«Πολύς και άλλος κόσμος» ήταν το πρώτο πράγμα που μου είπε ο Θόδωρος Χρυσανθακόπουλος, ευρύτερα γνωστός στα στέκια της Lonsdale Street ως ο Θοδωράκης απ’ του Σαλαπάτα, όταν τον ρώτησα τι θυμάται από το Γλέντι του Φεστιβάλ Αντίποδες 25 και βάλε χρόνια πριν.

Ο Θεοδωράκης με τη γυναίκα του Ελένη, εργάζονταν στο κατάστημα ειδών λαϊκής τέχνης και ελληνικής μουσικής, τον γνωστό Σαλαπάτα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και κάθε χρόνο τέτοιες μέρες σαν την μεθαυριανή, ο Θοδωράκης στο αντίσκηνο «πραματευτής» και η γυναίκα του στο μαγαζί «πωλήτρια και ταμίας» πουλούσαν στους χιλιάδες κόσμου που επισκέπτονταν το Γλέντι, από CD έως μπρελόκ, από ελληνικά περιοδικά κάθε είδους έως βιβλία, από εικόνες έως καντήλια και σταχτοδοχεία, από κομπολόγια έως γούρια και ό,τι άλλο θα μπορούσε κανείς να δει σε ένα ελληνικό κατάστημα αυτού του είδους στην Αυστραλία.

Σήμερα ο Θοδωράκης διανύει την όγδοη δεκαετία της ζωής του αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία για τον ακμαιότατο και υγιέστατο κύριο, γιατί, όπως είπε, συνεχίζει να πηγαίνει στο Γλέντι, όχι βέβαια ως «πραματευτής» αλλά για να «χαζέψει».

«Ο κόσμος είναι πολύ λιγότερος τα τελευταία χρόνια. Και οι Έλληνες που πάνε στο Γλέντι είναι λιγότεροι» λέει και θυμάται ότι όταν αυτός ήταν σε εκείνα τα λημέρια… «έβλεπα ξένους αλλά με το μικροσκόπιο κάποιοι απ’ αυτούς αγόραζαν και μουσική. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που ερχόντουσαν ήταν Έλληνες, γύρω στα 60 και έρχονταν στο Γλέντι όχι μόνο για να διασκεδάσουν αλλά και για να ψωνίσουν CD για τους ίδιους ή τα παιδιά τους. Κάναμε καλές δουλειές με τα CD. Θυμάμαι μία χρονιά το ’91, αν δεν κάνω λάθος, οι εισπράξεις μας τις δύο μέρες μόνο απ’ αυτά που πουλήσαμε στο αντίσκηνο έφτασαν τις $40.000».

Όπως και τότε έτσι και τώρα το να στήσεις αντίσκηνο στο Φεστιβάλ δεν ήταν δωρεάν. «Εμείς πληρώναμε για να έχουμε τη σκηνή και αυτό ήταν και το σωστό. Μερικοί που είχαν μαγαζιά εκεί όμως δεν πλήρωναν για να είναι στις σκηνές. Αυτοί λοιπόν που οργάνωναν το Φεστιβάλ προσπαθούσαν να τους απομονώσουν. Πήγαιναν και τους έβαζαν σκηνή μπροστά από τη βιτρίνα για παράδειγμα, για να μη φαίνεται το μαγαζί τους» λέει ο Θοδωράκης και ευθαρσώς προσθέτει… «και καλά τους έκαναν».

Ήταν την εποχή του Medallion και των άλλων καφετεριών που έσφυζαν από ζωή, παρέες νεαρών τους οποίους όπως λέει ο Θοδωράκης τις μέρες που γινόταν το Γλέντι δεν τους έβλεπες πολύ αλλά τις υπόλοιπες μέρες καθόντουσαν έξω από το «Διεθνές» και του ζητούσαν να τους βάζει κάποια συγκεκριμένα τραγούδια.

Εν τω μεταξύ από το αντίσκηνο περνούσαν και οι τραγουδιστές που φιλοξενούσε το Γλέντι ή άλλοι που βρίσκονταν στη Μελβούρνη για άλλες συναυλίες. Γιατί πρέπει να πούμε ότι τον καιρό εκείνο δεν ήταν καθόλου παράξενο το Σαββατοκύριακο του φεστιβάλ να βρίσκονται στη Μελβούρνη και ένας και δύο και καμιά φορά και τρεις τραγουδιστές από την Ελλάδα. «Και όχι μόνο από το αντίσκηνο αλλά και από το μαγαζί» λέει ο Θοδωράκης. «Ήθελαν να ελέγξουν πού είναι τα CD τους, σε ποια θέση τα είχαμε βάλει, γιατί εκείνο τον καιρό που δεν υπήρχε η τεχνολογία και πουλιόντουσαν πολλά CD, το που τα έβαζες στο μαγαζί ή στο αντίσκηνο βοηθούσε και στις πωλήσεις τους» λέει η κ. Ελένη, η σύζυγος του Θοδωράκη που εργάστηκε στο πλάι του για λίγα χρόνια στου Σαλαπάτα.

ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΣΧΗΜΟΙ

Όπως λέει ο Θοδωράκης μέσα από τη δουλειά του στου Σαλαπάτα αλλά και ως «πραματευτής» εκεί στο αντίσκηνο του Lonsdale Street, είδε και άκουσε πολλά, έμαθε και κατάλαβε ακόμα περισσότερα και είδε πολλούς καλούς, κακούς και άσχημους!

«Δεν είναι δυνατό να βγάλεις αντίσκηνο στο δρόμο, να περνάει τόσος κόσμος και να μην απλώσει κάποιος το χεράκι του να σουφρώσει κάτι κρυφά» λέει ο Θοδωράκης και συμπληρώνει η Ελένη…

«Τους έβλεπα κάποιες φορές αλλά ντρεπόμουν να πάω να τους γδύσω για να τα βρω. Εκείνο που έκλεβαν οι περισσότεροι ήταν CD και μη φανταστείς ότι το έκαναν άγνωστοι, δυστυχώς τις περισσότερες φορές ήταν γνωστοί μας αυτοί που έκλεβαν» λέει η κ. Ελένη για την ασχήμια που έβλεπαν τα μάτια τους.

«Ξέρεις, οι άνθρωποι που ερχόντουσαν από τα προάστια, εγώ συνεχίζω μέχρι σήμερα να πιστεύω ότι ήταν πιο τίμιοι. Οι γνωστοί μας, οι γύρω, γύρω εκεί στο Lonsdale, αλλά και κάποιοι άλλοι με όνομα στην παροικία, έκλεβαν περισσότερο» συμπληρώνει ο Θοδωράκης, λέγοντας πως όταν είσαι «πραματευτής» μαθαίνεις να ξεχωρίζεις τον καλό, από τον άσχημο.

Και οι δύο με ένα στόμα προσθέτουν ότι όπως και σήμερα έτσι και τότε, ποτέ δεν έγιναν φασαρίες στο Γλέντι, ο κόσμος ήταν ήσυχος και ποτέ δεν είδαν τσακωμούς. Εκείνο που βλέπουν να έχει αλλάξει σήμερα είναι ο ενθουσιασμός του κόσμου που όπως παρατηρεί ο Θοδωράκης δεν υπάρχει.

«Τότε ήταν πραγματικά μία γιορτή, υπήρχε κέφι. Δεν υπάρχει πολύ κέφι σήμερα και δεν ξέρω αν γι’ αυτό φταίει το ότι πάνε αρκετοί ξένοι στο Γλέντι που δεν καταλαβαίνουν και πολλά από την κουλτούρα μας» λέει

Εκείνα τα χρόνια ο Θοδωράκης συμμετείχε στο Γλέντι ως «πραματευτής, τα τελευταία χρόνια όμως το βλέπει ως επισκέπτης. Η αλλαγή της οπτικής γωνίας σε συνάρτηση με τα χρόνια που πέρασαν από τότε γεννούν κάποιες παρατηρήσεις και για τις υπόλοιπες αλλαγές που το Γλέντι «υπέστη» κατά τις δύο αυτές δεκαετίες και βάλε.

«Δεν ξέρω τι να σου πω, ο κόσμος συνεχίζει να πηγαίνει αλλά σου είπα ότι οι Έλληνες έχουν λιγοστέψει. Έχει αλλάξει και η αγορά στο Lonsdale Street. Τότε υπήρχαν ελληνικά μαγαζιά, τώρα τα έχουν πάρει όλα Κινέζοι, ούτε το ένα 1/3 από τα ελληνικά μαγαζιά που υπήρχαν τότε δεν έχει απομείνει. Το Γλέντι πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα τελειώσει, δεν ξέρω πότε αυτό δεν μπορώ να το προβλέψω. Το ότι ο κόσμος λιγοστεύει δεν είναι καλό σημάδι. Δεν ξέρω αν οι περισσότεροι ξένοι που έρχονται τώρα μπορούν να κρατήσουν ένα ελληνικό φεστιβάλ και δεν ξέρω αν οι αλλαγές που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια με διαφορετικές σκηνές θα το βοηθήσουν» λέει ο Θοδωράκης.