Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1934, ο Νίκος Νομικός φέρει στη μνήμη του ιστορίες που μοιάζουν με μυθιστόρημα.

Από τον πόλεμο και τους βομβαρδισμούς μέχρι τη θάλασσα και τον πρωταθλητισμό, από τη γνωριμία των γονιών του μέχρι τα μυστήρια της ερήμου, η ζωή του μοιάζει να ακροβατεί ανάμεσα στο πραγματικό και στο υπερβατικό. Παρακάτω, μια συγκλονιστική αφήγηση ενός ανθρώπου που έζησε τα πάντα – και τα θυμάται με καθαρότητα ψυχής και νου.

Η συνέντευξη του αποτελεί μέρος της σειράς «Οι Άνθρωποί μας, οι Ιστορίες τους – Our People Their Stories», μιας «κιβωτού» ιστορικής μνήμης που έχει ξεκινήσει το ταξίδι της εδώ και μήνες

Συνοπτικά, στο πλαίσιο του έργου «Our People Their Stories» καταγράφονται με οπτικοακουστικά μέσα προσωπικές ιστορίες μεταναστών πρώτης και δεύτερης γενιάς, οι οποίες συνθέτουν ένα «ζωντανό» Μουσείο που φιλοξενείται στον ιστότοπο.

Οι επισκέπτες έχουν ελεύθερη πρόσβαση σε προφορικές αφηγήσεις υπό τη μορφή τηλεοπτικών και ηχητικών ντοκουμέντων (Video Stories & Podcasts), ενώ και στις δύο κατηγορίες, το περιεχόμενο είναι δίγλωσσο (Ελληνικά και Αγγλικά).

Πρωταθλητής στο Τριάθλο Αιγύπτου το 1956. Φωτογραφίες: Supplied

Η συγκλονιστική αφήγηση του Νίκου Νομικού (περιληπτικά) στο «Our People Their Stories» έχει ως εξής:

Πού και πότε γεννηθήκατε;

-Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια, στις 3 Δεκεμβρίου 1934. Η οικογένειά μας ήταν πολυμελής – γονείς, γιαγιάδες, θείες, αδέλφια. Δυστυχώς, ένα από τα αδέλφια μου δεν γεννήθηκε ποτέ. Πέθανε μέσα στη μητέρα μου έπειτα από ατύχημα με το τρένο.

-Ποια ήταν η καταγωγή των γονιών σας;

Ο πατέρας μου, Αριστείδης Νομικός, ήταν αρχιμηχανικός σε μεγάλη εταιρεία λαδιού και καταγόταν από τη Σύρο. Η μητέρα μου από τη Χίο. Έτσι ενώθηκαν οι δύο νησιωτικές μας ρίζες στην Αλεξάνδρεια. Γνωρίστηκαν εξαιτίας του αδελφού της μητέρας μου που δούλευε μαζί με τον πατέρα μου.

-Πώς ήταν η ζωή σας ως παιδί στην Αίγυπτο;

Μεγάλωσα σε χρόνια πολέμου. Θυμάμαι να πετώ την τσάντα του σχολείου και να πηγαίνω να παίξω με τα παιδιά των Καμηλιέρηδων, των Βεδουίνων. Έμεναν δίπλα μας, στη λίμνη Ζαχάρ. Έτσι έμαθα να μιλώ την αραβική γλώσσα, καθαρά και σωστά. Είναι η γλώσσα που καταλαβαίνουν όλοι οι Άραβες, γιατί η αιγυπτιακή προφορά είναι η πιο καθαρή.

-Ασχοληθήκατε με τον αθλητισμό;

Ναι, ήμουν κολυμβητής. Από μικρός αγαπούσα τη θάλασσα – πήγαινα με τον πατέρα μου στα βαπόρια και βουτούσα. Αργότερα, με είδαν να κολυμπώ και με επέλεξαν για την εθνική ομάδα της Αιγύπτου. Προπονήθηκα δίπλα στον Mareeh Hassan Hammad, τον πρώτο που πέρασε το κανάλι Αγγλίας–Γαλλίας σε 12 ώρες. Κανείς δεν μπορούσε να με φτάσει στους αγώνες. Έκανα και δίσκο και ελληνορωμαϊκή πάλη – όχι βίαιη, όπως σήμερα. Ήταν σαν μασάζ, σαν πνευματική άσκηση.

-Πώς ζήσατε τον πόλεμο;

Η Αλεξάνδρεια ήταν μόλις 150 χιλιόμετρα από το Τομπρούκ, τη βάση του Ρόμελ. Ζούσαμε κάθε βράδυ με τον φόβο των βομβαρδισμών. Μια βραδιά, μια βόμβα έπεσε έξω από το καταφύγιο. Σκοτώθηκαν οι δικοί μας – ο αδελφός μου, η γιαγιά μου, ο θείος μου, εργάτες. Εφτά παλικάρια.

-Εκείνη η βραδιά σάς σημάδεψε;

Ναι. Βγήκα από το καταφύγιο και είδα κορμιά διαμελισμένα, αίματα, σιωπή και φωνές μαζί. Αυτή η εικόνα δεν με άφησε ποτέ. Τότε άρχισα να ζωγραφίζω και να γράφω ποίηση. Όχι για να δείξω ότι γράφω – αλλά γιατί πονούσα. Για μένα, ποίηση και ζωγραφική είναι ένα.

-Υπήρξε κάποιο άλλο γεγονός που σας άλλαξε;

Μια νύχτα, μέσα στον πόλεμο, είδα από τη βεράντα μας έναν άνθρωπο να κατεβαίνει προς τον Νείλο. Φορούσε μαύρο χιτώνα και κάτι σαν μπερέ με τα σημάδια των Κοπτών. Κατάλαβα ότι ήταν Κόπτης μοναχός. Εκεί κοντά υπήρχε το μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου – και ο ίδιος ο Άγιος δεν ήταν Έλληνας αλλά Κόπτης.

Ίσως ήταν όραμα, ίσως όχι. Αλλά εκείνο το βράδυ είδα στον ύπνο μου τον πάτερ Δημήτριο, τον ιερέα που είχε παντρέψει τους γονείς μου. Από τότε μπήκα σε έναν δρόμο πιο εσωτερικό, πιο ασκητικό. Η ζωή μου πήρε άλλη κατεύθυνση.

ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ ΠΡΟΦΗΤΙΚΟ

«Τον είδα να μπαίνει με όλα του τα άμφια…» ξεκινά ο Νίκος τη διήγησή του για ένα όνειρο που, όπως αποδείχτηκε, σημάδεψε τη ζωή του. Ο πάτερ Δημήτριος του πέταξε τρία μεταλλικά οχτάρια στα πόδια. «Λίγες εβδομάδες μετά, στις 8 Αυγούστου, ο αδελφός μου, οχτώ χρονών, σκοτώθηκε σε βομβαρδισμό. Και στον σταυρό του, στο νεκροταφείο, ήταν χαραγμένα τρία οχτάρια…».

Κυριάκος Αμανατίδης και Νίκος Νομικός

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΣΤΗ ΧΙΟ ΚΑΙ ΦΥΓΗ ΜΕ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΒΑΠΟΡΙ

Η παιδική του ηλικία μοιρασμένη ανάμεσα στην Αλεξάνδρεια και τη Χίο. Μέχρι το 1939, κάθε καλοκαίρι περνούσε στο νησί. Ώσπου ξέσπασε ο πόλεμος. «Μας ειδοποίησαν: Φύγετε γρήγορα! Πήραμε το τελευταίο βαπόρι από Πειραιά, την ‘Ιουλία’, και γυρίσαμε πίσω στην Αίγυπτο».

ΓΛΩΣΣΕΣ, ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ 

Φοίτησε στο κολλέγιο του Αγίου Μάρκου και από μικρός διακρίθηκε στις γλώσσες – αραβικά, ιταλικά, γαλλικά, ισπανικά, αγγλικά. Μα η ψυχή του ήταν αλλού: «Στα 13 μου έγραψα το πρώτο μου ποίημα. Ο δάσκαλος με μάλωσε, αλλά ο διευθυντής είδε κάτι και με ενθάρρυνε. Από τότε γράφω πάντα συμβολικά – όπως άλλος πάει στη θάλασσα, εγώ γράφω».

ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ 

«Η Αλεξάνδρεια ήταν το κλειδί της οικονομίας της Αιγύπτου. Οι Έλληνες έφεραν την τεχνολογία. Εργοστάσια, λεβητοποιία, μηχανουργεία – όλα ελληνικά. Εγώ τα γνώρισα από μέσα. Ο πατέρας μου με έπαιρνε μαζί του, έμαθα όλα τα στάδια».

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ – ΚΑΙ Η ΠΡΩΤΗ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ 

Μετά την επανάσταση του Νάσερ, η οικογένεια Νομικού εγκατέλειψε την Αίγυπτο το 1960. Στην Ελλάδα, δούλεψε σε μηχανουργείο. Όταν όμως του στέρησαν τη θέση του, έφυγε αξιοπρεπώς. «Δεν μπορούσα να μείνω. Ήξερα τι αξίζω. Η Ελλάδα δεν είχε εργοστάσια. Τους το έλεγα: χωρίς βιομηχανία, δεν έχουμε μέλλον».

ΑΠΟ ΤΗ ΔΕΜΕ ΣΤΗ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ – ΜΕ 32 ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΒΑΛΙΤΣΑ

Το 1964, ήρθε στην Αυστραλία μέσω της ΔΕΜΕ. Έφερε μαζί του μια βαλίτσα γεμάτη βιβλία. «Με ρώτησαν τι κουβαλάω. Λέω “Books”. Με κοίταξαν περίεργα. Τους είπα: “Γιατί με ρωτάς; Εσύ γιατί στέκεσαι μπροστά μου;”».

Η πρώτη εντύπωση; «Μου έκανε εντύπωση που πετούσαν σοκολάτες στο λιμάνι. Λέω, δεν μπορούσαν να τις δώσουν με το χέρι;».

ΑΠΟ ΤΑ ΧΥΤΗΡΙΑ ΤΗΣ GENERAL MOTORS ΣΤΗΝ ΑΕΡΟΝΑΥΤΙΚΗ

Πρώτη δουλειά στη General Motors, ύστερα από τέσσερις μήνες απεργία, βρέθηκε στην Αεροναυτική. Εκεί έμεινε 31 χρόνια. Σχεδιαστής, μεταφραστής τεχνικών σχεδίων των Mirage, τεχνίτης, άνθρωπος-πολυεργαλείο. «Με φώναζαν όπου υπήρχε πρόβλημα. Όταν έφυγα, μου έδωσαν μια τεράστια κάρτα με 62 υπογραφές. Ούτε οι επιστήμονες δεν έπαιρναν τόσες».

ΜΙΑ ΖΩΗ ΧΩΡΙΣ ΥΠΕΡΒΟΛΕΣ

«Δεν μου αρέσει η πολυτέλεια. Να έχεις αυτό που χρειάζεσαι, και τίποτα παραπάνω. Μου λέγανε πως είμαι αριστερός. Όχι. Δεν έχω κόμματα στην καρδιά μου. Μόνο τη Χίο και την καημένη μου πατρίδα».

ΠΟΙΗΣΗ, ΠΑΝΤΟΤΕ ΠΟΙΗΣΗ

Έγραψε έντεκα βιβλία. «Αυτό αφήνω πίσω μου. Η ποίηση είναι η θάλασσά μου. Όταν όλοι πάνε για μπάνιο, εγώ γράφω.»

Ο Νίκος Νομικός είναι ένας ζωντανός σύνδεσμος ανάμεσα στις γενιές των Ελλήνων της διασποράς. Έζησε την Ιστορία, αλλά δεν αρκέστηκε να την παρατηρεί. Την έγραψε – με στίχους, σχέδια, εργαλεία και αφοσίωση.

-Ποια ήταν η πρώτη σας εντύπωση από την Αυστραλία;

Όταν φτάσαμε στη Μελβούρνη, μας περίμενε πολύς κόσμος στο λιμάνι. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι από την αποβάθρα πετούσαν σοκολάτες. Λέω: «Πρώτη φορά βλέπω άνθρωπο να πετά σοκολάτα. Δεν μπορούσε να την δώσει όταν κατέβει;».

Αγκαλιές, φιλιά, σκηνές συγκίνησης. Μπήκα στο αυτοκίνητο με τον ξάδερφό μου. Εγώ, μαθημένος από την Αλεξάνδρεια και την Αθήνα, με σπίτια ευρύχωρα, βλέπω κάτι μικρά σπιτάκια κολλημένα. Λέω: «Γιώργο, τι είναι αυτά;» Μου λέει: «Έτσι είναι εδώ. Και το δικό μας έτσι είναι».

Το βράδυ της πρώτης μου μέρας, Παρασκευή, φάγαμε νωρίς και λέω στον θείο και τον ξάδερφό μου: «Θα κάνω μπάνιο, θα ντυθώ, να πάω να δω την πόλη». Γέλασαν. Βγήκα στη Victoria Street, σκοτάδι! Ούτε ψυχή στον δρόμο. Μπήκα σε μια pub. Ο μπάρμαν κατάλαβε ότι ήμουν ξένος. Του λέω: «Ούτε ένας άνθρωπος έξω!» Και μαζί με τους πελάτες, έσκασε στα γέλια. Ήπια μια μπύρα και γύρισα μόνος στο σπίτι.

-Πώς μπήκατε στην αγορά εργασίας;

Ξεκίνησα στην General Motors, στα χυτήρια. Δύσκολη, βαριά δουλειά. Ήμασταν πολλοί Έλληνες. Αναπνέαμε όλα τα καυσαέρια, χωρίς μάσκες, χωρίς προφυλάξεις. Κάποιοι πέθαναν από αρρώστιες των πνευμόνων.

Όταν άρχισε μια μεγάλη απεργία, ο ξάδερφός μου μού είπε: «Υπάρχει θέση στην Αεροναυτική, πήγαινε». Ήμουν διστακτικός. Αλλά πήγα. Πέμπτη παρουσιάστηκα, Δευτέρα ξεκίνησα.

-Πώς ήταν η δουλειά στην Αεροναυτική;

Δούλευα στο σχεδιαστήριο. Είχα εμπειρία και από τόρνους. Κάποια στιγμή υπήρξε πρόβλημα στην παραγωγή με μια βαλβίδα. Ο τεχνίτης έλειπε και όλοι είχαν παγώσει. Λέω στον επιστήμονα: «Να πάω να τη φτιάξω εγώ;», απόρησε. Πήρα άδεια, πήγα στο μηχανουργείο, την έφτιαξα σε μία ώρα. Από τότε, όποτε χρειαζόταν, με φώναζαν. Με εκτιμούσαν όλοι.

-Πώς γνωρίσατε τη σύζυγό σας;

Γνώρισα τη Σοφία στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας στο Ρίτσμοντ. Ήταν η Μεγάλη Παρασκευή. Την είδα να μπαίνει, πολύ θλιμμένη. Μου έκανε εντύπωση. Ήταν η μόνη κοπέλα που με τράβηξε. Πάντα ήμουν μοναχικός, δεν είχα σχέσεις. Της μίλησα σιγά-σιγά, με προσοχή.

Λίγο αργότερα, εμφανίζεται στο σπίτι μας – ήταν συγγενείς των γειτόνων μας. Εκεί πήρα το θάρρος. Της είπα: «Θέλω να είσαι η γυναίκα μου». Παντρευτήκαμε το 1965, όταν ήρθαν και οι γονείς μου από την Ελλάδα.

Αποκτήσαμε τρία παιδιά, τον Άρη, τη Βιργινία και τον Ιάκωβο. Και τώρα, έχω πέντε εγγόνια. Είναι η χαρά μου.

-Πότε αρχίσατε να γράφετε και να ζωγραφίζετε;

Η ζωγραφική ήρθε φυσικά. Μέχρι σήμερα έχω κάνει περίπου 230 πίνακες. Πολλοί βρίσκονται σε συγγενικά σπίτια, άλλοι σε νοσοκομεία. Έχω δώσει δύο στο Prince Henry Hospital και έναν στο Springvale.

Στο γράψιμο βρήκα τον βαθύτερό μου εαυτό. Έχω εκδώσει δέκα βιβλία, ένα απ’ αυτά και σε δεύτερη έκδοση. Ο Παντελής Μπουκάλας είχε γράψει πως είναι τιμή που επανεκδίδεται έργο μου. Με συγκίνησε. Τα τελευταία χρόνια δεν έχω γράψει πολύ. Από τότε που έχασα τη Σοφία, έχασα και τη φλόγα μου.

Στο σπιτι του στο Richmond το 1967

-Τι είναι για εσάς το βιβλίο;

Το βιβλίο είναι σαν άνθρωπος. Είναι παρέα, είναι μνήμη. Όταν διαβάζεις, βλέπεις την ψυχή του άλλου. Δεν διαβάζουν πια όπως παλιά. Τα εγγόνια μου ψάχνουν τα πάντα στο κινητό. Τους λέω: «Το κουμπί βρίσκει, αλλά δεν καταλαβαίνει. Το βιβλίο μιλάει».

-Τι σας απασχολεί σήμερα περισσότερο;

Η γλώσσα μας. Χάνεται. Το βλέπω και πονάω. Πρέπει να ιδρυθούν ξανά έδρες ελληνικών σπουδών, τουλάχιστον δύο στη Μελβούρνη. Πρέπει να υποστηριχθούν όσοι κρατούν ζωντανή την ελληνική ψυχή. Οι νέοι να μπουν πιο ζεστά μέσα στην κοινότητα. Αν απομονωθούμε, η γλώσσα θα πεθάνει μαζί μας.

-Τι εύχεστε στα παιδιά και τα εγγόνια σας;

Να μείνουν κοντά στον ελληνισμό. Να αγαπήσουν τη γλώσσα, τον πολιτισμό, τις ρίζες τους. Η Ελλάδα για μένα είναι η ψυχή της μάνας μου. Αυτός είναι ο Ελληνισμός: κάτι που δεν φαίνεται πάντα, αλλά υπάρχει βαθιά μέσα σου. Είναι η φωνή της καρδιάς.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η ζωή του Νίκου Νομικού είναι ένα ταξίδι γεμάτο αντιθέσεις: από την πολυτάραχη Αλεξάνδρεια του πολέμου, στην ήσυχη Μελβούρνη, από τις σκληρές εργοστασιακές βάρδιες στις ήσυχες ώρες δίπλα σε έναν καμβά ή ένα βιβλίο. Κρατώντας μέσα του βαθιά την αγάπη για την Ελλάδα και τον πολιτισμό της, κατάφερε να χτίσει μια γέφυρα ανάμεσα σε δύο κόσμους, ανάμεσα σε δύο πατρίδες.

Σήμερα, με τα χρόνια να περνούν, η φλόγα του για τη γλώσσα και τον Ελληνισμό παραμένει ζωντανή, καθώς εύχεται για ένα μέλλον όπου οι νέες γενιές θα τιμήσουν και θα κρατήσουν ζωντανές τις ρίζες τους.

Η μαρτυρία του δεν είναι μόνο η ιστορία ενός ανθρώπου, αλλά η ιστορία μιας ολόκληρης κοινότητας που μέσα στις δυσκολίες και τις αλλαγές συνεχίζει να ψάχνει τον δρόμο της, κρατώντας αναμμένη τη φλόγα της παράδοσης και της ελπίδας.

Δείτε τη συνέντευξη στο ακόλουθο link.

Facing life’s daily pressures… with poetry!

*Πηγή: www.opts.org.au.