρι: Αποδελτιώνοντας τη συντέλεια του κόσμου (Μαρτυρίες)» των εκδόσεων Οδός Πανός

-Επειδή στο «Ανεμογκάστρι» παρελαύνει ένα πλήθος Ελλήνων και ξένων λογοτεχνών, αναπόφευκτα πέφτω στον πειρασμό να σας ρωτήσω: Από όλους τους συγγραφείς που έχετε διαβάσει και δεν είχατε την τύχη να γνωρίσετε, ποιον απ’ τους τεθνεώτες θα θέλατε να συναντήσετε και να του πάρετε συνέντευξη;

Γ.Β.: Χαίρομαι που με ρωτάτε, γιατί έχω ήδη δημοσιεύσει, σε βιβλία μου και διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά της Ελλάδας, συνεντεύξεις που μου έχουν δώσει κάποιοι… τεθνεώτες (!) Έλληνες λογοτέχνες, όπως οι Κωστής Παλαμάς, Κ.Π. Καβάφης, Ντίνος Χριστιανόπουλος και Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. Θέλω να ολοκληρώσω όμως αυτό το εγχείρημα παίρνοντας συνεντεύξεις και από λογοτέχνες όπως οι Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Γεώργιος Βιζυηνός, Διονύσιος Σολωμός, Νίκος Καζαντζάκης, Κ.Γ. Καρυωτάκης, Στρατής Μυριβήλης, Μ. Καραγάτσης, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Ανδρέας Εμπειρίκος, Κώστας Ταχτσής, Νίκος Καχτίτσης, Γιώργος Ιωάννου, Άρης Αλεξάνδρου. Ίσως και κάποιους άλλους. Από τους ξένους θα ήθελα να συνομιλήσω με τους: Χόρχε Λουίς Μπόρχες (αν και έχω ήδη δημοσιεύσει ήδη συνομιλία μας στο βιβλίο μου «Με τον Μπόρχες στον Ευρώτα»), Φραντς Κάφκα, Μαρσέλ Προυστ, Έντγκαρ Άλλαν Πόε, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Αλμπέρ Καμύ, Τζόζεφ Κόνραντ, Τζέιμς Τζόυς, Σάμιουελ Μπέκετ, Μίλαν Κούντερα, Ίταλο Καλβίνο, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και Πάτρικ Γουάιτ.

-Συχνά στα βιβλία σας υποδύεστε και τον ρόλο του δημοσιογράφου, ιδίως μέσα από αυτές τις «συνομιλίες» με συγγραφείς. Εσείς ως λογοτέχνης, πώς βλέπετε τη δημοσιογραφία;

Γ.Β.: Όπως έχω γράψει και παλαιότερα, «ο ρόλος της δημοσιογραφίας υπήρξε ανεκτίμητος και καταλυτικός στη ζωή μου, ιδίως τη συγγραφική. Εκτός του ότι ήταν για μένα το καλύτερο σχολείο δημιουργικής γραφής, από πολύ νωρίς με έφερε σε επαφή με ένα ευρύτατο αναγνωστικό κοινό στο οποίο, διαφορετικά, δύσκολα θα είχα πρόσβαση. […] Ο νομπελίστας Μάρκες, που θαυμάζω ιδιαίτερα, και που για πολλά χρόνια υπήρξε δημοσιογράφος, είχε ομολογήσει ότι πάρα πολλά μυστικά της γραφής του τα έμαθε μέσα από τη θητεία του στη δημοσιογραφία, τονίζοντας: «H δημοσιογραφία είναι το ωραιότερο επάγγελμα του κόσμου!…» Συνυπογράφω και επαυξάνω ανεπιφύλακτα, με τον εξής όμως αστερίσκο: Αρκεί να μη την “παντρευτείς”, αλλά να την εγκαταλείψεις νωρίς! Όπως άλλωστε δεν την “παντρεύτηκε” ούτε ο Μάρκες…» Ούτε κι εγώ άλλωστε. Της χρωστάω όμως πολλά, γι’ αυτό και ουδέποτε έκοψε σχέσεις μαζί της.

-Στα βιβλία σας δεν εμβαθύνουμε μόνο στις δικές σας εμπειρίες και σκέψεις, αλλά και σε έναν πλούσιο ‘διάλογο’ με άλλους σπουδαίους συγγραφείς. Τι προσφέρει σε σας αυτός ο ‘διάλογος’; Είναι μια ανάγκη για απαντήσεις ή για τη διατύπωση νέων ερωτημάτων;

Γ.Β.: Ολόκληρη η Τέχνη, και ειδικότερα η λογοτεχνία, δεν είναι προϊόν παρθενογένεσης, αλλά επιμιξίας, όπως σοφά παρατηρεί ο Σεφέρης. Δηλαδή ανάμειξης και διασταύρωσης πολλών ανθρώπων που την γονιμοποιούν, την μπολιάζουν, την ανανεώνουν, και συνεχίζουν τη διαιώνισή της. Γι’ αυτό και ο Σεφέρης, πολύ εύστοχα, λέει σ’ ένα του ποίημα: «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας…». Ιδίως η λογοτεχνία δεν μπορεί παρά να είναι «συνομιλία» με άλλους – συγγραφείς, αναγνώστες, αλλά και με άλλες μορφές τέχνης. Οι συγγραφείς συνδιαλέγονται με τους αναγνώστες τους αλλά και με άλλους ομοτέχνους τους, οι αναγνώστες με τους συγγραφείς και, ενίοτε, και με άλλες μορφές τέχνης και τους δημιουργούς τους. Χαρακτηριστικό είναι αυτό που λέει ένας χαρακτήρας στο «Ανεμογκάστρι»: «Αλλά ένα […] βιβλίο δεν μπορεί ποτέ να γεννηθεί από ένα κοινό άνθρωπο, αλλά από την κοινοπραξία πολλών “ιερών τεράτων” μαζί. […] Πρέπει δηλαδή να αποτελείται από τον εγκέφαλο ενός Καλβίνο, την καρδιά ενός Καλλιφατίδη, τους πνεύμονες ενός Κούντερα, το συκώτι μιας Κρανάκη, τα νεφρά ενός Αλεξάκη, τα μάτια ενός Μάρκες, τ’ αφτιά ενός Μπόρχες, τη μύτη ενός Πεντζίκη, τη γλώσσα ενός Έκο και τα όργανα πολλών άλλων…»

Το έργο σας έχει συχνά φιλοσοφικές διαστάσεις. Όταν ξεκινάτε ένα βιβλίο, τι είναι αυτό που αναζητάτε; Η ίδια η γραφή μπορεί να σας οδηγήσει σε απρόσμενα μονοπάτια, να σας εκπλήξει με την κατεύθυνση που παίρνει η αφήγηση;

Γ.Β.: Στο αμιγώς «λογοτεχνικό» μου έργο (μυθοπλασία-θέατρο) δεν «φιλοσοφώ». Βασικά ανατέμνω πτυχές της καθημερινότητας των ανθρώπων, του μυστηρίου και φαινομένου της ύπαρξης. Άλλωστε όλη η λογοτεχνία με αυτό ακριβώς ασχολείται. Την αποκρυπτογράφηση απόκρυφων πλευρών της ύπαρξης. Την ακτινογράφηση ενσταντανέ της περίπλοκης καθημερινότητας, των αδιεξόδων και περιπετειών του ανθρώπου. Η λογοτεχνία δεν λύνει προβλήματα, δεν καταργεί το «κακό», ούτε παίζει κοσμοσωτήριο ρόλο. Απλώς σπάει τη μονοτονία, απαλύνει τα άγχη του ανθρώπου και τον ανακουφίζει, προσφέροντάς του μια άλλη, διαφορετική ματιά και οπτική του κόσμου και της ζωής που δεν υποψιαζόταν καν. Το σημαντικότερο: τον βοηθά να αποκτήσει αυτογνωσία. Συχνά, αν όχι πάντα, η γραφή, ως πλοηγός, με οδηγεί εκεί που αυτή θέλει, σε κάποια άγνωστα μονοπάτια πού πρέπει να ακολουθήσω για να βγω στο ξέφωτο. Αυτό ίσως αποτελεί και τη μεγαλύτερη γοητεία της συναρπαστικής τέχνης του γράφειν.

Σε παλαιότερες εποχές με τον Βασίλη Βασιλικό (αριστερά) σε Έκθεση Βιβλίου στην Αθήνα

– Όταν γράφετε, σε ποιον απευθύνεστε; Ποιος είναι ο «αναγνώστης» στον οποίο μιλάτε;

Γ.Β.: Βασικά σ’ εμένα τον ίδιο. Ο πρωταρχικός αναγνώστης είμαι εγώ και μετά οι άλλοι. Πρώτον, διότι είμαι ο πιο απαιτητικός και αυστηρός αναγνώστης του εαυτού μου. Που σημαίνει ότι αν ένα πόνημά μου αρέσει σ’ εμένα, πιθανότατα θα αρέσει και στους άλλους. Δεύτερον, «γράφω τα βιβλία που θα ήθελα να διαβάσω και δεν τα βρίσκω», όπως είχα πει σε παλαιότερη συνέντευξή μου. Αυτό μπορεί να ακούγεται αυτάρεσκο και ολίγον μαζοχιστικό, αλλά είναι η πραγματικότητα. Διότι η ίδια η λογοτεχνία δεν είναι φυσιολογική πράξη, αλλά μια μορφή διαστροφής. Διαφορετικά δεν εξηγείται γιατί να κλείνεται κανείς μια ζωή μέσα σε τέσσερις τοίχους παλεύοντας με χαρτιά, μελάνια, γραφομηχανές/ υπολογιστές και κάθε λογής «φαντάσματα». Ενώ θα μπορούσε θαυμάσια να απολαμβάνει την ομορφιά μιας ηλιόλουστης ημέρας σε μια παραθαλάσσια ψαροταβέρνα, με την παρέα καλών φίλων. Ο δεύτερος παραλήπτης όμως, μετά από μένα, είναι πάντα μια γυναίκα. Όχι κάποια συγκεκριμένη, αλλά το γυναικείο φύλο γενικότερα. Δεν ξέρω γιατί. Αυτό ίσως να εξηγεί το γιατί η πλειοψηφία του αναγνωστικού μου κοινού είναι γυναίκες, παρ΄ότι έχω, φυσικά, και φανατικούς αναγνώστες του αντρικού φύλου. Δεν αποκλείεται οι γυναίκες, με το αλάνθαστο αισθητήριό τους, να διαισθάνονται ότι γράφω έχοντας υπόψη μου κυρίως αυτές.

– Θυμάστε την πρώτη φορά που νιώσατε την ανάγκη να γράψετε; Ποιο ήταν το πρώτο σας κείμενο;

Γ.Β.: Έγραφα πολύ πριν… μάθω να γράφω. Τα σκιρτήματα της γραφής μάλλον άρχισαν απ’ όταν ήμουν… έμβρυο! Απόδειξη αυτού είναι ο τίτλος ενός υπό έκδοση βιβλίου μου με τίτλο «Απομνημονεύματα εμβρύου» που ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει προσεχώς, για πρώτη φορά, στην… Κίνα, παρακαλώ, σε κινέζικη μετάφραση! Πολύ πριν πάω σχολείο, είχα πάθος να χαράσσω γραμμές και σύμβολα σαν τους αρχαίους Σουμέριους! Αρχικά πάνω στο χώμα, στην άμμο, σε πέτρες, κεραμίδια και κορμούς δέντρων. Αργότερα, όταν έμαθα ανάγνωση και γραφή, είχα πάθος να γράφω στο πίσω μέρος άδειων πακέτων από τσιγάρα («Άρωμα», «Καρέλια» και Παπαστράτο»). Τα γράμματα που με σαγήνευαν περισσότερο ήταν τα: ζ, θ, ξ, φ, ψ, και ω. Ίσως επειδή ήταν ασυνήθιστα και έμοιαζαν στα παιδικά μου μάτια με… ιερογλυφικά. Τρελαινόμουν να «γονιμοποιώ» με το Bic μου κάθε λευκή σελίδα που έπεφτε στα χέρια μου. Εξωσχολικά κείμενα άρχισα να γράφω από 11 χρονών. (Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα στο αρχείο μου). Το πρώτο λογοτεχνικό μου κείμενο ήταν ένα διήγημα με τίτλο «Μια ανάμνηση». Πρωτοδημοσιεύτηκε στο ομογενειακό περιοδικό του Σίδνεϊ «Ελληνίς» (δεν θυμάμαι τώρα τη χρονολογία) και αναδημοσιεύτηκε στην πρώτη συλλογή μου διηγημάτων «Σκιαγραφίες του κόσμου» που κυκλοφόρησε στη Μελβούρνη το 1973.

– Αν μπορούσατε να μιλήσετε στον νεαρό έφηβο εαυτό σας, όταν έφτασε πρώτη φορά στην Αυστραλία το 1965, τι θα του λέγατε; Ποια συμβουλή θα του δίνατε;

Γ.Β.: Δεν θα σας απαντήσω υποθετικά, γιατί τυγχάνει να μιλώ πολύ συχνά στον «νεαρό έφηβο εαυτό μου» και του λέω πάντα τα εξής: Ότι το καλύτερο πράγμα που έκανε στη ζωή του ήταν να αφουγκραστεί τη φωνή της καρδιάς του και να ακολουθήσει τις συμβουλές της. Όχι αυτές των άλλων, και πολύ λιγότερο αυτές της λογικής. Να κάνει δηλαδή αταλάντευτα αυτό που πραγματικά επιθυμούσε. Αγνοώντας τις διάφορες ανόητες σειρήνες που τον ζάλιζαν με σαχλαμπούχλες για απόκτηση υλικών αγαθών, χρημάτων κι επίγειων θησαυρών. Αντιθέτως, χωρίς να έχω μελετήσει τότε τον σοφό Κομφούκιο, επέλεξα αυθόρμητα τη δική του προτροπή: «Αν θέλεις να είσαι χαρούμενος, ευτυχισμένος και πλούσιος, χωρίς να δουλέψεις ποτέ στη ζωή σου, διάλεξε μια δουλειά που αγαπάς με πάθος και που δεν θα μπορούσες να ζήσεις χωρίς αυτή». Αυτό ακριβώς έκανα και δεν το μετάνιωσα ποτέ.

– Αν και ζείτε στην Αυστραλία από δεκατεσσάρων ετών, συνεχίζετε να γράφετε τα βιβλία σας στα ελληνικά. Πώς εξηγείτε αυτή η επιμονή στη μητρική σας γλώσσα;

Γ.Β.: Το ερώτημα σε ποια γλώσσα έπρεπε να γράφω με βασάνισε πολύ το πρώτο διάστημα της αποδημίας. Ευτυχώς όμως που διήρκησε μόνο δυο-τρεις εβδομάδες, γιατί σύντομα συνειδητοποίησα ότι δεν είχα επιλογή. Κι αυτό διότι συνήθως δεν επιλέγουμε εμείς τη γλώσσα, αλλά αυτή επιλέγει εμάς. Εννοώ ότι η επιλογή μου έγινε από αναγκαιότητα και όχι τόσο επειδή «τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική» (Ελύτης) και δεν έπρεπε να την προδώσω. Υπήρχαν βέβαια τότε και αυτοί οι παράγοντες: συναισθηματικοί λόγοι, λόγοι μη αφομοίωσης στη νέα πατρίδα, και άλλοι. Ο πραγματικός λόγος όμως ήταν ότι συνειδητοποίησα εξαρχής ότι ουδέποτε θα μπορούσα να γράψω λογοτεχνία στα αγγλικά, όσο καλά κι αν μάθαινα αυτή την ξένη γλώσσα. Γιατί πάνω απ’ όλα η λογοτεχνία είναι ζήτημα «ψυχής». Και η ψυχή σπανιότατα μπορεί να εκφραστεί αποτελεσματικά με ξένα δεκανίκια, σε μια «δανεική» γλώσσα. Διότι ούτε… υιοθετείται ούτε πολιτογραφείται.

– Ως άνθρωπος που έφυγε έφηβος από την Ελλάδα, πώς σας καθόρισε η εμπειρία της ξενιτιάς; Πώς πέρασε αυτή η εμπειρία στα έργα σας και στην «οπτική» σας για τον κόσμο;

Γ.Β.: Αν «καθόρισε» κάτι, αυτό είναι ότι, ως άτομο, με έκανε να νιώθω και να είμαι δυο φορές Έλληνας. Τίποτε άλλο. Ως δημιουργό όμως η εμπειρία της ξενιτιάς υπήρξε καταλυτική για το λογοτεχνικό μου έργο. Όσο τραυματική κι αν ήταν αρχικά, ή εξαιτίας αυτού του «τραύματος», γονιμοποίησε ευδοκίμως το έργο μου, το έκανε να θάλλει, το απογείωσε.)

– Σε παλαιότερη συνέντευξη μου είχατε πει ότι «η τέχνη επηρεάζει τη ζωή και η ζωή την τέχνη». Πώς εμπλούτισε – ίσως και υπαρξιακά – το συγγραφικό σας έργο ο νόστος, η απόσταση από την πατρίδα;

Γ.Β.: Την εμπλούτισε σε αφάνταστο βαθμό. Γιατί οτιδήποτε «ξένο» (χώρα, τόπος, γλώσσα, κουλτούρα, νοοτροπία, κ.λπ) σου αλλάζει την όλη «ματιά», σου δίνει μια άλλη διάσταση και προοπτική στο να βλέπεις τον κόσμο και τα πράγματα. Ιδίως όταν είσαι λογοτέχνης. Ενδεικτική είναι η απάντηση που μου έδωσε ο αείμνηστος φίλος μου Βασίλης Βασιλικός όταν τον ρώτησα «Γιατί οι Έλληνες της Διασποράς θεωρούνται δύο φορές Έλληνες». Προσέξτε τι μου είπε: «Γιατί ακριβώς κουβαλάνε τη διπλή Ελλάδα: την Ελλάδα που έχουν μέσα τους και την πραγματική. Κι αυτή που έχουν μέσα τους είναι άφθαρτη, γιατί είναι ιδέα, είναι πλατωνική. Αλλά αυτό είναι που δίνει ζωή στον άνθρωπο: όχι η πραγματικότητα αλλά η ουτοπία, ο ου τόπος. Άρα λοιπόν, όντως μακριά απ’ τον τόπο τους, έχουν την ουτοπία της Ελλάδας που είναι πολύ θρεψιγόνα. Στον τόπο θάβεσαι. Ο τόπος είναι μνήμα. Στον ου τόπο ανασταίνεσαι. Ο ου τόπος είναι μνήμη» (βλ. το βιβλίο μου «Τα αμαρτύρητα: Σχέδιο βιογραφίας του Βασίλη Βασιλικού, εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2018). Αυτό τα λέει όλα, νομίζω.

Από ομιλία του Γιάννη Βασιλακάκου σε εκδήλωση στη Μελβούρνη

– Ποιο είναι το δυσκολότερο πράγμα στο να είναι κανείς Έλληνας συγγραφέας που ζει και δημιουργεί εκτός Ελλάδας;

Γ.Β: Η αποκοπή από τον ομφάλιο λώρο της πατρίδας, τον άμεσο ζωτικό του χώρο – τις εμπειρίες του περίγυρου, τους εκδότες, το αναγνωστικό του κοινό, τους δημοσιογράφους, τα ΜΜΕ, τον συγχρωτισμό με τους ανθρώπους. Θυμάμαι μια χρονιά, παλαιότερα, που η ΕΡΤ μου τηλεφώνησε ξαφνικά για να συμμετάσχω στο πάνελ μιας εκπομπής-αφιέρωμα για την «κρίση του ελληνικού βιβλίου», εντός και εκτός Ελλάδας, με άλλους καλεσμένους ειδήμονες του χώρου (εκδότες, συγγραφείς κ.λπ). Ήθελαν να είμαι εκεί δια ζώσης για να παρουσιάσω την «οπτική» ενός Έλληνα συγγραφέα της Διασποράς. Τους είπα ευχαρίστως, αλλά δεν γίνεται να ταξιδέψω επί 20 ώρες για τις ανάγκες… δύο ωρών τηλεοπτικής εκπομπής! Εντάξει μου λένε, τότε θα μας μιλήσεις τηλεφωνικά κι εμείς θα δείχνουμε στους δέκτες της τηλεόρασης τη… φωτογραφία σου! Κι έτσι έγινε, παρ΄ότι χρειάστηκε να ξυπνήσω πριν τις… πέντε μες στα άγρια χαράματα! Βέβαια σήμερα είναι πολύ καλύτερα με τη σύγχρονη τεχνολογία, αλλά και πάλι… Πάντως, εγώ τα βολεύω, γιατί επισκέπτομαι συχνά την Ελλάδα, αφού έχω ένα σπίτι στην Αθήνα, και μένω αρκετούς μήνες ώσπου να βαρεθώ, αναπληρώνοντας τα όποια κενά της απουσίας μου. Παρ’ όλα αυτά κάποιοι εκδότες μου… γκρινιάζουν λίγο που δεν ζω μόνιμα εκεί, για να προωθώ τα βιβλία μου… Όμως, αν ζούσα μόνιμα στην Αθήνα –αν και την υπεραγαπώ– πιθανότατα να δυσανασχετούσα με τις γνωστές παθογένειές της. Ενώ τώρα έχω βρει μια κάποια ισορροπία, ας πούμε, – ή έτσι θέλω να πιστεύω.

– Το συγγραφικό σας έργο, εκτός από την Ελλάδα και την Αυστραλία, έχει τύχει διεθνούς αναγνώρισης, καθώς έχει μεταφραστεί σε αγγλικά, ιταλικά, κινέζικα. Επίσης, ένα πλήθος εκτεταμένων παραπομπών/αναφορών έχουν γίνει σε μελέτες, διδακτορικές διατριβές και άλλα δημοσιεύματα σε πολλές χώρες του κόσμου (Αυστραλία, Αγγλία, Αμερική, Γαλλία, Τσεχοσλοβακία, Ινδία, αλλά και ισπανόφωνες χώρες). Πώς αισθάνεστε που η γραφή σας συναντά άλλες γλώσσες και κουλτούρες;

Γ.Β.: Ως κοσμοπολίτης πλέον συγγραφέας, χαρά και ικανοποίηση. Και για την αναγνώριση του όποιου ταλέντου μου. Και που ο τεράστιος μόχθος δεκαετιών έχει αποδώσει πλούσιους καρπούς. Και δικαίωση, φυσικά, για την αρχική μου απόφαση να γράφω ελληνικά. Διότι αν ένα έργο αξίζει, τότε ασχέτως σε ποια γλώσσα γράφεται, θα αναγνωριστεί και θα βρει απήχηση παντού – ακόμη και μέσω των μεταφράσεων.

– Τέλος, ποια βιβλία σας αναμένεται να κυκλοφορήσουν προσεχώς;

Γ.Β.: Πρώτον, η διδακτορική μου διατριβή «Μαγική εικών χωρίς εικόνα; (Αφηγηματικές τεχνικές και μεταμοντερνιστικές πρακτικές στο πεζογραφικό έργο του Νίκου Καχτίτση)». Αν κι έχει δημοσιευτεί σε συντομευμένη μορφή στο έγκυρο αθηναϊκό λογοτεχνικό περιοδικό «Μανδραγόρας» (σε ένα αφιέρωμα για τον Καχτίτση), σε μορφή βιβλίου θα κυκλοφορήσει αυτούσιο σε Ελλάδα και Αμερική. Δεύτερον, η αγγλική μετάφραση και έκδοση της βιογραφίας μου μπεστ σέλερ «Κώστας Ταχτσής: Η αθέατη πλευρά της σελήνης – η ζωή του». Θα κυκλοφορήσει, αρχικά, στην Αυστραλία. Τρίτον, το βιβλίο μου «Απομνημονεύματα εμβρύου» το οποίο, όπως προανέφερα, θα κυκλοφορήσει σε κινεζική μετάφραση στη Λαϊκή Δημοκρατία Κίνας. Επίσης, μεταφράζεται και μια νουβέλα μου για τον πολυκύμαντο βίο και την πολιτεία της μέγιστης Ελληνίδας σοπράνο Μαρίας Κάλλας στα… ιαπωνικά! Τα βιβλία μου, να σημειώσω, μελετώνται, εδώ και χρόνια, σε κάποια πανεπιστημιακά Τμήματα Ελληνικών Σπουδών της Ιαπωνίας.