Παναγιώτης Γιαννούδης: Ο Κύπριος πρωτοπόρος του κινηματογράφου και της ομογένειας στην Αυστραλία (video)

Μια ζωή αφιερωμένη στον πολιτισμό, τον αγώνα και τη μνήμη της Κύπρου-Ένα αφιέρωμα στον ξεχωριστπό συμπάροικο που έφυγε πρόσφατα από την ζωή

Ο Παναγιώτης Γιαννούδης δεν ήταν απλώς ένας πετυχημένος επιχειρηματίας του κινηματογράφου. Υπήρξε ο ζωντανός σύνδεσμος ανάμεσα στην Κύπρο, την Ελλάδα και την Αυστραλία. Με πορεία δεκαετιών, μετέφερε όχι μόνο ταινίες, αλλά και τον παλμό του ελληνικού πολιτισμού στην παροικία, ενώ ταυτόχρονα υπήρξε πρωτεργάτης του Κυπριακού αγώνα από το μακρινό Νότο.

Σε μια συνέντευξη-μαρτυρία, λίγο πριν αποβιώσει, ξεδίπλωσε την προσωπική του πορεία, τις μνήμες από ανθρώπους και γεγονότα που σημάδεψαν τον Ελληνισμό της Διασποράς και το αίσθημα ευθύνης που τον διακατείχε ως το τέλος.

Η συνέντευξη αποτελεί μέρος της σειράς «Οι Άνθρωποί μας, οι Ιστορίες τους – Our People Their Stories», μιας «κιβωτού» ιστορικής μνήμης που έχει ξεκινήσει το ταξίδι της εδώ και μήνες.

Νεαρός αθλητής στην Κύπρο

Συνοπτικά, στο πλαίσιο του έργου «Our People Their Stories» καταγράφονται με οπτικοακουστικά μέσα προσωπικές ιστορίες μεταναστών πρώτης και δεύτερης γενιάς, οι οποίες συνθέτουν ένα «ζωντανό» Μουσείο που φιλοξενείται στον ιστότοπο: www.opts.org.au

Οι επισκέπτες έχουν ελεύθερη πρόσβαση σε προφορικές αφηγήσεις υπό τη μορφή τηλεοπτικών και ηχητικών ντοκουμέντων (Video Stories & Podcasts), ενώ και στις δύο κατηγορίες, το περιεχόμενο είναι δίγλωσσο (Ελληνικά και Αγγλικά).

Ο “Νέος Κόσμος” κατά καιρούς θα δημοσιεύει περιλήψεις από κάποιες ιστορίες ομογενών που έχουν ήδη καταγραφεί από το «Οι Άνθρωποί μας, οι Ιστορίες τους – Our People Their Stories».

Επιστρέφουμε στον Παναγιώτη Γιαννούδη για να σταθούμε λίγο σε κάποια από τα σημεία που περιέχει η παρουσίαση του.

Αξίζει να την δείτε και η πρόσβαση είναι δωρεάν. Πατήστε το ακόλουθο link.

Through cinema, he brought a sense of home to the expatriates

 

Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ

Ο Παναγιώτης Γιαννούδης γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 1935 στο μικρό χωριό Βουνί της επαρχίας Λεμεσού, στην Κύπρο. «Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα εκεί, με απλά παιχνίδια, χωρίς μοντέρνα παιχνίδια», θυμάται. Η φτώχεια δεν ήταν λιμός, αλλά τα παπούτσια αγοράζονταν μόνο στα μεγάλα γιορτινά, όπως το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα. «Ήμασταν ένα φτωχό χωριό, αλλά δεν πεινούσαμε», λέει.

Ο πόλεμος του 1940-1945 έφερε ανασφάλεια, μα ο μικρός Παναγιώτης ήταν μόνο πέντε χρονών όταν ξεκίνησε. «Δεν είχαμε ραδιόφωνα ή εφημερίδες στα χωριά, ο κόσμος μάθαινε τα νέα από τους μεγάλους», εξηγεί. Η ελπίδα όμως ήταν ζωντανή: όλοι ονειρεύονταν την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.

Ο Παναγιώτης Γιαννούδης (δεξιά) λίγο πριν αναχωρήσει για Αυστραλία

Τα πρώτα βήματα στον κόσμο της εργασίας και του αθλητισμού

Ο πατέρας του, που πολέμησε στον Πρώτο Παγκόσμιο, ασχολήθηκε μετά με τη γεωργία, παρότι η ζωή δεν ήταν εύκολη, ειδικά μετά από ένα σοβαρό ατύχημα που τον άφησε με παράλυση στο δεξί χέρι.

Ο ίδιος ο Παναγιώτης ξεκίνησε να δουλεύει από μικρός. «Μοιράζαμε αγγλικές εφημερίδες, δούλευα ως βοηθός ταμίας σε κινηματογράφο, και αργότερα ως βιβλιοδέτης σε λιθογραφείο», λέει. Την ίδια στιγμή, το σχολείο του στη Λεμεσό ήταν το Ελληνικό Γυμνάσιο, όπου διακρίθηκε στον αθλητισμό, κυρίως στα 400, 800 και 1500 μέτρα. Η αγάπη για τον αθλητισμό θα τον συντρόφευε και αργότερα στην Αυστραλία.

Ο Παναγιώτης μνημονεύει με συγκίνηση καθηγητές που σημάδεψαν τη ζωή του. «Ο κύριος Νικόλας Ξιούτας, ένας υπέροχος φιλόλογος και συγγραφέας, ήταν για μένα ξεχωριστός άνθρωπος. Κι ο κ. Σούκρης, καθηγητής αγγλικών, μας μάθαινε τη γλώσσα χωρίς να έχει καν πανεπιστημιακή μόρφωση. Αυτοδίδακτος και ταλαντούχος.»

Ο Παναγιώτης Γιαννούδης όταν, νεαρός, εργαζόταν σε κινηματογράφο της Κύπρου

Τα χρόνια της ΕΟΚΑ και η αβεβαιότητα

Όταν ξέσπασε ο απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ το 1955, ο Παναγιώτης ήταν νεαρός και γεμάτος όνειρα. Αν και δεν εντάχθηκε ως μέλος, η οικογένεια και οι φίλοι του συμμετείχαν ενεργά. «Ήταν ένας τίμιος αγώνας, ένα όνειρο γενεών για την Κύπρο», λέει.

Παράλληλα, οι δουλειές μειώνονταν και η αβεβαιότητα για το μέλλον αυξανόταν. Η επιθυμία του να σπουδάσει γυμναστικός στην Ελλάδα δεν εκπληρώθηκε, λόγω οικονομικών δυσκολιών.

Τα ζεύγη Γιαννούδη, Ραυτόπουλου

Η απόφαση της μετανάστευσης και το μεγάλο ταξίδι

«Η αδερφή μου ήταν ήδη στην Αυστραλία, παντρεμένη. Μου έστειλε πρόσκληση και αποφάσισα να έρθω, σκεπτόμενος να μείνω πέντε χρόνια», θυμάται. Ο πατέρας του δεν ήθελε να τον αφήσει, αλλά η έλλειψη δουλειάς και το αβέβαιο μέλλον στην Κύπρο τον ώθησαν να φύγει.

Το ταξίδι ήταν μακρύ και δύσκολο: επτά μέρες με το αεροπλάνο, από την Κύπρο μέχρι τη Μελβούρνη, με στάσεις σε Βηρυτό, Τεχεράνη, Μουμπάι, Σιγκαπούρη και Σίδνεϊ. «Ήμουν ο μόνος Κύπριος στο αεροπλάνο. Οι υπόλοιποι Έλληνες ήταν ηλικιωμένοι και δεν ήξεραν αγγλικά. Έπρεπε να τους μεταφράζω συνέχεια», αφηγείται με ένα χαμόγελο.

Ο Παναγιώτης Γιαννούδης με την σύζυγό του

Οι πρώτες μέρες στην Αυστραλία: Φιλίες, δουλειά και το όνειρο του κινηματογράφου

Φτάνοντας στη Μελβούρνη, βρήκε καταφύγιο στο σπίτι της αδερφής του στο Fitzroy, που τον περίμενε με τον άντρα της και τον γιο τους. «Η συγκίνηση ήταν μεγάλη, ειδικά επειδή ήταν έγκυος σχεδόν οκτώ μηνών.»

Οι πρώτες μέρες ήταν γεμάτες προσαρμογές: πήγε σε κινηματογράφο για να δει μια ταινία και αποφάσισε πως ήθελε να δουλέψει εκεί. Παρότι αρχικά του είπαν ότι τα ταμεία ήταν μόνο για κορίτσια, βρήκε θέση ως βοηθός μηχανικός. Έτσι ξεκίνησε η καριέρα του στον κινηματογράφο, που θα τον συνόδευε μια ζωή.

Παράλληλα, έμαθε αγγλικά, εργάστηκε σε εργοστάσιο, και έγινε αθλητής στο Collingwood. Το όνειρό του όμως ήταν να κάνει κάτι δικό του.

Συχνά-πυκνά ήταν πίσω από μια κάμερα

Η πρώτη ελληνική ταινία στην Αυστραλία και η αρχή μιας μεγάλης πορείας

Με τη βοήθεια του πρώην αφεντικού του στην Κύπρο, που αντιπροσώπευε τη Φίνος Φιλμ, ο Παναγιώτης πήρε την αποκλειστική άδεια για την προβολή των ελληνικών ταινιών στην Αυστραλία.

Η πρώτη ταινία που έφερε ήταν η «Γκόλφω» τον Αύγουστο του 1957. Αντί να την προβάλλει στα μικρά χωλ των άλλων, ο ίδιος νοίκιασε το δημαρχείο της Μελβούρνης με 2.500 θέσεις, ένα όνειρο για εκείνη την εποχή. Παρά την κοροϊδία, είχε πουλήσει όλα τα εισιτήρια δύο εβδομάδες πριν την πρεμιέρα, και χιλιάδες έμειναν απ’ έξω.

Η επιτυχία της «Γκόλφως» άνοιξε το δρόμο για την προβολή ελληνικών ταινιών σε όλη την Αυστραλία και το Σίδνεϊ. «Οι Έλληνες εδώ διψούσαν για την πατρίδα τους, ήθελαν να δουν τις ταινίες που αγαπούσαν», θυμάται.

Με τον Κώστα Χατζηχρήστο στο Σίδνεϊ

Μία ζωή αφιερωμένη στον ελληνικό κινηματογράφο της διασποράς

Από εκεί και πέρα, ο Παναγιώτης αφιερώθηκε στο να φέρνει τις ελληνικές ταινίες στους απανταχού Έλληνες της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας. Ταξίδεψε παντού, διαφήμισε και προωθούσε την ελληνική κουλτούρα μέσω της μεγάλης οθόνης.

«Δεν ήταν μόνο δουλειά, ήταν προσφορά στην κοινότητα, ήταν μια γέφυρα με την πατρίδα», λέει.

Ο Παναγιώτης Γιαννούδης με τον Τόλη Βοσκόπουλο στο Σίδνεϊ

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΕ

Ο Παναγιώτης Γιαννούδης, πρωτεργάτης του ελληνικού κινηματογράφου στην Αυστραλία και μαχητής για την εθνική υπόθεση της Κύπρου, θυμάται σημαντικές στιγμές της ζωής του και προσώπων που σημάδεψαν τη δράση του. Μιλά για τον Μιχάλη Κακογιάννη, την παρουσία των κυπριακών ταινιών στην Αυστραλία, τη συνεργασία του με τον Νίκο Ξανθόπουλο και τον Κώστα Χατζηχρήστο, αλλά και τον ρόλο του στην Κυπριακή Κοινότητα και τη δημιουργία της ΣΕΚΑ.

Η συνέντευξη φωτίζει την έντονη δράση του μετά την τουρκική εισβολή του 1974, τις συναντήσεις με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, τη βοήθεια προς τους πρόσφυγες και τη δημιουργία της Πανελλήνιας Επιτροπής Βοηθείας και Απελευθέρωσης της Κύπρου. Αναφέρεται στη συγκίνηση της επίσκεψής του στους προσφυγικούς καταυλισμούς και τη θέση του για τα κατεχόμενα, καθώς και τη μαρτυρία του για τις διεθνείς επαφές με πολιτικούς και προσωπικότητες της Κύπρου.

Ο Γιαννούδης αφηγείται επίσης την ιστορία της προσωπικής του κόπιας της ταινίας «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται» και τη σωτηρία της από την καταστροφή, γεγονός που βοήθησε στην ανασύσταση της ταινίας στην Ελλάδα. Κλείνει με ένα πατριωτικό μήνυμα αγάπης και πίστης στην Κύπρο και την ανάγκη ενότητας.

Η μαρτυρία του αποτελεί πολύτιμο τεκμήριο για την ιστορία της ελληνικής διασποράς, αλλά και για τις ελληνοκυπριακές σχέσεις στον απόδημο ελληνισμό.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την συνέντευξή του:

Με τον Κώστα Καραμανλή και το με τον Νίκο Αναστασιάδη

Πώς ξεκίνησε η επαγγελματική σας πορεία στον κινηματογράφο;

Αρχικά ζήτησα δουλειά στο ταμείο αλλά μου είπαν πως εκεί δουλεύουν μόνο κορίτσια. Τότε πρότεινα τον εαυτό μου ως βοηθό μηχανικού, μια δουλειά που ήξερα από τα παλιά. Με προσέλαβαν στο Plaza Theatre, όπου εργάστηκα περίπου έξι μήνες. Αργότερα μετέφεραν τη θέση μου σε άλλους κινηματογράφους.

Παράλληλα, σπούδαζα αγγλικά και συνέχιζα τον αθλητισμό στον σύλλογο Collingwood.

Πώς φτάσατε να παρουσιάζετε ελληνικές ταινίες στην Αυστραλία;

Με τη βοήθεια του παλιού αφεντικού μου στην Κύπρο, που ήταν αντιπρόσωπος της Φίνος Φιλμ, άρχισα να διαπραγματεύομαι τα δικαιώματα προβολής ελληνικών ταινιών στην Αυστραλία. Το 1957 έφερα την πρώτη ταινία, την «Γκόλφω».

Η πρόκληση ήταν να βρω κατάλληλο χώρο για την προβολή της. Οι άλλοι ελληνικοί κινηματογράφοι ήταν μικρά χωλ, αλλά εγώ ήθελα ένα μεγάλο θέατρο. Τελικά, κατάφερα να κλείσω το Δημαρχείο της Μελβούρνης, ένα κτίριο με 2.500 θέσεις, που παλιότερα λειτουργούσε ως κινηματογράφος.

Η «Γκόλφω» είχε τεράστια επιτυχία. Προπωλήθηκαν πάνω από 2.400 εισιτήρια πριν καν ανοίξουν οι πόρτες, και χιλιάδες περίμεναν έξω για να δουν την ταινία.

Ο Σωτήρης Μουστάκας με τον Παναγιώτη Γιαννούδη

Ποια ήταν η ανταπόκριση της ελληνικής κοινότητας;

Η ανταπόκριση ήταν συγκλονιστική. Για πρώτη φορά, οι Έλληνες της Μελβούρνης είχαν την ευκαιρία να δουν ποιοτικές ελληνικές ταινίες σε έναν χώρο που ανταποκρινόταν στη σημασία του πολιτισμού μας. Από εκεί και πέρα, η ταινία ταξίδεψε σε όλες τις πόλεις με ελληνική παρουσία – στην Αδελαΐδα, στο Σίδνεϊ, παντού.

Αυτό αποτέλεσε το ξεκίνημα μιας νέας εποχής στην προβολή ελληνικού κινηματογράφου στη διασπορά, και εγώ ήμουν τυχερός που είχα την ευκαιρία να συμμετάσχω σε αυτή τη σημαντική προσπάθεια.

Γνωριμία με τον Μιχάλη Κακογιάννη και την εποχή του «Ζορμπά»

Ο Παναγιώτης Γιαννούδης ήταν γνωστός και φίλος με τον Μιχάλη Κακογιάννη και λέει:

«Τον γνώρισα όταν γύριζε την ταινία «Ζορμπάς». Η Φίνος Φιλμ είχε ξεκινήσει την παραγωγή της ταινίας και εμείς είχαμε εξασφαλίσει τα δικαιώματα. Επειδή ήταν συμπατριώτης, ήρθαμε σε επαφή και μαζί με τον Anthony Quinn και την Ειρήνη Παπά βρεθήκαμε στην Κρήτη. Δυστυχώς, ο Κακογιάννης δεν ταξίδευε εύκολα. Τον είχαμε προσκαλέσει στην πρεμιέρα της «Τελευταίας Αποστολής» με την Έλλη Λαμπέτη αλλά αρνήθηκε λόγω απόστασης.

Τον συνάντησα ξανά σε άλλες παραγωγές. Ήταν ήπιος άνθρωπος, είχε μια γλυκύτητα όταν μιλούσε για τις ιστορίες του. Δε θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη γνωριμία».

Ο Παναγιώτης Γιαννούδης

Κυπριακές ταινίες και το κοινό της Αυστραλίας

Το 1965, όταν ήμουν στην Κύπρο, ο Γιώργος Φίλης είχε τεράστια επιτυχία με μια ταινία. Όμως, γενικά οι κυπριακές παραγωγές δεν είχαν απήχηση. Ο Ηλίας Παρασκευάς γύρισε την ταινία «Στην Κύπρο Άρχισε η Αγάπη μας», για τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ, αλλά δεν βρήκε ανταπόκριση.

Μετά το 1974, η ταινία του ίδιου παραγωγού «Έτσι προδόθηκε η Κύπρος» γνώρισε μεγάλη επιτυχία, καθώς αποτύπωνε την κατάσταση μετά την τουρκική εισβολή. Παρ’ όλα αυτά, οι κυπριακές ταινίες δεν άγγιξαν τον κόσμο όπως οι κρητικές. Οι Κρητικοί πλημμύριζαν τους κινηματογράφους. Ήταν διαφορετική η ψυχοσύνθεσή τους.

Ο πιο αγαπητός ηθοποιός στην παροικία

Ο Νίκος Ξανθόπουλος. Του άρεσε να πηγαίνει στα καφενεία, να μιλάει με τους μετανάστες, να ακούει τις ιστορίες και τους καημούς τους. Ήταν ένας από αυτούς. Μετά ο Χατζηχρήστος, που ήρθε τρεις φορές και πάντα είχε επιτυχία. Ένας υπέροχος άνθρωπος, με τον οποίο κράτησα στενή επαφή.

Με τον πρόεδρο της Κύπρου Τ. Παπαδόπουλο

Η δράση στον Κυπριακό Αγώνα

Το 1972 μπήκα στο Δ.Σ. της Κυπριακής Κοινότητας, μετά από παράκληση του προέδρου Αντώνη Τούμπουρου. Το 1974, μετά την τουρκική εισβολή, μαζί με τον κ. Σαμαρή, σταλθήκαμε στην Κύπρο. Ο Γιώργος Ιακώβου μάς συνόδευσε σε όλους τους καταυλισμούς. Οι εικόνες των παιδιών ξυπόλητων, πεινασμένων, χαραγμένες για πάντα στη μνήμη μου. Πήγαμε και στο Λονδίνο, συναντήσαμε τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Τριών ωρών συζήτηση. Μας εξιστόρησε τα πάντα.

Γυρίσαμε ταινία με μήνυμα ευχαριστίας του Μακαρίου για την Ομογένεια. Στείλαμε υλικά, ρούχα, φάρμακα στην Κύπρο. Η Qantas μεσολαβούσε δωρεάν. Το 1974 δημιουργήθηκε η ΠΕΒΑΚ, με πρόεδρο τον Τούμπουρου και στενή συνεργασία με τον Αρχιεπίσκοπο Στυλιανό. Μαζεύτηκε ένα εκατομμύριο δολάρια – τεράστιο ποσό για την εποχή.

Η ΣΕΚΑ και το παγκόσμιο συνέδριο

Το 1976 έγινε το πρώτο Παγκόσμιο Συνέδριο Αποδήμων στην Κύπρο. Πήγαμε 300 άτομα από την Αυστραλία – «οι 300 του Λεωνίδα». Έτσι ιδρύθηκε η ΣΕΚΑ. Το 1977 έγινα πρόεδρος. Ανέλαβα και την Κυπριακή Κοινότητα και την Ομοσπονδία. Έμεινα μέχρι το 1990, στη ΣΕΚΑ ως το 2003.

Ο Παναγιώτης Γιαννούδης με τον Νίκο Αναστασιάδη

«Το τείχος της ντροπής»

Δεν πάω στα κατεχόμενα. Ποτέ δεν δέχτηκα να δείξω διαβατήριο. Μόνο μία φορά πήγα στον Απόστολο Ανδρέα, για την ανακαίνιση του ναού, έπειτα από παράκληση του Αρχιεπισκόπου. Δεν κατακρίνω τους πρόσφυγες που πάνε να δουν τα σπίτια τους. Κατακρίνω αυτούς που πάνε στα καζίνο ή για φτηνό φαγητό. Είναι ασέβεια.

«Η Κύπρος είναι το είναι μου»

Η Κύπρος είναι το παν. Έχω φέρει πέτρες από το χωριό μου για τον τάφο μου. Είναι το πιο ιερό μέρος. Πάνω από κόμματα και συμφέροντα, πάνω απ’ όλα η πατρίδα.

Ταξίδια και προσωπικές μνήμες

Από το 1962 έως το 1986, πήγαινα 4-5 φορές τον χρόνο στην Κύπρο. Για ταινίες, φεστιβάλ, συναντήσεις. Πάντα περνούσα από το χωριό, έστω για λίγες μέρες.

Προσωπικότητες που έφερε στην Αυστραλία

Φέραμε πολιτικούς και προσωπικότητες. Ο Γλαύκος Κληρίδης, ο Λυσσαρίδης, ο Χριστόφιας, ο Λέλλος Δημητριάδης, η Ελένη Φωκά, η Τιτίνα Λοϊζίδου. Ήρωες και μαρτυρίες. Στις διαμαρτυρίες κάθε Ιούλιο είχαμε πάντα επισκέπτη.

Η ταινία «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται» και το προσωπικό αντίγραφο

Το 1975, η αυθεντική κόπια είχε λιώσει. Εγώ είχα μία, δώρο γάμου από τον Φίνο. Την έστειλα στην Ελλάδα, έγινε αναπαραγωγή. Μου επέστρεψαν αντίγραφο. Το κρατάω ως κειμήλιο.

Με τη Ρένα Βλαχοπούλου

Ευχές και όραμα

Μετά από πενήντα χρόνια, η Κύπρος παραμένει χωρισμένη. Εύχομαι να υπάρξει φώτιση, λύση, επανένωση. Να επιστρέψει ο κόσμος στα σπίτια του. Η Κύπρος δεν είναι μόνο πατρίδα. Είναι ο πολιτισμός μας, η ιστορία μας, το μέλλον μας.

Αν και η ζωή τον οδήγησε μακριά από το Βουνί και την Κύπρο, ο Παναγιώτης κρατιούσε ζωντανές τις ρίζες του και την αγάπη για την πατρίδα του.

«Το όνειρό μου ήταν να κάνω κάτι δικό μου, και τα κατάφερα. Μα πάνω από όλα, ήθελα να κρατήσω ζωντανή την κουλτούρα και την γλώσσα μας, εδώ στην ξενιτιά.»

Στα 90 του κοίταζε πίσω με περηφάνια και αισιοδοξία, ελπίζοντας οι νεότερες γενιές να συνεχίσουν το έργο του και να μην ξεχάσουν ποτέ από πού ήρθαν.***Η ιστορία του Παναγιώτη Γιαννούδη είναι μια δυνατή μαρτυρία για την ελληνική μετανάστευση, την αγάπη για τον πολιτισμό και την επιμονή να χτίσεις κάτι νέο μακριά από την πατρίδα. Από τα φτωχικά παιδικά χρόνια σε ένα κυπριακό χωριό, στη Μελβούρνη και στα μεγάλα θέατρα όπου προβλήθηκαν ελληνικές ταινίες, η ζωή του αποτυπώνει το όνειρο πολλών μεταναστών.

Περισσότερα στον στον ιστότοπο: www.opts.org.au