Η δραματική πτώση της τιμής του πετρελαίου κατά τους τελευταίους μήνες, ήταν σίγουρο ότι θα είχε νικητές και χαμένους. 

Νικητής στην προκειμένη περίπτωση, αναδεικνύεται η μέχρι πρότινος προβληματική Qantas η οποία προχθές και για το α’ εξάμηνο του οικονομικού έτους 2015-2016, ανακοίνωσε κέρδη της τάξης των $921 εκατ. (προ απόδοσης φόρου), γεγονός το οποίο ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας, Alan Joyce, απέδωσε εν μέρει στην πτώση της τιμής του πετρελαίου αλλά και στη σωστή διαχείριση της εταιρίας. 

Και ενώ η Qantas «πετάει στα σύννεφα», η BHP «προσγειώθηκε ανώμαλα» καθώς σύμφωνα με τα τελευταία αποτελέσματα χρήσης για το α’ εξάμηνο του παρόντος οικονομικού έτους, οι απώλειες της έφτασαν τα $7,8 δις και σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλό της Andrew Mackenzie, η πτώση της τιμής του πετρελαίου στην παγκόσμια αγορά ήταν και ο κύριος λόγος που οδήγησε τον ενεργειακό κολοσσό σε αυτή τη θέση. 

Οι απώλειες της BHP συνοδεύονται και από ανακοίνωση του διευθύνοντα συμβούλου της, στην οποία ανέφερε ότι η αλλαγή μερισματικής πολιτικής της εταιρίας είναι πλέον επιβεβλημένη. Η πρώτη κίνηση προς αυτήν την κατεύθυνση ήρθε άμεσα. Ο κ. Mackenzie ανακοίνωσε ότι το μέρισμα που θα αποδοθεί στους επενδυτές για την συγκεκριμένη χρηστική περίοδο θα μειωθεί από 65 σεντς του αμερικανικού δολαρίου στα 16 σεντς ανά μετοχή, κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά τα τελευταία 28 χρόνια. 

Οι απώλειες της BHP και η αλλαγή της μερισματικής πολιτικής της εταιρίας αναμένεται να έχουν άμεσες συνέπειες στα συνταξιοδοτικά ταμεία των πολιτών (superannuation funds) καθώς πολλά απ’ αυτά έχουν επενδύσει στην BHP εταιρία που θεωρείτο ως μία από τις ασφαλέστερες για να επενδύσει κάποιος. 

Παρά τις μεγάλες απώλειες της εταιρίας, ο διευθύνων σύμβουλός της δήλωσε ότι είναι αισιόδοξος για το μέλλον καθώς πιστεύει ότι η τιμή του πετρελαίου θα ανακάμψει εντός του επομένου 18μηνου.

Τις εκτιμήσεις του κ. Mackenzie συμμερίζονται και αναλυτές της αγοράς που ανέφεραν χθες ότι η αλλαγή της μερισματικής πολιτικής θα επιτρέψει την εισροή κεφαλαίων στην εταιρία γεγονός που αφενός θα βελτιώσει την οικονομική της κατάσταση και αφετέρου θα της δώσει την ευκαιρία να προβεί σε περαιτέρω επενδύσεις προκειμένου να ανταπεξέλθει στους «χαλεπούς» καιρούς που περνά η παγκόσμια ενεργειακή αγορά.