ΠΡΟΣΠΑΘΩ να προσαρμοστώ, αλλά τα χρόνια δεν μ’ αφήνουν…

ΤΑ μετράω έτσι, τα μετράω αλλιώς και όλο λιγότερα τα βγάζω.

ΟΣΑ και αν κλέψω από το… Θεό, ο λογαριασμός δεν βγαίνει.

ΩΣ εκ τούτου, πρέπει να δω τι θα κάνω, όσο ακόμα είναι καιρός… 

ΝΑ διαχειριστώ το χρόνο που μου απομένει και να βάλω σε μια «τάξη» στη ζωή μου. 

ΝΑ κάνω, δηλαδή, «κάτι», που απέφευγα επιμελώς να κάνω, όπως ο διάβολος το λιβάνι. 

ΟΤΑΝ ο παππούς μου ‘λεγε ότι «εδώ που είσαι ήμουν και εδώ που είμαι θα ‘ρθεις» γελούσα… 

ΤΩΡΑ πια δεν γελάω. Σε καμιά δεκαπενταριά χρόνια, φτάνω εκεί που ο παππούς ήταν τότε… 

ΣΤΟ «τότε», που χωρίς καλά-καλά να το καταλάβω, έγινε εν μία νυκτί «τώρα».

ΚΑΙ μέχρι να διαβάσετε τη στήλη, προστέθηκε στις αναμνήσεις του «χθες».

ΕΤΣΙ φτάνω πάντα στο «τώρα», που δεν απέχει παρά μια ανάσα από το αιώνιο «τίποτα». 

ΟΛΑ αυτά, συμπεριλαμβανόμενης και της σοφής παροιμίας του παππού μου, δεν μπορείς να τα αντιληφθείς όταν είσαι δέκα χρόνων. 

ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ κάποιος καιρός «να δέσει ο καρπός και να γίνει η αγουρίδα μέλι».

ΕΙΠΑΜΕ, «κάθε πράγμα στον καιρό του και ο κολιός τον Αύγουστο». 

ΑΣ επιστρέψω, όμως, στις μάταιες (και ατελείωτες) προσπάθειες της προσαρμογής μου…

Ο λόγος που δεν τα καταφέρνω, οφείλεται στο εσωτερικό βιολογικό μου ρολόι.

ΕΝΑ «ρολόι», εντελώς παλαιάς κοπής, που αρνείται πεισματικά να συντονιστεί με τα ωράρια και τις νόρμες των καιρών μας.

ΕΙΝΑΙ αργό, δύστροπο και κολλημένο στους δικούς του χρόνους και σε έναν κόσμο που ανήκει στο παρελθόν. 

ΓΙΑ να καταλάβετε τι εννοώ, θα σας δώσω δύο παραδείγματα που μιλούν από μόνα τους για το πώς λειτουργεί. 

ΤΟ «λειτουργεί» στην προκειμένη περίπτωση είναι σχήμα λόγου, γιατί στην πραγματικότητα, μάλλον δεν λειτουργεί…

ΤΟ πρώτο παράδειγμα σχετίζεται με τις παραδοσιακές γεύσεις που μεγάλωσα και το δεύτερο με το… πλυντήριο του σπιτιού μου.

ΤΙΣ περισσότερες φορές που πηγαίνω, με φίλους, γνωστούς (ή και μόνος μου) σε ένα εστιατόριο για φαγητό διαβάζω -όταν υπάρχει αρκετό φως και μού το επιτρέπει η όρασή μου- προσεκτικά το μενού. 

Ο λόγος που το κάνω, είναι για να βρω «κάτι» καινούργιο να δοκιμάσω, που ενδεχομένως να μου αρέσει.

ΟΚΤΩ στις δέκα φορές, συνήθως παραγγέλνω το φαγητό που έχω ξαναφάει. Δηλαδή, ένα φαγητό που ξέρω καλά. Μια «δοκιμασμένη» γεύση…

ΚΑΙ αυτό το κάνω για δύο λόγους: πρώτον, γιατί θέλω, οπωσδήποτε, να ευχαριστηθώ το φαγητό που θα παραγγείλω και, δεύτερον, γιατί δεν εμπιστεύομαι τη νέα μου επιλογή.

ΚΑΙ η πλάκα είναι, ότι τις περισσότερες φορές που παραγγέλνω ένα φαγητό με άγνωστη «παρουσία» και γεύση, το μετανιώνω…

ΑΠ’ Ο,ΤΙ φαίνεται, έχω τέτοιες προκαταλήψεις με τα «καινούργια» πράγματα, που δεν μ’ αφήνουν να ξεφύγω και να δοκιμάσω κάτι… καινούργιο. 

ΚΑΙ οι αυθεντικές γεύσεις που γνωρίζω, κυριαρχούν στον ατελείωτο κατάλογο των προκαταλήψεών μου.

ΑΣΕ που δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η νέα γενιά των μεταμοντέρνων μαγείρων καταστρέφουν παλιές και δοκιμασμένες συνταγές για να… δημιουργήσουν τις δικές τους, που για να τις συνηθίσεις και να τις ευχαριστηθείς δεν σου φτάνουν τα χρόνια που σού απομένουν. 

ΤΟ ίδιο κόλλημα έχω με τις μόδες, που περιστρέφονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα γύρω από τον εαυτό τους, τα life style, που έρχονται και παρέρχονται, άλλοτε σαν… four wheel drive και άλλοτε σαν ποδήλατα… 

ΔΕΝ γουστάρω, επίσης, τα γυμναστήρια, τους φανατικούς της άθλησης, το τρέξιμο, τη δίαιτα, τα κέντρα αισθητικής και ό,τι άλλο σχετίζεται με τη νέα θρησκεία, της τεχνολογικής εποχής μας, που ακούει στο όνομα: υγιεινή ζωή!

ΑΠΕΧΘΑΝΟΜΑΙ, ρε παιδί μου, γενικά τις… δραστηριότητες, που αναγκάζουν τους ανθρώπους να κάνουν πάντα «κάτι» για να μην πλήττουν, χαζεύοντας σαν εμένα τα έπιπλα του σαλονιού τους…

ΜΟΥ αρέσει να πλήττω, δεν βαριέμαι να… κάθομαι και γουστάρω να σκέπτομαι (μόνος) τα δικά μου, όταν πηγαίνω έξω να πιω έναν καφέ και να χαζεύω τους άλλους που κοιτούν τα κινητά τους…

ΠΡΟΒΛΗΜΑ έχω, επίσης, με τα «έξυπνα» κινητά και τις οθόνες τους, που είναι πάντα φωτισμένες και κλείνουν μετά τα μεσάνυχτα δίπλα μου, αφότου έχω κλείσει εγώ τα μάτια μου και έχω αποκοιμηθεί… 

ΜΕ τα social media, που ταλαιπωρούν μικρούς και μεγάλους, με το Facebook, το φαστφουντάδικο της πληροφόρησης, που λειτουργεί και ως λιμάνι της διεθνούς ματαιοδοξίας για τους κάθε λογής νάρκισσους.

ΜΕ δύο λόγια, δεν μού αρέσει (και αρνούμαι να παρακολουθήσω) την ταχύτητα με την οποία κινείται ο κόσμος μας σήμερα, γιατί δεν μπορώ να καταλάβω τι ουσιαστικά επιδιώκει και πού θέλει να πάει…

ΜΙΑ πιο σφαιρική απάντηση γιατί δεν μού αρέσει η «επανάσταση» της τεχνολογικής εποχής μας, μου την έδωσε άθελά του το πλυντήριό μου… 

ΜΕ το που έκλεισε το εικοστό πρώτο έτος της εργάσιμης ζωής του (πάνω… στη νιότη του δηλαδή!) παρέδωσε ένα πρωί το πνεύμα.

ΠΟΤΕ ξεχνούσε να «πάρει» νερό, άλλοτε έπαιρνε μόνο από την κρύα και αγνοούσε τη ζεστή βρύση, μέχρι που τα πήρε και το ίδιο στο κρανίο και αρνήθηκε να πλένει.

ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ να βρω κάποιον να το «γιατρέψει» (επειδή το είχα συνηθίσει και δεν ήθελα να το πετάξω) βρήκα τον Τζον, που ήταν ειδικευμένος, όπως μου είπαν, στα παλιά πλυντήρια. 

ΤΟΥ τηλεφώνησα και ήλθε, παρά το γεγονός ότι έμενε στην άλλη άκρη της Μελβούρνης.

ΗΤΑΝ ένας Ιταλός μάστορας, που ασχολούνταν με τα πλυντήρια από τότε που θυμόταν τη ζωή του σε τούτη τη χώρα. Όταν ήλθε με τους γονείς του από την Καλαβρία, ήταν ακόμα μικρός. Αρχές της δεκαετίας του 1950 ήταν τότε… 

ΠΡΙΝ έλθει, με είχε ρωτήσει τι μοντέλο είναι το πλυντήριο και όταν τού είπα τα σχετικά, είπε ότι είναι «καλή μάρκα» και φτιάχνεται… 

ΗΛΘΕ, σε 20 λεπτά το έφτιαξε, τον πλήρωσα και έφυγε. Με το πρώτο νέο πλύσιμο, όμως, άρχισε καλά, αλλά δεν σταματούσε να πλένει… 

ΗΛΘΕ δεύτερη φορά το έφτιαξε και μού είπε, ότι «αν ξαναχαλάσει θα σού φέρω ένα πιο καινούργιο μοντέλο της ίδιας μάρκας και θα το πάρω στο σπίτι να το επισκευάσω…».

ΜΕΤΑ από δύο εβδομάδες χάλασε και πάλι και ο Τζον ήλθε πάλι στο σπίτι με το νέο μοντέλο, που δεν πρόκειται να χαλάσει την επόμενη… εικοσαετία. 

ΜΙΑΣ και είχαμε γνωριστεί πια, δέχθηκε να πιούμε καφέ και να πούμε τρεις κουβέντες. Τα Αγγλικά του Τζον ήταν του ιδίου επιπέδου με τα δικά μου και συνεννοούμαστε μια χαρά. 

ΕΞΙΣΤΟΡΩΝΤΑΣ μου τη ζωή του, μου αποκάλυψε και έναν όρκο που είχε κάνει πριν 20 χρόνια, όταν ήταν ακόμα 45 χρόνων. Είχε ορκιστεί να μην ασχοληθεί με τα καινούργια πλυντήρια.

ΚΑΙ τον όρκο αυτό τον έδωσε στον εαυτό του γιατί, όπως μου είπε δεν ήθελε να μαθαίνει καινούργια πράγματα.

ΕΙΧΑ, μου είπε, ό,τι ήθελα να έχω, ήξερα όσα ήθελα να γνωρίζω και δεν γούσταρα να «φορτώνω» το μυαλό μου για να μαθαίνω καινούργια πράγματα.

ΟΠΟΙΟΣ αγόραζε καινούργιο πλυντήριο και χαλούσε, ας έβρισκε καινούργιους μαστόρους να του το φτιάξουν.

«ΜΟΥ άρεσε να ζω ήρεμα και χωρίς σκοτούρες» πρόσθεσε ο Τζον. «Δεν ήθελα πιστωτικές κάρτες, δάνεια, τραπεζικούς λογαριασμούς, Δεν γουστάρω να θυμάμαι κωδικούς και να συναναστρέφομαι με αριθμούς.

»ΘΕΛΩ να χρησιμοποιώ το μυαλό μου μόνο στα πολύ απαραίτητα. Ούτε να ρωτάω θέλω ούτε να απαντάω σε κανέναν. Να ησυχάσω απ’ όλους και από όλα θέλω. Αυτό προσπαθώ να πετύχω, αλλά ζορίζομαι…».

ΣΤΟ ίδιο μονοπάτι βρισκόμουν και εγώ εδώ και καιρό, αλλά δεν είμαι τόσο προχωρημένος όπως ο Τζον…