ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ παροικίες ανά την υφήλιο και ιδιαιτέρως στην Αυστραλία, η ύπαρξη σχολείων ελληνικής γλώσσας παρουσιάζεται συχνά ως πολιτιστικό επίτευγμα.

Τιμούμε επετείους, εκδίδουμε δηλώσεις υπερηφάνειας και δημοσίως αυτοεπαινούμαστε για τη διατήρηση θεσμών των οποίων η παρουσία εκλαμβάνεται ως απόδειξη επιτυχίας.

Την Ημέρα της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας, παρατάσσουμε μαθητές με παραδοσιακές ενδυμασίες στους δρόμους, τους επιδεικνύουμε μπροστά σε κάμερες και παροικιακούς αξιωματούχους σαν να πρόκειται για ζωντανά στολίδια.

Τους προβάλλουμε σε διαφημιστικά βίντεο, σχολικά ημερολόγια και επετειακές εκδηλώσεις, τοποθετημένους σε σχηματισμό, να ψελλίζουν συνθήματα που σπανίως κατανοούν. Τα παιδιά καλούνται να υποδυθούν την ελληνικότητα, όπως οι γκροτέσκες γλυπτές μορφές που κοσμούν οικοδομήματα το εσωτερικό των οποίων καταρρέει.

Πίσω όμως από αυτήν τη φανταχτερή πρόσοψη εορτασμού, υποβόσκει μια ανησυχητική πραγματικότητα: αποτυγχάνουμε να παράγουμε ομιλητές της ελληνικής γλώσσας.

Η ελληνική, κάποτε ζωτικής σημασίας γέφυρα συνεννόησης μεταξύ γενεών, λειτουργεί ολοένα και περισσότερο ως τελετουργικό κειμήλιο παρά ως ζωντανό, δυναμικό μέσο επικοινωνίας. Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι πόσα σχολεία διαθέτουμε, αλλά κατά πόσο αυτά επιτελούν τον βασικό τους σκοπό.

Πέραν του κρατικώς επιβεβλημένου προγράμματος για το VCE και του Πιστοποιητικού Ελληνομάθειας, το οποίο αφορά αποκλειστικώς τις ανάγκες του ελληνικού Κράτους, δεν υφίσταται συνεκτικός ή ολοκληρωμένος μηχανισμός αξιολόγησης της ποιότητας διδασκαλίας στα σχολεία ελληνικής γλώσσας. Αν και υπάρχει το Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τις Γλώσσες, αυτό αγνοείται από την παροικία μας που δεν παρέχει ενιαίο παροικιακό πρότυπο αναλυτικού προγράμματος, ούτε ανεξάρτητο, διαπιστευμένο σύστημα μέτρησης της γλωσσικής επάρκειας των μαθητών ούτε θεσμοθετημένη αποτίμηση του κατά πόσον τα σχολεία ανταποκρίνονται σε ουσιαστικά κριτήρια αναγνωστικής, γραπτής, ακουστικής ή προφορικής δεξιότητας. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούμε να επικαλούμαστε τον αριθμό λειτουργούντων προγραμμάτων, εγκαταστάσεων ή εγγραφών, σαν να αποτελούν πραγματικούς δείκτες επιτυχίας.

Στη Βικτώρια, η κατάσταση είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη. Οι εγγραφές σε προγράμματα ελληνικής γλώσσας έχουν αγγίξει ιστορικό χαμηλό, όπως επιβεβαιώνεται από ετήσιες εκθέσεις εκπαιδευτικών φορέων και απογραφικά δεδομένα. Σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Εκπαιδευτικών Νέων Ελληνικών Βικτώριας, η συμμετοχή στην επίσημη ελληνόγλωσση εκπαίδευση παρουσιάζει συνεχή πτώση τα τελευταία είκοσι χρόνια. Ορισμένα προγράμματα έχουν περιοριστεί σε καθαρά ονομαστικό επίπεδο. Πιο αποκαλυπτικό, ωστόσο, είναι ότι ακόμη και όπου οι εγγραφές παραμένουν φαινομενικά ικανοποιητικές, τα γλωσσικά αποτελέσματα είναι απογοητευτικά.

Είναι πλέον σύνηθες φαινόμενο να συναντά κανείς μαθητές που, μετά από πολυετή φοίτηση σε ελληνικά σχολεία, αδυνατούν να συντάξουν μια στοιχειώδη πρόταση ή να διεξάγουν έναν απλό διάλογο. Μπορεί να είναι σε θέση να απαγγέλουν προσευχές ή να ψάλλουν πατριωτικά άσματα, αλλά δεν μπορούν να διαβάσουν ούτε μία παράγραφο χωρίς βοήθεια. Από την άποψη της εφαρμοσμένης γλωσσολογίας, οι μαθητές αυτοί αποτυγχάνουν να φθάσουν σε λειτουργικό εγγραμματισμό: στο κατώφλι εκείνο της γλωσσικής επάρκειας που επιτρέπει τη χρήση της γλώσσας σε καθημερινά συμφραζόμενα. Τα ιδρύματα που παράγουν αυτά τα αποτελέσματα σαφώς δεν ανταποκρίνονται στην εκπαιδευτική τους αποστολή.

Η ελληνική γλώσσα δεν είναι απλώς εργαλείο επικοινωνίας. Θεωρείται ευρέως, τόσο στη λόγια βιβλιογραφία όσο και στη συλλογική συνείδηση, ως θεμέλιο συστατικό της ελληνικής ταυτότητας. Η συγκρότηση του νεοελληνικού Κράτους βασίσθηκε σε μεγάλο βαθμό στη συμβολική ισχύ μιας γλωσσικής παράδοσης που εκτείνεται από τον Όμηρο και το Βυζάντιο μέχρι την καθομιλουμένη. Στη Διασπορά, η γλώσσα λειτουργεί όχι μόνον ως κληρονομημένο στοιχείο, αλλά ως ζωντανό σύμβολο συνέχειας με τον ευρύτερο ελληνικό κόσμο.

Η θεωρία των «φαντασιακών κοινοτήτων» του Benedict Anderson προσφέρει ένα χρήσιμο ερμηνευτικό εργαλείο για την κατανόηση αυτού του φαινομένου. Η εθνική και εθνοτική ταυτότητα δεν κληρονομείται απλώς, αλλά συγκροτείται μέσω τελετουργίας, αφήγησης και γλώσσας. Στη Διασπορά, όπου οι πιέσεις αφομοίωσης είναι διαρκείς, η γλώσσα καθίσταται ο πιο απτός σύνδεσμος με τη συλλογική ιστορική φαντασία. Όταν αυτή χαθεί, η φαντασιακή εθνική κοινότητα αποσαθρώνεται.

Ο κοινωνιογλωσσολόγος Joshua Fishman, στο έργο του για την αναχαίτιση της γλωσσικής μετατόπισης, επισημαίνει ότι η απώλεια της γλώσσας κληρονομιάς αποτελεί συνήθως το πρώτο βήμα προς την πολιτισμική ενσωμάτωση. Όταν παύει η διαγενεακή μετάδοση, η κοινότητα χάνει το ισχυρότερο μέσο διατήρησης της ιδιαιτερότητάς της. Σε πολυπολιτισμικές κοινωνίες όπως η Αυστραλία, όπου η αγγλική κυριαρχεί σε όλους τους τομείς, η γλωσσική μετατόπιση δεν είναι αφηρημένη έννοια. Είναι η ίδια η διαδικασία απορρόφησης των κοινοτήτων, αφήνοντας πίσω μόνον συμβολικά κατάλοιπα.

Αν η γλώσσα, όπως υποστήριξε ο Πέρσι Σέλλεϋ, αποτελεί την ψυχή ενός λαού, τότε τι να σκεφτούμε για ένα εκπαιδευτικό σύστημα δικής μας επινόησης, που καθιστά τα παιδιά μας ανίκανα να επικοινωνήσουν με τους παππούδες τους, να διαβάσουν τη λειτουργία της Εκκλησίας τους ή να κατανοήσουν τις αφηγήσεις των προγόνων τους, τόσο μάλλον να χρησιμοποιήσουν την ελληνική ως λειτουργικό μέσο επικοινωνίας με τους συνομηλίκους τους;

Όταν πρόκειται για παροικιακή επένδυση, η συγκίνηση δεν αρκεί. Χρειάζεται ορθολογική ανάλυση. Ένα από τα βασικότερα εργαλεία αξιολόγησης πολιτικής είναι η ανάλυση κόστους-οφέλους. Ποια είναι τα αποτελέσματα που αποκομίζουμε, ως εθνογλωσσική κοινότητα, από το χρόνο, τα χρήματα και την ενέργεια που επενδύονται στην ελληνόγλωσση εκπαίδευση;

Κάθε χρόνο διατίθενται σημαντικοί πόροι για τη διατήρηση των ελληνικών σχολείων στην Αυστραλία. Αυτοί περιλαμβάνουν κρατικές επιδοτήσεις, κοινοτικά κονδύλια, οικονομική συνδρομή γονέων και εθελοντική εργασία. Αν το αποτέλεσμα όλων αυτών δεν είναι η δημιουργία χρηστών της ελληνικής γλώσσας, τότε τι ακριβώς επιτυγχάνεται;

Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η εκπαίδευση δεν αφορά μόνον τη γλωσσομάθεια. Μπορεί να προάγει την πολιτισμική ταύτιση, να ενισχύει τη διαγενεακή σύνδεση και να καλλιεργεί την κοινοτική συνοχή. Αυτά είναι ουσιώδη αγαθά. Όμως, δεν δύνανται να δικαιολογήσουν την αποτυχία επίτευξης βασικής γλωσσικής επάρκειας. Ένα πρόγραμμα διδασκαλίας που δεν αποδίδει γλωσσικά αποτελέσματα ενδέχεται να λειτουργεί τελετουργικά ή συμβολικά, αλλά μπορεί εξίσου να αποτελεί μέσο αυτοπροβολής και κύρους, κάτι που δεν συνιστά παιδεία.

Η παροικία μας έχει προσκολληθεί σε ματαιόδοξους δείκτες. Μετράμε σχολεία, τάξεις και εκδηλώσεις. Εορτάζουμε τη μακροβιότητά μας. Εκδίδουμε προγράμματα και διαθέτουμε επιδέξια επικοινωνιακή στρατηγική. Διογκώνουμε την εικόνα της επιτυχίας όχι για να ενημερώσουμε, αλλά για να εντυπωσιάσουμε. Κι όμως, τίποτε από αυτά δεν μας διαβεβαιώνει ότι οι μαθητές μαθαίνουν. Όταν συγχέουμε τη μορφή με την ουσία, εξαπατούμε τους εαυτούς μας και σπαταλούμε πολύτιμο χρόνο.

Ένας ακόμη παράγοντας που συχνά παραβλέπεται είναι η απουσία σταθερής και ουσιαστικής γονικής συμμετοχής. Τα σχολεία ελληνικής γλώσσας αντιμετωπίζονται πολλές φορές όχι ως χώροι σοβαρής εκπαίδευσης, αλλά είτε ως βολική λύση για την απασχόληση των παιδιών, είτε ως συμβολικές εκδηλώσεις διατήρησης της παράδοσης. Πολλοί γονείς δεν επιδεικνύουν ενδιαφέρον για το περιεχόμενο του αναλυτικού προγράμματος ή τις διδακτικές μεθόδους και δεν φροντίζουν να καλλιεργήσουν στο σπίτι ένα περιβάλλον που να ενισχύει τη γλωσσική μάθηση. Ορισμένοι γονείς μεταφέρουν στα παιδιά τους τις δικές τους αρνητικές εμπειρίες από την ελληνόγλωσση εκπαίδευση, προδιαθέτοντάς τα σε αδιαφορία και επιβαρύνοντας τη διαδικασία γλωσσικής μάθησης με το άχθος ενός κληρονομημένου εκπαιδευτικού τραύματος. Έτσι, τα παιδιά καλούνται να μάθουν μια γλώσσα σε εχθρικό περιβάλλον, κουβαλώντας συνάμα τις ακατέργαστες υστερίες της προηγούμενης γενιάς.

Ίσως έχει έρθει η ώρα να αναρωτηθούμε αν, έστω ακούσια, έχουμε παγιώσει έναν θεσμό που πλέον δεν ανταποκρίνεται στον σκοπό του. Μήπως τα ελληνικά μας σχολεία έχουν πάψει να αποτελούν φορείς ουσιαστικής πολιτιστικής μετάδοσης και έχουν μετατραπεί σε πεδία θεσμικής προβολής και αυτοπροώθησης; Μήπως επιτρέψαμε οι εκπαιδευτικές μας δομές να περιέλθουν στα χέρια προσώπων και φορέων που ενδιαφέρονται περισσότερο για την προσωπική τους επιρροή παρά για το παιδαγωγικό τους έργο; Μήπως διατηρούμε τα σχολεία όχι για να διδάξουμε την ελληνική γλώσσα, αλλά για να εξασφαλίζουμε τη δική μας θέση στο κοινοτικό οικοσύστημα;

Η έννοια του «συμβολικού κεφαλαίου» του κοινωνιολόγου Pierre Bourdieu, διαφωτίζει αυτό το φαινόμενο. Σε παροικίες όπως η δική μας, όπου οι πολιτιστικοί θεσμοί φέρουν υψηλό κοινωνικό κύρος, η εγγύτητα σε αυτούς προσδίδει κύρος και νομιμοποίηση. Η εμπλοκή με την εκπαίδευση της ελληνικής γλώσσας ταυτίζεται με την υπεράσπιση της πολιτιστικής κληρονομιάς και προσφέρει τη δυνατότητα μετατροπής αυτής της σχέσης σε κοινωνική, πολιτική ή θεσμική επιρροή. Έτσι, το σχολείο παύει να λειτουργεί πρωτίστως ως χώρος μάθησης και μετατρέπεται σε σκηνή συμβολικής επικύρωσης.

Η παρούσα κατάσταση απαιτεί κάτι βαθύτερο από την τελετουργική επιβεβαίωση. Οφείλουμε να αντικαταστήσουμε τη ρητορική υπερηφάνεια με μετρήσιμη λογοδοσία. Το ουσιώδες ερώτημα είναι αν οι θεσμοί μας λειτουργούν προκειμένου να διασώσουν μια ζωντανή παράδοση.

Η ουσιαστική αναγέννηση της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στη Διασπορά προϋποθέτει ριζική και συστηματική μεταρρύθμιση, θεμελιωμένη σε τεκμηριωμένες παιδαγωγικές πρακτικές και εμψυχωμένη από συλλογική πολιτιστική βούληση. Ένα παμπαροικιακό αναλυτικό πρόγραμμα οφείλει να διαμορφωθεί συλλογικά, μέσα από τη συνεργασία εκπαιδευτικών, γλωσσολόγων και κοινοτικών φορέων, να στηρίζεται στη σύγχρονη παιδαγωγική έρευνα, να ευθυγραμμίζεται με διεθνή πρότυπα και να διαρθρώνεται έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις ποικίλες μαθησιακές ανάγκες διαφορετικών ηλικιών και επιπέδων γλωσσικής επάρκειας. Το πρόγραμμα αυτό πρέπει να ενσωματώνει ολόκληρο το φάσμα των δεξιοτήτων: προφορική έκφραση, κατανόηση προφορικού λόγου, ανάγνωση και γραφή, μέσα σε αυθεντικά επικοινωνιακά συμφραζόμενα. Είναι απαραίτητο να καθοριστούν σαφή αναπτυξιακά ορόσημα για κάθε στάδιο μάθησης, ώστε μαθητές, διδάσκοντες και γονείς να μπορούν να παρακολουθούν συνειδητά την πορεία απόκτησης της γλώσσας.

Ωστόσο, ένα τέτοιο πρόγραμμα μπορεί να ευδοκιμήσει μόνο εντός μιας παροικίας όπου οι μαθητές δεν περιθωριοποιούνται από φερόμενους ως παροικιακούς ηγέτες και φατρίες, αλλά ενδυναμώνονται ώστε να συμμετέχουν ουσιαστικά και ισότιμα. Είναι μέσα από την ενεργή κοινοτική αλληλεπίδραση που η γλώσσα αποκτά πραγματικό νόημα· και είναι εύλογο να αναρωτηθούμε εάν οι πατριαρχικές, ξεπερασμένες θεσμικές μας δομές, συχνά διαβρωμένες από διχόνοια, εκφοβισμό και ανεπάρκεια, συνιστούν όντως περιβάλλοντα στα οποία οι μαθητές όχι μόνο μπορούν να υπάρξουν, αλλά να αποτελέσουν το γόνιμο έδαφος πάνω στο οποίο η ελληνική γλώσσα θα μπορέσει να αναπτυχθεί, να εξελιχθεί και να εκφράσει τη δική τους εμπειρία.

Επιπλέον, η παροικιακή συμμετοχή οφείλει να υπερβεί την παθητική κατανάλωση και να εξελιχθεί σε ενεργό, αμφίδρομο διάλογο. Οι θεσμοί οφείλουν να επικοινωνούν διαφανώς με τις οικογένειες και τους ενδιαφερόμενους, να διατυπώνουν τους στόχους των προγραμμάτων, να καθορίζουν προσδοκώμενα αποτελέσματα και να παρέχουν τακτικές ενημερώσεις. Μια δημόσια βάση δεδομένων επιδόσεων σχολείων, ανωνυμοποιημένη για λόγους ιδιωτικότητας, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μέσο συγκριτικής αξιολόγησης, εντοπισμού ελλείψεων και προαγωγής της λογοδοσίας. Αυτό, βεβαίως, υπό την προϋπόθεση ότι η παροικία μας ενδιαφέρεται ειλικρινώς για τα αποτελέσματα και όχι για τις εντυπώσεις.

Τέλος, η εκπαίδευση της ελληνικής γλώσσας πρέπει να ενταχθεί σε ένα ευρύτερο πολιτιστικό πλαίσιο. Η γλώσσα δεν υπάρχει απομονωμένα, και η επιβίωσή της εξαρτάται από την επαφή με τη λογοτεχνία, την ιστορία, τη μουσική, το θέατρο και τη σύγχρονη ελληνική σκέψη. Τα σχολεία οφείλουν να ενσωματώνουν διεπιστημονικά προγράμματα ώστε να εντάσσουν τη γλωσσική μάθηση στο βίωμα της ταυτότητας.

Ένα τέτοιο πρόγραμμα ανανέωσης δεν μπορεί να επιτευχθεί με επιφανειακές αλλαγές. Απαιτεί όραμα, συντονισμό και ηθικό θάρρος να εγκαταλείψουμε αναποτελεσματικές συνήθειες υπέρ ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων. Πάνω απ’ όλα, απαιτεί από τους Έλληνες της Αυστραλίας –όχι μόνον από τους θεσμούς τους, αλλά και από τα ίδια τα πρόσωπα– να αναγνωρίσουν το ζήτημα αυτό ως προτεραιότητα και όχι ως αφορμή για ρητορικές εξάρσεις. Μόνον μέσα από μια τέτοια καθολική αναθεώρηση μπορούμε να μετασχηματίσουμε τα σχολεία μας από οχήματα νοσταλγικών τελετών σε φορείς αυθεντικής πολιτιστικής συνέχειας. Κι αν αυτό ξεπερνά τις δυνάμεις ή τις ικανότητές μας, οφείλουμε τουλάχιστον να το αναγνωρίσουμε και να στραφούμε προς κάτι ουσιαστικότερο.

Η ελληνική γλώσσα είναι ένα από τα πολυτιμότερα κληροδοτήματα του πολιτισμού μας. Μας συνδέει με μια τεράστια λογοτεχνική, θεολογική και ιστορική παράδοση. Είναι η γλώσσα του Ομήρου, των Ευαγγελίων, του Σεφέρη και του Ελύτη. Δεν είναι μουσειακό έκθεμα. Είναι ζώσα έκφραση του εαυτού μας, κι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν μπορούμε πλέον να συγχέουμε την ορατότητα με τη ζωτικότητα, τη μορφή με τη λειτουργία, ή να προσκολλόμαστε στην παρουσία σχολείων αδιαφορώντας για τα αποτελέσματά τους. Δεν μπορούμε να ρομαντικοποιούμε τη συμμετοχή αγνοώντας την επίδοση, ούτε να εξυψώνουμε το συμβολικό εις βάρος της ουσίας.

Η διαιώνιση αυτής της πορείας δεν είναι αβλεψία. Είναι εγκατάλειψη καθήκοντος. Ήρθε η ώρα να στοχαστούμε κριτικά πάνω σε ό,τι χτίσαμε, να αναγνωρίσουμε πού αποτύχαμε και να ξεκινήσουμε το δύσκολο έργο της ανασυγκρότησης.

Η γλώσσα δεν επιβιώνει με την ευαισθησία μόνον. Επιβιώνει με δομή, πειθαρχία, δημιουργικότητα και αφοσίωση. Μόνον ενστερνιζόμενοι αυτές τις αρετές μπορούμε να επαναπροσδιορίσουμε τον σκοπό της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης και να διασφαλίσουμε ότι αυτή δεν θα παραμείνει απλώς μια κληρονομιά, αλλά θα καταστεί ζώσα παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.