Η πρώτη μου εμπειρία από την Κύπρο ήταν το καλοκαίρι του 1974. Ήμουν ακόμη έφηβος, όταν ταξιδέψαμε οικογενειακώς στο νησί, για ένα καλοκαίρι που προοριζόταν να είναι αξέχαστο – και πράγματι ήταν, αλλά για λόγους που κανείς μας δεν είχε φανταστεί.
Φτάσαμε στην Κύπρο τον Απρίλιο και μείναμε μέχρι τον Αύγουστο. Εκείνες οι εβδομάδες περιλάμβαναν το πραξικόπημα, τις πρώτες δύο φάσεις της τουρκικής εισβολής, και στιγμές που άλλαξαν τη ζωή μας για πάντα.
Μόλις βρήκα πρόσφατα το μικρό μαύρο ημερολόγιο που κρατούσα τότε και μια παλιά κασέτα με ηχογραφήσεις. Μαζί και μια δακτυλογραφημένη καταγραφή του ταξιδιού μου, γραμμένη μετά την επιστροφή μου στην Αυστραλία. Όλα αυτά έφεραν πίσω αναμνήσεις που νόμιζα ότι είχα ξεχάσει – ή, ίσως, ήθελα να ξεχάσω.

Η ΑΡΧΗ ΕΝΟΣ ΟΝΕΙΡΟΥ
Στις 6 Ιουνίου, οι γονείς μου νοίκιασαν ένα μικρό μπανγκαλόου στην οδό Λονδίνου, στη Λεμεσό. Μέχρι τότε είχαμε ταξιδέψει σε όλο το νησί – ήταν ένα όνειρο ζωής, ένα ταξίδι για να γνωρίσουμε τον τόπο που γεννήθηκαν οι γονείς μας. Ήθελαν να μας δείξουν τις ρίζες μας και να μας φέρουν κοντά στην πατρίδα.
Η ζωή στη γειτονιά ήταν μαγική. Οι ντόπιοι μάς αγκάλιασαν αμέσως. Οι φίλοι που έκανα – ο Δημήτρης, ο Σοφοκλής, ο Κώστας, ο Ανδρέας, ο Τζέισον, ο Νίκος – έγιναν η καθημερινή μου παρέα. Παίζαμε μπάλα σε ένα οικόπεδο, μακριά από τις πολυκατοικίες και την ψυχρότητα της Μελβούρνης.
Στην Κύπρο, ένα χαμόγελο αρκούσε για να ανοίξει η πόρτα ενός σπιτιού. Θυμάμαι ακόμη τον φούρνο της γειτονιάς και την ευωδιά από τα ζεστά ψωμιά κάθε πρωί. Η απλότητα αυτής της ζωής, η αίσθηση κοινότητας, ήταν κάτι το ανεπανάληπτο.

ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ – ΙΟΥΛΙΟΣ 1974
Την Κυριακή 14 Ιουλίου, βρεθήκαμε οικογενειακώς σ’ έναν γάμο στη Λεμεσό. Ήταν η πρώτη φορά που ζούσα από κοντά έναν παραδοσιακό κυπριακό γάμο – με όλα του τα έθιμα, τη μουσική, τον χορό και τη ζεστασιά του κόσμου. Είχα ήδη γευτεί τη βαθιά πολιτισμική ζωή της Κύπρου, από πανηγύρια σε χωριά μέχρι μια κηδεία στο Άρσος. Όπου κι αν βρισκόμουν, άφηνα τον εαυτό μου να βουτά στην κουλτούρα του νησιού. Και μέρα με τη μέρα, ένιωθα όλο και περισσότερο Κύπριος.
Όλα άλλαξαν απότομα το πρωί της 15ης Ιουλίου. Τα ραδιόφωνα έπαιζαν δυνατά στρατιωτικά εμβατήρια και ξαφνικά μεταδόθηκε η είδηση της δήθεν δολοφονίας του Μακαρίου. Η γειτονιά βυθίστηκε στον φόβο και τον θρήνο. Οι σκηνές εκείνης της μέρας έμειναν ανεξίτηλες: γυναίκες να κλαίνε στον δρόμο, η μητέρα μου γονατιστή να προσεύχεται, ο πατέρας μου καθόταν βουβός στην κουζίνα, τα παιδιά – εγώ και οι αδελφές μου – χαμένα και τρομαγμένα.
Το βράδυ, πυροβολισμοί ξέσπασαν στη γειτονιά. Θυμάμαι ακόμα τον ιδιοκτήτη του σπιτιού μας να ανεβαίνει στην ταράτσα κρατώντας όπλο. Η κατάσταση έμοιαζε βγαλμένη από εφιάλτη. Προσπαθούσα να ηχογραφήσω τους πυροβολισμούς, σαν να ήθελα να κρατήσω απόδειξη πως όλα αυτά συνέβαιναν στ’ αλήθεια.

Την επόμενη μέρα, 16 Ιουλίου, ακούσαμε τη φωνή του Μακαρίου στο ραδιόφωνο: «Δεν είμαι νεκρός. Ζω». Ξεσπάσαμε σε ανακούφιση. Ήταν ζωντανός. Αλλά κανείς δεν ήξερε τι θα ακολουθούσε.
Την Τετάρτη, 17 Ιουλίου, αποφάσισα να κάνω ποδήλατο. Δεν ξέρω γιατί – ιδιαίτερα με απαγόρευση κυκλοφορίας – αλλά κατέληξα στην αυλή του Δημοτικού Αγίου Ιωάννη. Εκεί με περίμενε ένα σοκ: παντού άδεια φυσίγγια. Κατέβηκα και άρχισα να μαζεύω μερικά – ίσως τα φανταζόμουν ως αναμνηστικά. Θυμάμαι πως ο τοίχος πίσω μου ήταν γεμάτος τρύπες από σφαίρες.
Καθώς μάζευα τους κάλυκες από τις σφαίρες, ένα στρατιωτικό τζιπ πέρασε από μπροστά μου. Στην καρότσα κάθονταν στρατιώτες με μαύρα μπερέ. Φαίνονταν εύθυμοι, λες και ζούσαν κάποια περιπέτεια. Ξαφνικά, ένας από αυτούς σήκωσε το αυτόματο και άρχισε να πυροβολεί. Οι σφαίρες σφύριξαν πάνω απ’ το κεφάλι μου και χτύπησαν τον τοίχο πίσω, κάνοντάς τον να τιναχτεί από τα θραύσματα.

Δεν ξέρω αν ήθελε να με τρομάξει ή αν δεν με είχε καν δει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι πανικοβλήθηκα. Άφησα τους κάλυκες να πέσουν στο έδαφος και έφυγα με το ποδήλατό μου όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Καθώς απομακρυνόμουν, γύρισα πίσω και τους είδα να γελούν. Κάποιοι μου φώναζαν, αλλά δεν θυμάμαι πια τι έλεγαν.
Όταν έφτασα στο σπίτι, λαχανιασμένος και τρομαγμένος, ο πατέρας μου με υποδέχθηκε με ένα χαστούκι. Ήταν θυμωμένος γιατί είχα σπάσει την απαγόρευση κυκλοφορίας και φοβισμένος μην με είχαν σκοτώσει. Με προειδοποίησαν αυστηρά να εγκαταλείψω αυτές τις «περιπετειώδεις τάσεις».
Εκείνο το βράδυ ξαναείδα τον σπιτονοικοκύρη μας στην ταράτσα με το όπλο του. Αργότερα έμαθα πως σημάδευε το Αστυνομικό Τμήμα του Αγίου Ιωάννη. Δεν μπορούσα να τον καταλάβω. Την ημέρα φαινόταν γλυκομίλητος και ήρεμος· τη νύχτα μεταμορφωνόταν σε αντάρτη.
Την Πέμπτη, 18 Ιουλίου, ο πατέρας μου πήρε την απόφαση: «Φτάνει. Φεύγουμε». Το σχέδιο ήταν να σηκωθούμε νωρίς το επόμενο πρωί και να πάμε στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας, μήπως και βρούμε πτήση για να εγκαταλείψουμε το νησί.

Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΦΥΓΗΣ
Το βράδυ της Παρασκευής μαζέψαμε τα πράγματά μας και αποχαιρετίσαμε συγγενείς και φίλους. Ήταν μια πικρή νύχτα. Από τη μια, ένιωθα ανακούφιση που θα φεύγαμε. Από την άλλη, η καρδιά μου πονούσε που θα άφηνα πίσω τους δικούς μου. Ήταν ένα χάος. Ένα απόλυτο χάος. Θυμάμαι να λέω ειρωνικά στον πατέρα μου: «Ευχαριστώ, μπαμπά, που μας έφερες σε εμπόλεμη ζώνη…». Δεν είχα ιδέα τι μας περίμενε.
Περάσαμε το τελευταίο μας βράδυ στο σπίτι της θείας Αυγούστας και του θείου Ανδρέα, μαζί με άλλους συγγενείς. Καθόμουν σιωπηλός και παρατηρούσα τους μεγαλύτερους. Οι άνδρες, σκυφτοί, με σκυθρωπά πρόσωπα, μιλούσαν χαμηλόφωνα για τον Νίκο Σαμψών και τη Χούντα. Δεν καταλάβαινα πλήρως, αλλά κατανοούσα ότι δεν έβλεπαν μέλλον για την Κύπρο. Οι γυναίκες, αντί για πολιτική, προσεύχονταν, κάνοντας συνέχεια τον σταυρό τους και παρακαλώντας την Παναγία να σώσει τον κόσμο.
Κάποια στιγμή ανέφερα στον θείο μου πως κρατούσα ημερολόγιο με όλα όσα ζούσαμε. Η έκφρασή του σκοτείνιασε. Με ικέτευσε να το καταστρέψω. Όταν τον ρώτησα γιατί, μου είπε πως, αν το έβρισκαν πάνω μου στο αεροδρόμιο, θα μπορούσαν να με κατηγορήσουν για κατασκοπεία.
Το σκέφτηκα όλο το βράδυ. Και στο τέλος, με βαριά καρδιά, έσκισα τις σελίδες που περιέγραφαν τις πέντε τελευταίες μέρες και τις πέταξα. Το υπόλοιπο ημερολόγιο το έκρυψα βαθιά μέσα στη βαλίτσα μου.
Αυτό, το να σκίσω εκείνες τις σελίδες, είναι κάτι που το μετάνιωσα. Γιατί, ναι μεν, οι μνήμες μου από εκείνη την εβδομάδα παραμένουν ζωντανές… αλλά τίποτα δεν συγκρίνεται με εκείνη την πρωτογενή, αυθεντική καταγραφή που είχα κάνει.

ΚΑΙ ΥΣΤΕΡΑ ΗΡΘΕ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
Το πραξικόπημα ήρθε αιφνιδιαστικά. Στρατιωτικά οχήματα στους δρόμους, τανκς έξω από την αστυνομία. Πανικός. Ο κόσμος έκρυβε τα πορτρέτα του Μακάριου, φοβούμενος για τη ζωή του. Η μητέρα μου προσπάθησε να μας κρατήσει ασφαλείς. Ο πατέρας μου έμεινε ψύχραιμος, μα και εκείνος φοβόταν.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 20 Ιουλίου, ξημέρωσε αλλιώς. Ξυπνήσαμε από τον ήχο των βομβαρδισμών. Στρατιωτικά αεροπλάνα διέσχιζαν τον ουρανό της Κύπρου. Η Τουρκία είχε εισβάλει.
Εκείνο το πρωινό, η παιδική μου ηλικία τελείωσε. Μπήκαμε σε ένα αυτοκίνητο και φύγαμε άρον-άρον από τη Λεμεσό, με λίγα ρούχα και τρόφιμα. Δεν ξέραμε πού πηγαίναμε, μόνο ότι έπρεπε να απομακρυνθούμε. Τα ραδιόφωνα μετέδιδαν αντικρουόμενες πληροφορίες. Κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς συνέβαινε.
ΑΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΟΙ ΣΤΗΝ ΠΑΦΟ
Κατευθυνθήκαμε προς την Πάφο, όπου θεωρήσαμε ότι θα ήμασταν πιο ασφαλείς. Εκείνες οι μέρες ήταν γεμάτες αγωνία. Εκατοντάδες οικογένειες – πρόσφυγες πια μέσα στην ίδια τους τη χώρα – κατέφευγαν εκεί με ό,τι πρόλαβαν να πάρουν. Διανυκτερεύαμε σε συγγενικά σπίτια και σχολεία που είχαν μετατραπεί σε καταφύγια.
Οι προμήθειες λιγόστευαν. Θυμάμαι τις ουρές για λίγο ψωμί ή γάλα. Θυμάμαι τη σιωπή των μεγάλων και το κλάμα των παιδιών. Μα πιο πολύ θυμάμαι τον φόβο – παντού, σε κάθε κίνηση, σε κάθε βλέμμα.
Και ύστερα ήρθε η δεύτερη εισβολή, τον Αύγουστο. Ήταν τότε που όλοι συνειδητοποιήσαμε πως η κατάσταση είχε αλλάξει οριστικά. Όσοι έμειναν στα κατεχόμενα δεν μπορούσαν πια να φύγουν. Όσοι πρόλαβαν, όπως εμείς, βρεθήκαμε στην Πάφο, αναζητώντας τρόπο να επιστρέψουμε στην Αυστραλία.

ΑΓΩΝΙΑ ΣΤΟ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ
Θυμάμαι τον πατέρα μου να παλεύει για να εξασφαλίσει εισιτήρια. Η Λάρνακα δεν λειτουργούσε. Έπρεπε να φτάσουμε στη Βηρυτό για να πάρουμε την πτήση για το Λονδίνο και μετά πίσω στη Μελβούρνη. Ήμασταν καταγεγραμμένοι στις λίστες του Αυστραλιανού Προξενείου, αλλά δεν υπήρχε καμία εγγύηση πως θα τα καταφέρναμε.
Στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας, ο στρατός μάς έψαχνε – φοβόντουσαν κατασκόπους, λιποτάκτες, κάθε τι που μπορούσε να θεωρηθεί ύποπτο. Ήμουν δεκαπέντε χρονών, κι όμως ένιωθα ότι σε μια στιγμή όλα μπορούσαν να χαθούν.
Το αεροσκάφος απογειώθηκε κάτω από καπνούς και ουρλιαχτά. Κανείς δεν μιλούσε. Μόνο κοιτούσαμε έξω από το παράθυρο. Για μένα, η Κύπρος είχε αλλάξει για πάντα.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ – ΚΑΙ ΟΙ ΣΚΙΕΣ ΤΗΣ
Όταν επιστρέψαμε στη Μελβούρνη, τίποτα δεν φαινόταν ίδιο. Οι φίλοι μας δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι είχαμε ζήσει. Εγώ δεν μπορούσα να εξηγήσω. Είχα αλλάξει. Ήμουν διαφορετικός.
Για πολύ καιρό, ξυπνούσα στον ύπνο μου, νομίζοντας πως άκουγα σειρήνες. Είχα ενοχές που φύγαμε ενώ άλλοι έμειναν πίσω. Είχα θυμό. Και κυρίως, είχα ένα βαρύ αίσθημα αδικίας.
Οι εμπειρίες εκείνου του καλοκαιριού με ακολούθησαν σε όλη μου τη ζωή. Με έκαναν πιο ώριμο, πιο προσεκτικό. Αλλά με πλήγωσαν και βαθιά. Δεν ξέχασα ποτέ την Κύπρο. Ούτε όσους έμειναν πίσω.

ΕΝΝΕΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ…
Χρειάστηκε να περάσουν εννέα ολόκληρα χρόνια μέχρι να επιστρέψω στην Κύπρο. Το 1983, ξεκίνησα ένα μεγάλο ταξίδι στον κόσμο με έναν συμφοιτητή μου και έκλεισα αυτό το ταξίδι με μια μακρά παραμονή στο νησί. Η επιστροφή με συγκλόνισε. Οι αλλαγές ήταν πολλές και ορατές – ιδίως στα χωριά. Ο τρόπος ζωής που είχα γνωρίσει το 1974 έμοιαζε να σβήνει σιγά-σιγά. Παρ’ όλα αυτά, ένιωσα χαρά που ξαναείδα αγαπημένα πρόσωπα στην οδό Λονδίνου και συγγενείς που μου είχαν λείψει. Όλοι συμφωνούσαν: η Κύπρος είχε αλλάξει για πάντα. Μα υπήρχε ακόμη ελπίδα – πως μια μέρα το νησί θα ενωθεί ξανά, ειρηνικά.
Δεν χωρά αμφιβολία πως η εμπειρία μου στην Κύπρο το 1974 με σημάδεψε βαθιά και συνεχίζει να με επηρεάζει, ιδιαίτερα στις καλλιτεχνικές μου ανησυχίες. Ίσως, η πρώτη σπίθα για τις «Ιστορίες της Κύπρου» (Tales Of Cyprus) να άναψε τότε – στις μέρες εκείνες που τριγυρνούσα ανέμελος στην κυπριακή ύπαιθρο, λίγο πριν το πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή αλλάξουν την πορεία του νησιού για πάντα.
Εύχομαι να μπορέσω να συνεχίσω να τιμώ τις κυπριακές μου ρίζες για πολλά χρόνια ακόμη.