ΝΑ ‘ΜΑΣΤΕ για μια ακόμα φορά με τις πυρκαγιές στην Ελλάδα. Να ‘μαστε για μια ακόμα φορά μπροστά στην πύρινη λαίλαπα, την καταστροφή, την πλήρη απαξίωση και τον αφανισμό της φύσης και, κατ΄επέκταση, της ανθρώπινης -και κάθε άλλης- ζωής.
ΟΛΑ παρανάλωμα του πυρός, αλλά και άλλων παραγόντων, ξανά και ξανά και τελειωμό δεν έχει. Μια κατάσταση για την οποία όχι μόνο πρέπει να κλαις, αλλά και να οργίζεσαι… – αν και το τελευταίο δεν βλέπω ποτέ να… πιάνει τόπο…
ΔΕΝ ΠΕΡΑΣΑΝ παρά μόνο δυο-τρεις εβδομάδες (αν θυμάμαι καλά) που μέσα από τούτη εδώ τη στήλη γράφαμε για την καταστροφική φωτιά στα ορεινά χωριά της Κορίνθου και ειδικά στο χωριό Καστανιά, δίπλα στην Αρχαία Φενεό, και τη λίμνη Δόξα.
ΚΑΙ ΝΑ ‘ΜΑΣΤΕ ξανά και ξανά μπροστά σε όλο το εύρος της κυβερνητικής, κρατικής και μικροκομματικής υποκρισίας αλλά και αυτής της μεγάλης μερίδας των ίδιων των πολιτών, που οι άνθρωποι για το μόνο που είναι ικανοί είναι να διαρυγνύουν τα ιμάτιά τους.
Η ΠΥΡΚΑΓΙΑ στην ελληνική ύπαιθρο δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα εμπρησμών από γκαζάκια ή οργανωμένες πράξεις καταστροφής για εγκατάσταση ανεμογεννητριών ή εχθρούς του έθνους και χίλια δυό άλλα που «παρευλάνουν» κάθε χρόνο τέτοια εποχή από οθόνες και ιστοσελίδες – με την απαραίτητη αμπελοφιλοσοφία του κάθε ξερόλα.
ΠΑΡΑ την αναμφισβήτητη ευθύνη κρατικών, κυβερνητικών και άλλων μηχανισμών και αρμόδιων (;) υπηρεσιών, είναι ταυτόχρονα και το σύμπτωμα μιας βραδείας, αθόρυβης αποσύνθεσης της σχέσης μεγάλης μερίδας των Ελλήνων πολιτών με τον τόπο τους…
ΕΙΝΑΙ μια συνεχής εγκατάλειψη που λειτουργεί ως διαρκές προσάναμμα. Το καθάρισμα των χωραφιών, η φροντίδα των ελαιώνων και των αμπελιών, η εποχική συντήρηση της γης και άλλα, πράξεις που κάποτε, στο πολύ-πολύ μακρυνό παρελθόν ήταν αυτονόητες και ενείχαν τη δική τους τελετουργία, έχουν πλέον υποχωρήσει στην αδράνεια, σαν να έχουν καταχωρηθεί σε μια συλλογική λήθη.

Η ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΗ ολιγωρία των όποιων ιδιοκτητών δεν συνιστά μόνο κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις αμέλειας, είναι σύμπτωμα μιας ευρύτερης κοινωνικής και πολιτισμικής μετατόπισης. Η γη, που για αιώνες αποτελούσε το κέντρο της βιοτικής και πνευματικής οργάνωσης του ανθρώπου, έχει πλέον υποβιβαστεί σε ακίνητο περιουσιακό στοιχείο, συχνά «ξεχασμένο» ανάμεσα σε διαθήκες, κληρονομιές και ανοιχτές υποθέσεις σε κάποιο Υποθηκοφυλακείο.
ΟΙ ΓΕΝΙΕΣ που φεύγουν αφήνουν πίσω τους χωράφια που σιωπούν, οι γενιές που είναι ήδη εδώ δεν εμφανίζονται ποτέ, έγκλειστες στις πόλεις, εγκλωβισμένες σε έναν τρόπο ζωής που βλέπει την ύπαιθρο όχι ως προέκταση του εαυτού τους, αλλά ως εικόνα σε καρτ-ποστάλ, άντε για ένα «ξεμούδιασμα» κάποιο Σαββατοκύριακο ή ένα τριήμερο.
ΔΕΝ ξέρουμε πλέον οι γενιές που ακολουθούν τι θα βρουν και τι θα πράξουν…
ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ; Διπλό: από τη μια, η γη γίνεται εύφλεκτη ύλη, από την άλλη, χάνεται το ήθος της φροντίδας, το οποίο ήταν ο αληθινός θεματοφύλακας απέναντι στις φλόγες και κάθε απειλή, φυσική ή μη.
Ο ΑΓΡΟΣ δεν είναι απλώς εργασία, δεν είναι μια βαρετή αγγαρεία. Είναι μια μορφή επιμέλειας, μια πράξη καθημερινής συνάντησης με το παρελθόν και το μέλλον, σημείο που τέμνεται η ζωή με τη φύση, τρόπος ζωής. Η παραμέλησή του σημαίνει παραμέληση του ίδιου του πολιτισμικού μας ιστού, της ίδιας μας της ύπαρξης.
Η ΣΤΑΧΤΗ, λοιπόν, δεν είναι μόνο υλική. Είναι και μνημονική, είναι και όπως γουστάρετε και αγαπάτε… Καίγονται δέντρα που φυτεύτηκαν από χέρια ανθρώπων που δεν ζουν πια, χάνεται η συνέχεια των χειρονομιών και των λειτουργιών που τα φρόντιζαν, χάνεται το νήμα της καθημερινής ζωής.
ΚΑΙ μαζί καίγεται η αίσθηση ότι το έδαφος κάτω από τα πόδια μας ήταν, είναι -αλλά δεν ξέρουμε πλέον- αν θα εξακολουθεί να είναι- κάτι που μας δεσμεύει.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ μας -και όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη και στην Αυστραλία, παντού…- εγκλωβισμένη σε ένα μοντέλο κατανάλωσης που εκλαμβάνει τα προϊόντα ως ουδέτερες εμπορικές αξίες, έχει ξεχάσει την αργή, κυκλική οικονομία της γης, όπου κάθε στάδιο είναι μια αλυσίδα παραγωγής και αναπαραγωγής και συνιστά ευθύνη και όχι μόνο κέρδος.
Η ΟΚΝΗΡΙΑ, αν την εξετάσουμε σε όλες τις παραμέτρους της, δεν είναι απλώς τεμπελιά. Είναι η μετουσίωση της αποσύνδεσής μας με αυτό πυο πραγματικά είμαστε ως ανθρώπινα όντα. Είναι το αποτέλεσμα ενός πολιτισμού που βλέπει το τοπίο ως εμπορικό προϊόν, όχι ως τόπο, όχι σαν αυτό που ήταν και επιτελούσε στον κύκλο της σύνδεσης της ανθρώπινης ζωής και της φύσης, από τα πανάρχαια χρόνια, από καταβολής Κόσμου.
ΟΣΟ αυτή η αποσύνδεση παραμένει, κάθε καλοκαίρι θα είναι και μια υπόμνηση: οι φωτιές δεν ξεκινούν μόνο από σπίθες. Ξεκινούν και από την αμέλεια και από τη λήθη και από την αργή εγκατάλειψη της ίδιας της ζωτικής μας ρίζας και από χίλια δυό άλλα. Και τότε, η στάχτη που μένει είναι το μόνο τοπίο που μας αξίζει.
ΣΤΑ καθ΄υμάς, βγήκαν πάλι οι κυβερνήτες και οι πολιτικοί να ρίξουν τις ευθύνες εκατέρωθεν και να φροντίσουν να πάνε και μια βολτούλα στα καμμένα, προς άγραν ψήφων βεβαίως-βεβαίως…
ΑΛΛΟΙ δε πολιτικοί -τι κατάντια έχει περιβάλλει αυτή τη λέξη τα τελευταία χρόνια (και όχι μόνο)- να ρίχνουν την ευθύνη στην… έλλειψη εθελοντών! Οποία υποκρισία να μιλούν για εθελοντισμό, όταν οι ίδιοι, αν δεν ήταν αυτοί υπεύθυνοι, τουλάχιστον συνέναισαν στην εκδίωξη εκατοντάδων πυροσβεστών το προηγούμενο καλοκαίρι επειδή ήταν υπεράριθμοι.
ΑΦΟΥ λοιπόν «καίγονται» τόσο πολύ για την έλλειψη εθελοντών γιατί δεν γίνονται οι ίδιοι εθελοντές στις ομάδες πυρασφάλειας; Λένε ότι δεν μπορούν να παρευρίσκονται κάθε μέρα στο Κοινοβούλιο γιατί έχουν και άλλες δουλειές. Ιδού οι άλλες δουλειές. Ή έχουν χρόνο να γυροφέρνουν στα τηλεοπτικά παράθυρα για να αμολούν την αψάρα τους και να διαπληξκίζονται με τους πολιτικούς των αντίπαλων κομματιδίων.
ΜΕΣΑ σε όλα αυτά έχουμε και το… πατροπαράδοτο εν Ελλάδι σύστημα διορισμών, θέσεων και πολλαπλών και παντοειδών αναθέσεων, σε ένα σύστημα φυσικά που δεν καλλιέργησε ποτέ την αξιοκρατία, ούτε έγινε έλεγχος από υπηρεσίες στις θέσεις εργασίας όσον αφορά την αποδοτικότητα ή την καλή μεταχείριση από άνθρωπο σε άνθρωπο.
ΕΙΝΑΙ τόσα πολλά. Ποιο να πιάσουμε για ανάλυση και ποιο να αφήσουμε…
ΝΑ παραθέσουμε ένα απόσπασμα από μια συνέντευξη του 2022, σχετικά με τις τότε φωτιές στη βόρεια Εύβοια, της Christina Geros, η οποία διδάσκει Περιβαλλοντική Αρχιτεκτονική στο Βασιλικό Κολλέγιο Τέχνης του Λονδίνου και έχει εργαστεί σχετικά στο Βόρνεο της Ινδονησίας και στη βόρεια Εύβοια:
«ΝΟΜΙΖΩ ότι η φωτιά είναι ξεκάθαρα ένα εργαλείο για να αποψιλώσεις το δάσος, ώστε όλοι οι δείκτες που προσδίδουν αξία στη γη να πέσουν στο μηδέν. Όταν δεν υπάρχει δάσος, δεν υπάρχει γεωργία, δεν υπάρχει κάτι που να αποδεικνύει ότι “αυτή η γη έχει αξία” βάσει οικονομικών και παραγωγικών δεικτών. Έτσι ρίχνεις την τιμή της γης.
Η ΦΩΤΙΑ το πετυχαίνει αυτό πολύ γρήγορα και εύκολα, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί εργαλείο που δημιουργεί αυτή τη μειωμένη αξία χωρίς να μπορεί να καταλογιστεί ευθύνη σε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο ή οργανισμό. Είναι σχεδόν το τέλειο έγκλημα.
Αν μια φωτιά μπει εσκεμμένα, τότε υπάρχει ήδη μια παρασκηνιακή συμφωνία για τη μεταφορά της γης – και κανείς δεν εκπλήσσεται από αυτό».
ΤΑ ΛΟΓΙΑ αυτά αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα αν αναλογιστούμε τις μεγάλες πυρκαγιές των τελευταίων ετών στην Ελλάδα – στη Βόρεια Εύβοια, στον Έβρο, στη Ρόδο, στην Πάρνηθα, στην Πεντέλη, στα Γεράνεια Όρη, στο Όρος Πατέρας, στα Δερβενοχώρια, στην Ηλεία, στην Κορινθία, στο Βόλο, στην Κέρκυρα, στη Μάνη και πιο πρόσφατα στη Χίο, στη Ζάκυνθο, στα Κύθηρα και στην Αχαΐα.
ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΑ Χίο η δεύτερη φετινή πυρκαγιά κατέκαψε μια έκταση που παρουσιάζει τεράστια επικάλυψη με την περιοχή Natura στην οποία σχεδιάζεται εξόρυξη αντιμονίου – ένα έργο στο οποίο η τοπική κοινωνία έχει αντισταθεί σθεναρά. Και στη διάρκεια της μεγάλης πυρκαγιάς στα τέλη Ιουνίου του 2025 στο κεντρικό τμήμα του νησιού είχε εκδηλωθεί ξανά εστία στην ίδια περιοχή της Βόρειας Χίου.
Η ΧΡΟΝΙΚΗ και χωρική σύμπτωση μεταξύ των πυρκαγιών στο νησί και των εξορυκτικών σχεδίων, δημιουργεί έντονα ερωτήματα για το κατά πόσο τέτοιες καταστροφές λειτουργούν ως «εργαλεία» για την απαξίωση της γης, την εκδίωξη ή εξαθλίωση των τοπικών κοινωνιών και την εξυπηρέτηση οικονομικών συμφερόντων.
ΠΙΣΤΟΣ στο ποιητικό ραντεβού να παραθέσω ένα σχετικό με τα τεκταινόμενα ποίημα ενός εκ των πλέον αντιπροσωπευτικών ποιητών των τελευταίων δεκαετιών του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου (1945-2021). Το ποίημα ανήκει στη συλλογή «Το σκοτωμένο αίμα» (1982), είναι άτιτλο και αριθμείται ως ΣΤ’. Εμείς (αυθαίρετα) ας του δώσουμε τον τίτλο «Φωτιά στο δάσος»:
Φωτιά στο δάσος φώναξε
πριν γίνει δέντρο
………………………………………………………….
Τα έπιπλα είναι
υπάκουα ζώα στην αρχή
από τη θέση τους ακίνητα
σε παρακολουθούν
σε αποστηθίζουν
μες στη στιλπνή ή θαμπή
γυαλάδα τους
τραβούν κινήσεις μέλη
εικόνες απ’ το σώμα σου
ταΐζουν μ’ αυτές
τα ξύλινά τους σπλάχνα
τα έπιπλα αγριεύουν με τον καιρό
ξυπνούν τη νύχτα
τρίζουν ή γαυγίζουν σα σκυλιά
με δόλο από την
κλειδαρότρυπά τους σε κοιτούν
ή ουρλιάζοντας γυρεύουν τη φωτιά
θέλουν να ξαναγίνουν
δέντρα η μνήμη τους
κοιμάται πράσινη παντού
— ξυπνάει
όταν τινάζει τα μαλλιά
του ο ξυλοκόπος
Δ.Τ.