Με ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση o Δήμος Δέλτα διοργάνωσε πρόσφατα την παρουσίαση του βιβλίου του Τάσου Κολοκοτρώνη, «ΙΩΝΙΑ – Η Ιστορία της Νέας Μαγνησίας» στη δυτική πλευρά της Θεσσαλονίκης, ένα έργο που αποτυπώνει με μοναδική ευαισθησία τον ξεριζωμό, την εγκατάσταση και τη δημιουργική πορεία των προσφύγων του τόπου μας. Όπως είναι γνωστό ο Τάσος Κολοκοτρώνης ζει και δημιουργεί εδώ και χρόνια στην Αυστραλία.

Η δήμαρχος του Δήμου Δέλτα, Γερακίνα Μπισμπινά, γράφει για το έργο του καταξιωμένου συμπάροικου:

Ένα συγκινητικό ταξίδι πίσω στον χρόνο πραγματοποίησε ο Αναστάσιος Κολοκοτρώνης, απόφοιτος της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής της τάξης του 1949, όταν επισκέφθηκε ξανά το campus που σημάδεψε τη νεανική πορεία του. Γεννημένος το 1929 στη Νέα Μαγνησία, φοίτησε στη Σχολή το χρονικό διάστημα 1945-1949, πριν μεταναστεύσει στην Αυστραλία, όπου εργάστηκε σε διάφορους τομείς, χτίζοντας μια ζωή γεμάτη σκληρή δουλειά, προσαρμοστικότητα και αναμνήσεις από την πατρίδα.

Σήμερα, σε ηλικία 96 ετών, παραμένει ακμαιότατος, με πλήρη πνευματική διαύγεια και αξιοσημείωτη σωματική αντοχή. Με την επιστροφή του στη Σχολή, βίωσε πολλές συγκινητικές στιγμές, περπατώντας στους χώρους που άλλοτε φιλοξενούσαν τα όνειρα της νεότητάς του. Τον συνόδευσε η κόρη του, Αγγελική, η οποία μεγάλωσε ακούγοντας τις ιστορίες του πατέρα της για τη Σχολή, τις εμπειρίες των μαθητικών χρόνων και τη μετάβαση στη ζωή ενός μετανάστη. Κατά τη διάρκεια της ξενάγησης, επισκέφθηκε εγκαταστάσεις που είχαν αλλάξει με τα χρόνια, αλλά διατήρησαν τον εκπαιδευτικό χαρακτήρα τους. Τα θερμοκήπια, οι αίθουσες διδασκαλίας, οι χώροι που φιλοξενούσαν τους μαθητές τότε και τώρα, όλα ξύπνησαν μνήμες ενός παρελθόντος που παραμένει ζωντανό μέσα του.

«Θυμάμαι ότι ήμασταν πέντε παιδιά από τη Νέα Μαγνησία που θα φοιτούσαμε το 1945 στη Σχολή. Μας έφεραν οι μανάδες μας, με κάρο. Κάναμε περισσότερες από τρεις ώρες για να καλύψουμε την απόσταση. Όταν φτάσαμε στην πύλη, είδαμε μόνο χωράφια με… μπάμιες και κάτι λιγοστά κτήρια. Μας φάνηκε πραγματικός παράδεισος. Στη Σχολή βρήκαμε στέγη, φαγητό και θυμάμαι ότι μετά από πολλούς – μα πάρα πολλούς μήνες – έφαγα ξανά άσπρο ψωμί και γλυκό», είπε συγκινημένος. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του έμαθε να οδηγεί τρακτέρ (και μάλιστα με ερπύστριες), να φτιάχνει τυρί και βούτυρο και φυσικά πήρε όλες τις απαραίτητες γνώσεις πάνω στον κλάδο της γεωργίας. Μετά την αποφοίτησή του, εντάχθηκε για πέντε χρόνια στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού και στη συνέχεια αναζήτησε τη τύχη του στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, όπου ζει ακόμη και σήμερα. Εκεί, εργάστηκε σε εργοστάσιο κατασκευής πολεμικών αεροσκαφών, άνοιξε πρατήριο υγρών καυσίμων και συνεργείο αυτοκινήτων και τα τελευταία 25 χρόνια πριν από τη συνταξιοδότησή του ήταν μηχανικός της πολιτικής αεροπορίας. Παράλληλα, ασχολήθηκε με τον μικρομοντελισμό και τη συγγραφή ποιημάτων. «Ό,τι έγινα το χρωστάω στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή. Εδώ ‘άνοιξε’ το μυαλό μας», προσέθεσε ο 96χρονος, ο οποίος είναι πατέρας δύο κοριτσιών, παππούς έξι εγγονιών και προπάππους δώδεκα δισέγγονων!

Η ιστορία του Αναστάσιου Κολοκοτρώνη είναι ένας φόρος τιμής στην ανθεκτικότητα και την προσαρμογή των ανθρώπων που ξεκίνησαν από μικρές κοινότητες, διαμόρφωσαν τις ζωές τους μέσα από την εκπαίδευση και την εργασία, και κουβαλούν πάντα τις ρίζες τους, ανεξάρτητα από το πού τους οδήγησε η ζωή. Η επιστροφή του στη Σχολή απέδειξε ότι η μνήμη είναι ένας ζωντανός δεσμός που ενώνει το παρελθόν με το παρόν, προσφέροντας στιγμές αληθινής συγκίνησης και αναγνώρισης του «ταξιδιού» της ζωής του”.

Η δημόσια ομιλία της Δημάρχου Δήμου Δέλτα Θεσσαλονίκης Γερακίνας Μπισμπινά για την παρουσίαση του βιβλίου « Ιωνία»

Παρουσίαση βιβλίου «ΙΩΝΙΑ – Η Ιστορία της Νέας Μαγνησίας» του Τάσου Κολοκοτρώνη έχει ως εξής:

Εδώ Νέα Μαγνησία, συγκεντρωνόμαστε όχι απλώς για μια παρουσίαση βιβλίου. Βρισκόμαστε για να αναμετρηθούμε με τη μνήμη, με την ιστορία μας, με την ίδια μας την ταυτότητα.

Το βιβλίο του συμπολίτη μας στο οποίο είναι αφιερωμένη η σημερινή μέρα, το βιβλίο αυτού του Τάσου Κολοκοτρώνη, που βρίσκεται απόψε μαζί μας και τον τιμούμε θερμά, δεν είναι ένα απλό χρονικό ή μια συλλογή αναμνήσεων. Είναι μια κιβωτός μνήμης. Είναι μια καρδιά που χτυπάει ακόμη για εκείνους που ξεριζώθηκαν, αλλά δεν λύγισαν.

Κύριε Κολοκοτρώνη,

Απόψε, τιμούμε εσάς, έναν από τους πιο ζωντανούς φορείς αυτής της μνήμης. Έναν άνθρωπο που, αν και ζει στην Αυστραλία, έχει την Ιωνία μέσα του σαν φυλαχτό. Μέσα από το βιβλίο σας, μέσα από την «Ιστορία της Νέας Μαγνησίας», κάνετε αυτό που οι λαοί που σέβονται τον εαυτό τους επιδιώκουν: δεν ξεχνάτε. Και μας βοηθάτε κι εμάς να θυμηθούμε.

Διαβάζοντας τις σελίδες σας, νιώθεις να σε πλημμυρίζει η αλμύρα της Μικράς Ασίας, να ακούς τα τσάρκια που άντλησαν νερό στους πρώτους λαχανόκηπους του Αραπλή, να βλέπεις τις καραγάτσιες και τις λεύκες να σκιρτούν στις αυλές των πρώτων σπιτιών. Όπως γράφετε:

«Οι πρώτοι που πότιζαν τα λαχανικά τους αντλώντας το νερό από τα πηγάδια τους με τα τσάρκια… Εκτός από την κηπουρική, καλλιεργούσαν λίγα σιτηρά και όσπρια, ενώ κάθε οικογένεια είχε και λίγες αγελάδες, αρνιά και το χοιρινό του χειμώνα» (σελ. 5).

Αυτός ο τόπος, που κάποτε λεγόταν Αραπλή, και ήταν ένας ξεχασμένος συνοικισμός, έγινε καταφύγιο για τους ξεριζωμένους του Χαμηντιέ. Για ανθρώπους που έφτασαν χωρίς τίποτα και έχτισαν τα πάντα.

«Έτσι το Αραπλή ονομάστηκε σε Λαχανόκηπους και αργότερα οι πρόσφυγες το ονομάσανε Νέα Μαγνησία» (σελ. 6).

Η ιστορία αυτής της κοινότητας είναι μια ιστορία νίκης — όχι ενάντια σε κάποιους άλλους, αλλά ενάντια στη λήθη, στη φτώχεια, στην αβεβαιότητα.

Και σ’ αυτή τη διαδρομή, δεν ήταν ποτέ μόνοι. Είχαν το πείσμα, το μεράκι και την πίστη τους. Είχαν τον πολιτισμό που κουβάλησαν στις αποσκευές τους. Έστησαν τις πρώτες εκκλησίες, τις πρώτες αίθουσες διδασκαλίας σε αποθήκες, έφτιαξαν ένα χωριό μέσα από τα χώματα και τις πέτρες, με τα ίδια τους τα χέρια.

Και αυτή η μνήμη έχει πρόσωπα, έχει φωνές, έχει μαρτυρίες. Όπως γράφει ο συγγραφέας:

«Ενώ ο πατέρας μου είχε μεταναστεύσει το 1910 στην Αμερική και είχε δική του επιχείρηση, από πατριωτισμό τα παράτησε όλα και επέστρεψε το 1919 στην Ελλάδα να καταταγεί ως εθελοντής στον Ελληνικό στρατό για να πολεμήσει τους Τούρκους» (σελ. 5).

Αυτός είναι ο πατριωτισμός. Όχι των λόγων, αλλά της πράξης. Της θυσίας.

Μέσα στο βιβλίο ξεδιπλώνονται αναμνήσεις παιδικές, ζωγραφισμένες με αθωότητα και πίκρα μαζί. Περιγράφεται η μέρα που κηρύχθηκε ο πόλεμος το 1940, οι σειρήνες, τα αεροπλάνα, τα καφενεία που μετατράπηκαν σε στρατόπεδα. Οι εικόνες αυτές σε τρυπούν.

«Η μητέρα μου έβαζε τα ρούχα των στρατιωτών μέσα σε τσουβάλια με το όνομα και διεύθυνση για να τα στείλουν στους δικούς τους… Μα στο τέλος είχαν μαζευτεί περί τα χίλια δέματα και κανένας δεν ήρθε να τα ζητήσει» (σελ. 50).

Δεν μπορεί κανείς να μείνει ασυγκίνητος. Πίσω από τις σελίδες, βλέπουμε πρόσωπα. Ξαναβλέπουμε τον παππού και τη γιαγιά μας, να μαζεύουν τις πέτρες για να φτιάξουν ένα νοικοκυριό.

Το χωριό είχε ανάγκες. Και τις κάλυψαν με ευρηματικότητα.

«Το γραφείο της Κοινότητας Νέας Μαγνησίας στεγάστηκε στο καφενείο του πατέρα μου, του Πρόδρομου Κολοκοτρώνη… με αντάλλαγμα να δουλεύω εγώ, άνευ αμοιβής, δίπλα στον γραμματέα Δημήτριο Παπασωτηρίου» (σελ. 35).

Μέσα από τέτοιες λεπτομέρειες, το βιβλίο αποκτά όχι μόνο ιστορική, αλλά ανθρώπινη αξία.

Και είναι αυτή η ανθρώπινη αξία που πρέπει να κρατήσουμε. Γιατί εμείς σήμερα, με τις υποδομές, τα σχολεία, τις πλατείες, τα μέσα μας, στεκόμαστε πάνω σε θεμέλια χτισμένα από ανθρώπους που ξεκίνησαν με τίποτα και μας άφησαν τα πάντα.

Όπως είπα και νωρίτερα, το βιβλίο που παρουσιάζουμε απόψε δεν είναι απλώς μια συλλογή ιστορικών στοιχείων. Είναι ένα λαογραφικό, πολιτισμικό και ψυχικό χρονικό. Είναι μια προφορική Ιστορία που έγινε γραπτή για να μη σβήσει ποτέ.

Γιατί αυτή είναι η αποστολή του Τάσου Κολοκοτρώνη: να μην ξεχαστεί ποτέ από πού ήρθαμε, τι κουβαλάμε και ποιοι ήμασταν πριν γίνουμε αυτό που είμαστε σήμερα.

«Από πατριωτισμό τα παράτησε όλα και επέστρεψε το 1919 στην Ελλάδα να καταταγεί ως εθελοντής στον Ελληνικό στρατό για να πολεμήσει τους Τούρκους» (σελ. 5)

Αυτό το απόσπασμα από το βιβλίο, που περιγράφει τον πατέρα του συγγραφέα, είναι η επιτομή του ελληνικού φρονήματος. Δεν ήταν μόνο ένας αγρότης, ένας μετανάστης ή ένας πρόσφυγας. Ήταν ένας ήρωας χωρίς στολή.

Και είναι πολλοί αυτοί οι ήρωες στις σελίδες του βιβλίου. Καθημερινοί άνθρωποι που μεταμορφώθηκαν σε κολόνες πάνω στις οποίες χτίστηκε η Νέα Μαγνησία. Ανάμεσά τους ο φούρναρης, ο σιδεράς, ο γιατρός, ο δάσκαλος, ο παπάς – πρόσωπα με μικρές ιστορίες που ενώθηκαν και έγιναν ένας μεγάλος, σπουδαίος τόπος.

Είναι αδύνατο να διαβάσει κανείς αυτό το βιβλίο και να μη νιώσει ταπεινός. Μας θυμίζει ότι οι πιο σημαντικές σελίδες της ιστορίας γράφονται αθόρυβα, με μόχθο και πίστη.

Θα ήθελα, εδώ, να μοιραστώ μαζί σας ένα ακόμη απόσπασμα που με συγκλόνισε:

«Όταν φτάσαμε στο Χαμηντιέ, οι Τούρκοι που κατοικούσαν στα σπίτια μας μας δέχτηκαν με σεβασμό. Μας άφησαν να μπούμε μέσα, να αγγίξουμε τις αναμνήσεις μας. Μας πρόσφεραν τσάι. Ζήτησαν συγγνώμη» (σελ. 90).

Πόσα λέγονται μέσα σε λίγες γραμμές. Η Ιστορία δεν είναι μόνο πόλεμοι και συνθήκες. Είναι και βλέμματα, και πράξεις ανθρωπιάς, και σιωπηλές συγγνώμες που διατηρούν την αξιοπρέπεια της μνήμης.

Ο Τάσος Κολοκοτρώνης μάς χαρίζει με αυτό το έργο την ειλικρινή, ανόθευτη καταγραφή του κόσμου των γονιών και των παππούδων μας. Από τη γεωγραφία του Χαμηντιέ έως τις πρώτες αυλές της Νέας Μαγνησίας, από την τουλούμπα του σιδερά μέχρι τα παιδικά παιχνίδια στον προαύλιο χώρο του σχολείου, όλα παίρνουν πνοή.

Γράφει:

«Το πρώτο σχολείο στο Αραπλή λειτούργησε σε μία αποθήκη… Όταν ήρθαν οι πρόσφυγες, μεταφέρθηκε σε έναν αχερώνα… και τελικά χτίστηκε το καινούργιο σχολείο το 1936» (σελ. 38). Το σχολείο στο οποίο στεκόμαστε εδώ σήμερα, το σχολείο των δικών μας παιδικών χρόνων.

Η παιδεία δεν ήταν ποτέ δεδομένη. Χτίστηκε κι αυτή με θυσίες. Όπως χτίστηκε και η εκκλησία, όπως αναφέρει:

«Το 1947 αποφασίστηκε να κτιστεί νέα εκκλησία… Παρά τις πολιτικές διαφωνίες, επελέγη τελικά ο χώρος του σχολείου και κτίστηκε ο Άγιος Παντελεήμονας» (σελ. 39).

Ακόμα και στις διαφωνίες, υπήρχε κοινός τόπος: η πίστη, η ενότητα, η ελπίδα.

Αυτό είναι το πνεύμα που μας εμπνέει και σήμερα. Αυτό είναι το παράδειγμα που πρέπει να δώσουμε στα παιδιά μας: ότι οι πρόγονοί μας δεν περίμεναν από κανέναν να τους λύσει τα προβλήματα. Ένωσαν τις δυνάμεις τους και προχώρησαν. Με αξιοπρέπεια και πείσμα.

«Πολλοί άκουγα που έλεγαν ότι έκαναν καλά που φύγανε διότι πάντα είχαν το φόβο και την ασιγουριά εκεί στην Τουρκία. Μπορεί τα πρώτα χρόνια να ήταν δύσκολα στην Ελλάδα αλλά μεγαλούργησαν αυτοί, τα παιδιά τους και εγγόνια τους» (σελ. 95).

Αυτό το μεγαλούργησαν δεν είναι υπερβολή. Είναι η επιβεβαίωση ότι η ελπίδα νικά. Ότι ακόμα κι αν φύγεις με άδεια χέρια, μπορείς να αφήσεις πλούσια παρακαταθήκη.

Απόψε, σε αυτή την αίθουσα, δεν τιμάμε απλώς ένα βιβλίο. Τιμάμε το συλλογικό βίωμα. Τον ξεριζωμό, την επιμονή, την αντοχή, την πίστη στην πατρίδα. Τιμάμε τους γονείς μας, τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας, που ενώθηκαν για να φτιάξουν κάτι που να αντέξει στον χρόνο. Τιμάμε, όλους εκείνους που ήρθαν εδώ από τις χαμένες πατρίδες. Από το Χαμιντιέ της Μικράς Ασίας, από την αρχοντική Προύσα, την πολύβουη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, το Ντενιζλί, αλλά και από τις κορφές του Πόντου. Ήρθαν κατατρεγμένοι, χωρίς τίποτα δικό τους, αλλά κουβαλούσαν μαζί τους τον πολιτισμό τους, τη γλώσσα, τα ήθη και τις ψαλμωδίες τους. Κι όλα αυτά τα ρίζωσαν εδώ, τα έκαναν θεμέλιο, και ύψωσαν πάνω του τη Νέα Μαγνησία.

Και ναι, κύριε Κολοκοτρώνη, με αυτό το έργο το πέτυχαν.

Ως Δήμαρχος Δέλτα, αλλα και ως Mαγνησιώτησα, νιώθω ευγνωμοσύνη και συγκίνηση που η ιστορία του τόπου μας καταγράφηκε με τόση αγάπη, τόση ακρίβεια και τόση ψυχή. Το έργο σας πρέπει να βρίσκεται σε κάθε σπίτι της Νέας Μαγνησίας, σε κάθε σχολική βιβλιοθήκη, σε κάθε μουσείο προσφυγικού ελληνισμού.

Σας ευχαριστώ εκ μέρους όλων μας. Σας ευχαριστώ που κρατήσατε τη μνήμη ζωντανή. Που γίνατε η φωνή εκείνων που χάθηκαν, που δεν πρόλαβαν να μιλήσουν, αλλά που άφησαν σημάδια ανεξίτηλα στον τόπο μας.

Απόψε, μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου, ξαναείδαμε τις ρίζες μας. Και οι ρίζες, όπως και οι άνθρωποι, όταν δεν φαίνονται, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν. Είναι αυτές που κρατούν γερά το δέντρο όταν φυσούν οι άνεμοι.

Αυτό το βιβλίο δεν κλείνει όταν τελειώνει η τελευταία του σελίδα. Ανοίγει μέσα μας.

Μας προκαλεί να ρωτήσουμε, να διηγηθούμε, να καταγράψουμε κι εμείς. Να κρατήσουμε ζωντανά τα ίχνη των ανθρώπων που δεν είχαν φωνή σε βιβλία, αλλά άφησαν αποτύπωμα στις ζωές μας.

Γιατί η Ιστορία, τελικά, δεν είναι απλώς ημερομηνίες.

Είναι τα χέρια που έσπειραν, οι καρδιές που πόνεσαν, οι φωνές που ύμνησαν, και οι σιωπές που μίλησαν πιο δυνατά από κάθε κραυγή”>.

.