ΜΕΣΑ στον αχανή και αδυσώπητο καμβά της Αυτοκρατορίας, όπου το στημόνι είναι η κυριαρχία και το υφάδι η ανθρώπινη εξορία, αναδύονται κατά καιρούς ονόματα φευγαλέα, σαν πυγολαμπίδες στο σούρουπο, κουβαλώντας το άρρητο βάρος της καταγωγής, της μετακίνησης και της λήθης. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η μορφή του Ιωάννη Καταπόδη, κατάδικου που μεταφέρθηκε στην ποινική αποικία της Νέας Νότιας Ουαλίας στα τέλη του 18ου αιώνα. Είναι ο πρώτος τεκμηριωμένος Έλληνας που πάτησε σε αυστραλιανό έδαφος.
Ο ακούραστος ιστοριοδίφης Κώστας Τσουμπάκος, ήταν εκείνος που πρώτος μου ανέφερε την ύπαρξη του Ιωάννη Καταπόδη. Με την αναφορά του αυτή, δεν αποκάλυψε απλώς μία ξεχασμένη ζωή, αλλά ανέτρεψε τις καθιερωμένες αντιλήψεις για τις απαρχές της ελληνικής παρουσίας στην ήπειρο αυτή. Διότι, αν και οι επτά ναυτικοί/κατάδικοι που αφίχθησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1820, και δικαίως τιμώνται, γεννήθηκαν στην Ελλάδα, ο Καταπόδης είχε προηγηθεί κατά αρκετές δεκαετίες. Αποτελεί το αρχαιότερο γνωστό πρόσωπο ελληνικής καταγωγής που έφτασε στην Αυστραλία, εντάσσοντας την ελληνική παρουσία σχεδόν στην αυγή της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας.
Ο Ιωάννης Καταπόδης γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1777, σε μια πρωτεύουσα ταραγμένη, πλημμυρισμένη από εμπορική φιλοδοξία, πολιτική αβεβαιότητα και τους πρώτους σπασμούς της βιομηχανικής επανάστασης. Αν και δεν έχει διασωθεί πιστοποιητικό βάπτισής του, η γενεαλογική έρευνα συγκλίνει ως προς την καταγωγή του: ήταν γιος του Πέτρου Καταπόδη, Έλληνα μετανάστη γνωστού και ως Peter Brown, είτε για λόγους απόκρυψης είτε χάριν ευκολίας, και της Elizabeth Gundry, Αγγλίδας.
Το επώνυμο «Καταπόδης», καθαρά ελληνικό, δεν αποτελεί απλώς γλωσσική ιδιομορφία αλλά πειστήριο καταγωγής. Συμπυκνώνει την πορεία ενός ανθρώπου, του Πέτρου Καταπόδη, ο οποίος φέρεται να γεννήθηκε γύρω στο 1749 στην Ελλάδα. Αν και δεν διαθέτουμε τεκμήρια για τον τόπο γέννησής του, φαινόμενο σύνηθες για Μεσογειακούς περιπλανώμενους της προνεωτερικής Διασποράς, τα γενεαλογικά αρχεία, οι προφορικές παραδόσεις και η μορφολογία του ονόματος υποδεικνύουν ως πιθανές πατρίδες τα Ιόνια Νησιά, την Πελοπόννησο ή ακόμη και τη Μικρά Ασία. Από περιοχές τέτοιες, συχνά εξουθενωμένες από τον οθωμανικό ζυγό και την οικονομική αστάθεια, άτομα σαν τον Πέτρο, έμποροι ή ναυτικοί ίσως, κατέληγαν στη δίνη του Λονδίνου του 18ου αιώνα.
Η ζωή του Πέτρου Καταπόδη στο Λονδίνο σημαδεύτηκε από σειρά νομικών εμπλοκών, που σκιαγραφούν έναν άνθρωπο παλεύοντα με τις δυσκολίες της μεταναστευτικής ζωής σε μια θορυβώδη μητρόπολη. Το 1791, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων London Lives, τόσο ο ίδιος όσο και ο γιος του Ιωάννης συνελήφθησαν ως ύποπτοι για συμμετοχή σε ληστείες και πλαστογραφίες. Ο Πέτρος, τότε 38 ετών και δηλωμένος ως έμπορος άνθρακα, τέθηκε υπό κράτηση με εγγύηση χωρίς να οδηγηθεί άμεσα σε δίκη.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε το 1797, όταν ο Πέτρος κατηγορήθηκε στο δικαστήριο Old Bailey μαζί με τη Sarah Best, γνωστή επίσης ως Sarah Brown ή Sarah Catapodi, για την κλοπή ενός βαμβακερού παπλώματος από ξενώνα. Η Sarah κρίθηκε ένοχη και καταδικάστηκε σε εκτοπισμό, ενώ ο Πέτρος αθωώθηκε.
Τα περιστατικά αυτά μαρτυρούν μια ζωή γεμάτη αντιξοότητες, πιθανώς απόρροια των προκλήσεων που αντιμετώπιζαν οι μετανάστες στην Αγγλία του 18ου αιώνα. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον μεγάλωσε ο Ιωάννης Καταπόδης.
Σε αυτό το φορτισμένο κλίμα κλήθηκε να ωριμάσει. Σε ηλικία μόλις δεκαοκτώ ετών, βρέθηκε στα γρανάζια της σκληρής αγγλικής ποινικής δικαιοσύνης. Τον Απρίλιο του 1795 παρουσιάστηκε ως John Cattipodi στο Middlesex Gaol Delivery, ένα από τα αυστηρότερα ποινικά δικαστήρια του Βασιλείου. Η κατηγορία: μεγάλη κλοπή· αδίκημα χωρίς σωματική βία, αλλά με τις βαρύτερες ποινικές συνέπειες σε μια εποχή όπου η ιδιοκτησία θεωρούνταν ιερή και η επιείκεια ιδιότροπη.
Η καταδίκη ήταν άμεση και αμετάκλητη: ισόβια εξορία. Μια ποινή που επιβαλλόταν σχεδόν μηχανιστικά στους φτωχούς και περιθωριοποιημένους. Δεν επρόκειτο για εκτέλεση, αλλά για εξαφάνιση. Η εξορία σήμαινε διαγραφή από το κοινωνικό σώμα· εκτόπιση στην άκρη του κόσμου· ταυτόχρονα εξιλέωση και παραδειγματισμός.
Ενόσω ανέμενε την αναχώρησή του, ο Καταπόδης κρατήθηκε σε πλωτή φυλακή, κατά πάσα πιθανότητα ελλιμενισμένη στους βαλτώδεις εκβολές του Τάμεση. Τα πλοία-φυλακές, παλαιά πολεμικά πλοία μετασκευασμένα σε χώρους κράτησης, είχαν ταυτιστεί με την αποφορά, την ασφυκτική συνύπαρξη, τις ασθένειες και την απόγνωση. Μέσα σ’ αυτά τα αμφίβολα καταλύματα, οι κατάδικοι ανέμεναν την επιβίβασή τους στα πλοία που θα επαναπροσδιόριζαν τις ζωές τους και θα εξαφάνιζαν το παρελθόν τους.
Ο Καταπόδης τελικά επιβιβάστηκε στο μεταγωγικό Ganges, που απέπλευσε από το Πόρτσμουθ στα τέλη του 1796 υπό τη διοίκηση του πλοιάρχου Thomas Patrickson. Το πλοίο μετέφερε 203 άνδρες κατάδικους και αποτέλεσε μέρος του Τέταρτου Στόλου, ενός από τα κύματα ποινικής μεταφοράς προς τη Νέα Νότια Ουαλία. Το εξάμηνο ταξίδι ήταν εξαντλητικό, αν και λιγότερο θανατηφόρο από προηγούμενα.
Το Ganges κατέπλευσε στο Port Jackson στις 2 Ιουνίου 1797, όταν η νεοϊδρυθείσα αποικία ήταν ακόμη εύθραυστη, ευάλωτη και αντιμετώπιζε σημαντικές υλικές ελλείψεις. Μέσα σε αυτό το ασταθές περιβάλλον ενσωματώθηκε ο Ιωάννης Καταπόδης· μία σκιά ανάμεσα σε πολλές, δεσμευμένος στην υπηρεσία της αυτοκρατορικής ανάγκης. Το όνομά του καταγράφηκε στους καταλόγους των καταδίκων, αναφέροντας την ηλικία, την ποινή και τον τόπο καταδίκης του. Κι όμως, μέσα από αυτή την πράξη διοικητικής καταγραφής, συντελέστηκε κάτι αξιοσημείωτο: ο πρώτος Έλληνας είχε φτάσει στην Αυστραλία.
Το γεγονός ότι η απαρχή του Ελληνισμού στην Αυστραλία δεν σφραγίζεται από κάποιον λόγιο παιδαγωγό, εύπορο έμπορο ή διπλωμάτη, αλλά από έναν κατάδικο, έχει προκαλέσει αμηχανία σε ορισμένα ρεύματα της ελληνοαυστραλιανής ιστοριογραφίας. Ιδιαιτέρως ο Μιχαήλ Τσούνης, στο σημαδιακό του έργο Οι Έλληνες στην Αυστραλία (1971), εκφράζει δυσφορία απέναντι στην ιδέα ενός κατάδικου ως πρώτου προγόνου της παροικίας. Εστιάζοντας στον φιλοπρόοδο, επιχειρηματικό και ευσεβή ορθόδοξο μετανάστη των τελευταίων δεκαετιών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, ο Τσούνης θεωρούσε τη σύνδεση με την ποινική μεταφορά ασύμβατη προς το οικοδόμημα της διασπορικής αξιοπρέπειας.
Ωστόσο, η περίπτωση του Ιωάννη Καταπόδη εγείρει εύλογα ερωτήματα, τόσο ως προς τη φύση της ποινικής μεταφοράς όσο και ως προς τη βαθύτερη διαλεκτική της διασποράς. Η εξορία, η κακουχία και το παραβατικό στοιχείο δεν αποτελούν εξαιρέσεις, αλλά συστατικά της διασπορικής εμπειρίας. Ο Ελληνισμός στον κόσμο δεν υπήρξε ποτέ αμιγώς θριαμβικός· ενσωματώνει επίσης την αφήγηση της επιβίωσης, της ευρηματικότητας και της πλοήγησης μέσα σε ξένα νομικά, οικονομικά και πολιτικά συστήματα.
Περαιτέρω, η ροπή προς τη διαγραφή της κατάδικης καταγωγής δεν δηλώνει ιστορική ακεραιότητα, αλλά αστική ανασφάλεια. Οι φτωχοί που εξορίστηκαν, Έλληνες, Ιρλανδοί, Άγγλοι ή άλλοι, δεν πρέπει να θεωρούνται ηθικά κατώτεροι, αλλά θύματα συστημικών ανισοτήτων, των οποίων η περιθωριακή θέση προσφέρει σήμερα ένα γνήσιο αντίβαρο στην υπερφίαλη εθνοκεντρική ιστοριογραφία.
Στο πρόσωπο του Ιωάννη Καταπόδη δεν αντικρίζουμε ντροπή, αλλά αλήθεια· μια μεταναστευτική ιστορία ανόθευτη, και γι’ αυτό μεστή σε ουσία. Δεν αποτελεί απειλή για την εθνική αξιοπρέπεια· στέκεται ως καθρέφτης που μας υπενθυμίζει ότι, πριν υπάρξουν μητροπολίτες και ευεργέτες, υπήρξαν απόκληροι και απόβλητοι.
Οι αναφορές στην παρουσία του Καταπόδη στη Νέα Νότια Ουαλία είναι ελάχιστες. Δεν υπάρχει ένδειξη ότι παντρεύτηκε, απέκτησε απογόνους, έλαβε άδεια ή αιτήθηκε χάρη. Μπορεί εύλογα να υποτεθεί ότι, όπως και πολλοί της τάξης του, εκχωρήθηκε σε καταναγκαστικά έργα: ίσως στην κατασκευή δρόμων, στην υλοτομία ή στη γεωργία, κάτω από τον ανελέητο ήλιο μιας γης που ελάχιστα θύμιζε την πατρίδα του πατέρα του, την Ελλάδα.
Ο Ιωάννης Καταπόδης πέθανε το 1801, σε ηλικία μόλις 24 ετών. Η αιτία θανάτου δεν καταγράφεται· μα σε μια εποχή που η αρρώστια, η εξάντληση και ο υποσιτισμός θέριζαν αδιακρίτως τους καταδίκους, ελάχιστα περιθώρια αφήνονται στη φαντασία. Η ταφή του σημειώνεται στο μητρώο της εκκλησίας του Αγίου Φιλίππου στο Σίδνεϊ, τον αρχαιότερο αγγλικανικό ναό της πόλης:
«John Catapodi, buried 8 July 1801».
Κανένας λίθος δεν σηματοδοτεί τον τάφο του. Τα κοιμητήρια του πρώιμου Σίδνεϊ, όπως και οι ζωές που αγκάλιασαν, υπήρξαν πρόσκαιρα και συχνά σκεπάστηκαν από το πέρασμα των δεκαετιών. Και όμως, μέσα σε αυτή την ανώνυμη ταφή, εδράζεται μια μοναδική κληρονομιά.
Διασώζεται ο ίδιος μέσα από τη φιγούρα της Καρολάιν Καταπόδη, γεννημένης στο Λονδίνο το 1797. Ήταν κόρη της Sarah Best, γυναίκας με την οποία ο Πέτρος Καταπόδης, πατέρας του Ιωάννη, φαίνεται ότι απέκτησε μεταγενέστερη σχέση. Ορισμένες πηγές αναφέρουν ως βιολογικό της πατέρα τον πλαστογράφο Colin Reculist, που εκτελέστηκε το 1796. Ωστόσο, η διαρκής χρήση του επωνύμου Καταπόδη και ο ρόλος του Πέτρου στην ανατροφή της ενισχύουν την εκδοχή πως την αναγνώρισε ως κόρη του.
Η Καρολάιν αργότερα μετανάστευσε στη Νέα Νότια Ουαλία και το 1813 νυμφεύθηκε τον John Kennedy, ελεύθερο έποικο. Μέσα από τον γάμο και τους απογόνους της ρίζωσε το όνομα Καταπόδη στην Αυστραλία, όχι δια του Ιωάννη, που πέθανε άτεκνος, αλλά μέσω μίας ετεροθαλούς αδελφής, της οποίας η παρουσία διέτεινε το νήμα του Ελληνισμού επί αποικιακού εδάφους.
Η ζωή του Ιωάννη Καταπόδη υπήρξε σύντομη, σκληρή και ελάχιστα καταγεγραμμένη, μα δεν είναι λιγότερο σημαίνουσα εξαιτίας της αφάνειάς της. Δεν συνιστά απλώς ιστορική ιδιορρυθμία ως ο πρώτος Έλληνας που έφτασε στην Αυστραλία· αποτελεί πρότυπο. Η ιστορία δεν γράφεται μόνο από ιδρυτές, στρατηγούς και εμπόρους, αλλά και από τους τιμωρημένους, τους λησμονημένους και τους εξορισμένους.
Μέσα στις σποραδικές καταγραφές του Καταπόδη αντηχεί μια διασπορά πριν τη Διασπορά: μια σιωπηλή επίκληση ενός Ελληνισμού που δεν εκπατρίστηκε από επιλογή, αλλά από μοίρα, ταξική διαπάλη και αυτοκρατορικό διάταγμα. Το γεγονός ότι η ιστορία του αναδύεται πάνω από δύο αιώνες αργότερα συνιστά πράξη ιστορικής αποκατάστασης· υπενθύμιση ότι στα περιθώρια των μητρώων και στα ενδιάμεσα της καταστολής, η ταυτότητα επιμένει.
Στέκει στο σημείο μηδέν της ελληνικής παρουσίας στην Αυστραλία — μιας παρουσίας που κάποτε θα υψώσει ναούς, θα ιδρύσει εφημερίδες, συλλόγους και μνημεία. Μα άρχισε, απροσδόκητα, με έναν κατάδικο, ένα κλεμμένο όνομα κι έναν άσημο τάφο.
Και σ’ αυτό δεν υπάρχει ντροπή· μόνο η βαθειά αξιοπρέπεια μιας αλήθειας που ανακτήθηκε.