ΥΠΑΡΧΕΙ μακραίωνη ιστορία συμμετοχής Ελλήνων στο πλευρό της Ρωσίας στην Κριμαία. Στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, το Ελληνικό Τάγμα της Μπαλακλάβα, αποτελούμενο από Έλληνες κατοίκους της Σεβαστούπολης, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας και στην εκδίωξη των Οθωμανών από την περιοχή.

Κατόπιν εισηγήσεως του Γκριγκόρι Ποτέμκιν και προς ικανοποίηση της Μεγάλης Αικατερίνης, το Τάγμα συγκρότησε και ένα γυναικείο σώμα «Αμαζόνων», αποτελούμενο από εκατό συζύγους και θυγατέρες Ελλήνων στρατιωτών, υπό την αρχηγία της Ελένης Ιβάνοβνα Σαράντοβα, συζύγου του αξιωματικού Ιωάννη Σαράντη. Εκπαιδευμένες στη στρατιωτική πειθαρχία και στη χρήση του ξίφους, προκάλεσαν τέτοια εντύπωση στην τσαρίνα, ώστε η τελευταία απένειμε στην Σαράντοβα τον βαθμό της λοχαγού, καθώς και ένα διαμαντένιο βραχιόλι αξίας 10.000 ρουβλίων.

Εξίσου αποτελεσματικό στην ξηρά και στη θάλασσα, το Τάγμα συνέβαλε στην κατάληψη της Καφφά και της Σουδάκ. Πριν από τη διάλυσή του το 1859, το Τάγμα, του οποίου η οργάνωση ήταν βασισμένη στο πρότυπο των Κοζάκων του Ντον, καθώς θεωρούνταν εγγύτερο στον ελληνικό χαρακτήρα και τις εθνικές παραδόσεις, αγωνίστηκε σθεναρά εναντίον της βρετανικής κατοχής της Μπαλακλάβα κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο.

Ο πόλεμος, του οποίου η αφορμή φαινομενικά υπήρξαν οι καθολικές παρεμβάσεις σε ορθόδοξες κτίσεις στους Αγίους Τόπους και η απαίτηση του Γάλλου Αυτοκράτορα να ασκήσει κυριαρχία επί των χριστιανών της περιοχής –προνόμιο που έως τότε ανήκε στη Ρωσία– έφερε αντιμέτωπες τις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης σε συμμαχία με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σε αντίθεση με τον σύγχρονο πόλεμο που μαίνεται στην ίδια περιοχή, η μοναδική σύμμαχος της Ρωσίας ήταν το νεοσύστατο Βασίλειο της Ελλάδος, το οποίο θεώρησε τη δέσμευση οθωμανικών στρατευμάτων μακριά από τα Βαλκάνια ως ευκαιρία εισβολής στη Θεσσαλία και την Ήπειρο. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τον αποκλεισμό του Πειραιά από τις γαλλοβρετανικές δυνάμεις για τρία χρόνια, μεταξύ 1854-1857. Η Επανάσταση της Ηπείρου που προκάλεσε ο Όθωνας το 1854 απέτυχε παταγωδώς, όπως και οι εξεγέρσεις στην Κρήτη.

Η Ελλάδα αποκλείστηκε από τη μεταπολεμική ειρηνευτική διάσκεψη και δεν αποκόμισε κανένα όφελος από τον πόλεμο. Η δυσαρέσκεια που προέκυψε οδήγησε την πολιτική ηγεσία να καταλογίσει την ευθύνη στον βασιλέα για τη χαμένη ευκαιρία, γεγονός που οδήγησε σε κατακόρυφη πτώση της δημοτικότητάς του και τελικά στην έξωσή του το 1862.

Παρά την επίσημη ελληνική πολιτική –ή την απουσία αυτής– Έλληνες πολέμησαν και εντός της Κριμαίας. Τον Μάρτιο του 1854, συγκροτήθηκε στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες η Λεγεώνα Ελλήνων Εθελοντών, στην οποία υπήρχε αξιόλογη ελληνική παρουσία, και έλαβε μέρος στην πολιορκία της Σεβαστούπολης. Το 1855, η μονάδα μετονομάστηκε σε «Ἑλληνική Λεγεώνα του Αυτοκράτορα Νικολάου Α’».

Μετά την ρωσική εισβολή στη Μολδαβία, τον Δεκέμβριο του 1853, ο Πρίγκιπας Μιχαήλ Γκορτσακόφ ενέκρινε τη συγκρότηση σώματος εθελοντών υπό τον υποστράτηγο Σάλας. Λίγους μήνες αργότερα, ο αντιστράτηγος Φιοντόρ Ιβάνοβιτς Σοϊμόνοφ ανέφερε πως οι Έλληνες αριθμούσαν 1.097 άνδρες, οργανωμένους σε δέκα λόχους, δύο ταγμάτων, με αποστολή την υποστήριξη των ρωσικών δυνάμεων στη Μολδαβία. Τα δύο τάγματα ηγούνταν αξιωματικοί Σουλιώτικης καταγωγής: ο Κωνσταντίνος Ζέρβας το πρώτο και ο Βασίλειος Μπαλάφας το δεύτερο. Κατά τις πηγές της εποχής, οι περισσότεροι εθελοντές προέρχονταν από τη Θεσσαλία και την Ήπειρο, ενώ οι υπόλοιποι από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Μόνο το ένα δέκατο διέθετε στρατιωτική εμπειρία· οι υπόλοιποι ήταν κυρίως ναυτικοί ή έμποροι.

Υπήρχαν επίσης δύο άλλοι ανεξάρτητοι λόχοι: ο ένας υπό τον ιερέα Κωνσταντίνο Δούκα, ο άλλος υπό τον Αριστείδη Χρυσοβέργη, από τη Μεσημβρία. Το καλοκαίρι του 1854, ο Χρυσοβέργης, φέροντας τον βαθμό του λοχαγού και επικεφαλής 25 Ἑλλήνων εθελοντών, αντιμετώπισε αγγλική δύναμη 700 ανδρών στο φρούριο της Σουλίνας. Η μάχη στοίχισε στους Βρετανούς έξι αξιωματικούς και 72 στρατιώτες, μεταξύ αυτών και τον αριστοκράτη Χάιντ Πάρκερ Δ΄. Ο θάνατος του υιού του ναυάρχου Πάρκερ προκάλεσε έντονη αντίδραση στη Βρετανία και συζητήθηκε στη Βουλή. Ο ίδιος ο Χρυσοβέργης στα απομνημονεύματά του αναφέρει ότι αντιμετώπισε ακόμη και Κοζάκους που μάχονταν υπέρ των Οθωμανών.

Ο λόχος του πατρός Κωνσταντίνου Δούκα έλαβε μέρος σε μάχη μεταξύ ρωσικών και οθωμανικών δυνάμεων στο Γκιούργκιου, στις 5 Ιουλίου 1854. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, ο 3ος λόχος του 2ου Τάγματος υπό τον Στέργιο Χαρίση, πολέμησε στο χωριό Τσέρνα, με σχεδόν 100 νεκρούς και τραυματίες.

Παρότι οι στρατηγικές αποφάσεις λαμβάνονταν από τη ρωσική διοίκηση, τα ελληνικά σώματα διακρίνονταν για τις ιδιαιτερότητες τους. Εφοδίαζαν τους εαυτούς τους με οπλισμό και φορούσαν φουστανέλα, κατά το πρότυπο των Ευζώνων, αντί για ρωσική στολή. Το έμβλημα της Λεγεώνας περιλάμβανε τον φοίνικα, τον δικέφαλο αετό και έναν σταυρό πάνω σε ανεστραμμένη ημισέληνο.

Η ρωσική κατοχή της Μολδαβίας κατέστη ασύμφορη και με την αποχώρηση των Ρώσων, τα σώματα των άλλων εθνών – όπως των Μολδαβών και των Βλάχων – διαλύθηκαν. Από τους 1.079 Έλληνες, 1.045 παρέμειναν. Πέρα από τη φιλορωσική διάθεση, καθοριστικό ρόλο έπαιξε η αδυναμία επιστροφής λόγω πολέμου, ιδίως από τη στιγμή που οι περισσότεροι είχαν φτάσει δια θαλάσσης και η επιστροφή παρεμποδιζόταν από τον ναυτικό αποκλεισμό.

Μεταφερθέντες στην Κριμαία, οι Έλληνες υποστηρίχθηκαν κυρίως από την ελληνική κοινότητα της Οδησσού, η οποία συγκέντρωνε πόρους για τη διατροφή τους. Νέοι εθελοντές όφειλαν να υπογράψουν ότι θα εγκαθίσταντο στην Κριμαία μετά το πέρας του πολέμου, ανανεώνοντας μία ελληνική παρουσία με αρχαίες ρίζες.

Τον Φεβρουάριο του 1855, οι Έλληνες έφθασαν στην Ευπατορία και ανέλαβαν την υποστήριξη των Ρώσων στην πολιορκία της πόλης, υπό τον Φαναριώτη πρίγκιπα Μουρούζη. Η πολιορκία απέτυχε και 60 Έλληνες εθελοντές σκοτώθηκαν. Μετά την ήττα, μεταφέρθηκαν στη Σεβαστούπολη. Εκπαιδευμένοι στον ανταρτοπόλεμο των Βαλκανίων, αλλά απείθαρχοι στη δυτικοευρωπαϊκή στρατιωτική τάξη, δεν εντυπωσίασαν τον πρίγκιπα Ουρούσωφ, ο οποίος έγραψε περιφρονητικά:

«Δεν υπάρχει ούτε πειθαρχία ούτε οργάνωση. Οι εθελοντές απουσιάζουν από τα νοσοκομεία και καταφθάνουν δίχως έγγραφα· οι στρατιώτες δεν υπακούουν τους αξιωματικούς· οι λοχαγοί ασκούν διοίκηση μόνο τύποις.»

Η επιμονή των Ἑλλήνων να φορούν τη φουστανέλα εξόργισε ιδιαιτέρως τον Ουρούσωφ. Πρότεινε την αντικατάστασή της με ρωσική στολή για λόγους πειθαρχίας, πρόταση που βρήκε σύμφωνο τον λόγιο πρίγκιπα Μουρούζη, αλλά προσέκρουσε στην αντίθεση του ευειδούς Χρυσοβέργη. Πιο πρακτική κρίθηκε η πρόταση αντικατάστασης των απαρχαιωμένων τους πυροβόλων, για τα οποία η εύρεση φυσιγγίων ήταν δύσκολη εντός της πολιορκημένης πόλης, δεδομένης της εξαιρετικής τους σκοπευτικής δεινότητας.

Η Λεγεώνα αποδεκατίστηκε από επιδημία τύφου. Παρά την ανδρεία του Χρυσοβέργη στη μάχη του Κουργκάν, η πειθαρχία παρέμενε άλυτο ζήτημα και ο Μουρούζης αντικαταστάθηκε από τον Γρηγόριο Καντακουζηνό. Πολλοί λεγεωνάριοι διέφυγαν στη Βεσσαραβία, ζώντας υπό άθλιες συνθήκες, παρά τις προσπάθειες στήριξης από τους Έλληνες της Οδησσού. Η ιστορικός Μαρία Τοντόροβα αναφέρει:

«Τα αρχεία του ρωσικού υπουργείου πολέμου είναι γεμάτα εκκλήσεις από Έλληνες και Βούλγαρους, οι οποίοι, από τις αρχές του 1856, εγκαταλελειμμένοι και άποροι, ικέτευαν για εργασία ή βοήθεια».

Τον Ιούνιο του 1856, με τη διάλυση της Λεγεώνας και τη λήξη του πολέμου, περίπου 300 εθελοντές κατέπλευσαν στον Πειραιά, αλλά τους απαγορεύτηκε η είσοδος στην πατρίδα τους από φόβο για τις αντιδράσεις των Αγγλογάλλων. Αρκετοί επέλεξαν τελικά να εγκατασταθούν στη Ρωσία, κυρίως στα ελληνικά χωριά πέριξ της Μαριούπολης – σήμερα κατεστραμμένα – και στην Οδησσό, με την άδεια του Τσάρου Αλεξάνδρου Β΄.

Παρά τη φήμη τους ως απείθαρχων, οι Έλληνες εθελοντές τιμήθηκαν από τη ρωσική αυτοκρατορία. Από τους περισσότερους των 1.200 εθελοντών της Λεγεώνας, οι 730 έλαβαν το μετάλλιο «Για την Υπεράσπιση της Σεβαστούπολης» και 31 το Ανώτατο Στρατιωτικό Παράσημο, τον Σταυρό του Αγίου Γεωργίου.

Μνημείο για τη συμβολή τους σχεδιάστηκε ήδη από το 1864 στη Σεβαστούπολη, αλλά ανεγέρθηκε μόλις το 2016. Στο μεσοδιάστημα, οι Έλληνες επανήλθαν στην περιοχή, το 1919, με εντολή του Βενιζέλου, συμμετέχοντας στη δυτική επέμβαση υπέρ των Λευκών κατά των Μπολσεβίκων – μια καταστροφική εκστρατεία τόσο για τους Έλληνες της περιοχής όσο και για την ελληνική εξωτερική πολιτική εν γένει, θέτοντας τα θεμέλια της Μικρασιατικής Καταστροφής.