Ο Έλληνας γλύπτης Δημοσθένης Τζανάκος, έβαλε όλη την ψυχή και το ταλέντο του για να δημιουργήσει ένα έργο που τιμά την κληρονομιά των Ελλήνων που έκαναν το δύσκολο ταξίδι της μετανάστευσης προς τη Μελβούρνη.
Ο 33χρονος καλλιτέχνης, από τη Σπάρτη, βρέθηκε στη Μελβούρνη για πέντε εβδομάδες, για να δουλέψει πάνω σε ένα γλυπτό που αποτυπώνει τις ιστορίες μετανάστευσης της ελληνικής παροικίας της πόλης.
Η ιδέα γεννήθηκε πριν από δύο χρόνια, μέσα από μια συζήτηση με τους συγγενείς του που ζουν εδώ, την Helen Tzanakos-Silvestro και την Pam Manikas.

«Μιλήσαμε για τη δουλειά μου, τα μνημεία γενικότερα και το ενδεχόμενο να φτιάξω ένα έργο για την ελληνική κοινότητα της Μελβούρνης», είπε στον «Νέο Κόσμο».
Ο Τζανάκος ασχολείται με τη γλυπτική εδώ και δέκα χρόνια, μια τέχνη που τον μάγεψε από τα φοιτητικά του χρόνια στην σχολή Καλών Τεχνών.
«Αυτό που με τράβηξε πραγματικά είναι η δύναμη της γλυπτικής – το πώς μπορεί να αποτυπώσει συναίσθημα και να αφηγηθεί ιστορίες που οι άνθρωποι κουβαλούν για γενιές», εξηγεί.
Το έργο αυτό έχει για εκείνον ιδιαίτερη συναισθηματική αξία.
«Τα αδέρφια και η αδερφή του παππού μου μετανάστευσαν από την Ελλάδα, γι’ αυτό και με άγγιξε προσωπικά. Ήταν μια ευκαιρία να δώσω πίσω στην κοινότητα και να τιμήσω όλες τις οικογένειες που ξεκίνησαν εδώ μια νέα ζωή», αναφέρει.
«Η ιδέα για το γλυπτό βασίστηκε σε αληθινές ιστορίες μετανάστευσης – ανθρώπων που άφηναν πίσω τα πάντα, αλλά έφερναν μαζί τους τον πολιτισμό, τη γλώσσα και τη δύναμή τους».
Κατά την πορεία της δημιουργίας του έργου έμαθε πολλά για την ελληνική κοινότητα της Αυστραλίας, ειδικά για τον ρόλο της στη διαμόρφωση της σύγχρονης χώρας σε τομείς όπως η εκπαίδευση, τα συνδικάτα και οι μικρές επιχειρήσεις.

«Δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο ισχυρά ήταν τα κοινοτικά δίκτυα, ιδιαίτερα τη δεκαετία του ’50 και του ’60, όταν τόσοι πολλοί βοηθούσαν ο ένας τον άλλον να σταθεί στα πόδια του. Επίσης, παρατήρησα ότι οι Ελληνοαυστραλοί έχουν διατηρήσει περισσότερα στοιχεία πολιτισμού και παραδόσεων από ό,τι οι περισσότεροι Έλληνες στην Ελλάδα», σημειώνει.
Το γλυπτό, που δημιουργείται από γύψο με την προοπτική να χυθεί αργότερα σε μπρούντζο, απεικονίζει έναν άνδρα, μια γυναίκα και τα παιδιά τους με βαλίτσες, που φέρουν σύμβολα από την πατρίδα. Ο πατέρας κρατά μια αρχαία ελληνική προτομή και το αγόρι είναι ντυμένο τσολιάς. «Πέρασα περίπου έναν μήνα αναπτύσσοντας την ιδέα και τον σχεδιασμό. Η υλοποίηση χρειάζεται γύρω στους δύο μήνες ή και παραπάνω, λόγω των λεπτομερειών και των διαφορετικών σταδίων και υλικών», εξηγεί.
Με την ολοκλήρωσή του, το γλυπτό θα δωριστεί και θα τοποθετηθεί σε σημείο που δεν έχει ακόμη καθοριστεί.
«Δεδομένης της πολιτιστικής του σημασίας για την ελληνική κοινότητα, περιμένουμε να ακούσουμε από όσους ενδιαφέρονται να στηρίξουν αυτό το έργο», τονίζει.
«Είμαι ενθουσιασμένος και θα ήθελα πολύ να επιστρέψω στη Μελβούρνη, αν προσκληθώ, για τα αποκαλυπτήρια. Ελπίζω να γίνει ένας τόπος όπου οι άνθρωποι θα έρχονται για να στοχαστούν και να νιώσουν περήφανοι».