Για τον ομογενή δημιουργό ταινιών Αντώνη Τσώνη (Antonis Tsonis), η ταινία «Brando with a Glass Eye» δεν αποτέλεσε απλώς το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, αλλά και ένα εγχείρημα με βαθιά προσωπικό χαρακτήρα.

Γεννημένος στην Αθήνα και μεγαλωμένος στην Αυστραλία, ο Τσώνης επέστρεψε στην γενέτειρά του για να αφηγηθεί την ιστορία ενός καλλιτέχνη που έρχεται αντιμέτωπος με κοινωνικοοικονομικά εμπόδια, τις συνέπειες των επιλογών του αλλά και εσωτερικές συγκρούσεις.

Αντλώντας έμπνευση, συνειδητά ή ασυνείδητα, από προσωπικά και διαγενεακά βιώματα, ο Ελληνοαυστραλός καλλιτέχνης καταφέρνει να αποτυπώσει στην ταινία μια πραγματικότητα οικεία σε πολλούς μετανάστες:

Το γεγονός ότι η επιτυχία δεν είναι πάντα αποτέλεσμα αποκλειστικά σκληρής δουλειάς ή ταλέντου.

Εξαρτάται επίσης από χρονικές συγκυρίες καθώς και πολιτισμικά, γεωγραφικά ή ακόμη σωματικά εμπόδια που καλείται να ξεπεράσει κανείς.

«Δεν είναι μια ευγενική ταινία, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι ασεβής», δηλώνει ο Αντώνης Τσώνης στον «Νέο Κόσμο».

Το «Brando with a Glass Eye» αφηγείται την ιστορία του Λουκά, ενός φιλόδοξου ηθοποιού που προέρχεται από χαμηλό κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο στην Αθήνα. Φωτογραφία: Supplied

Η «ΤΡΑΧΙΑ» ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

Ο Τσώνης ήταν μόλις 11 μηνών όταν η οικογένειά του έφυγε από την Αθήνα και μετανάστευσε στην Αυστραλία.

Η απόφασή του να γυρίσει την ταινία στη γενέτειρά του έμοιαζε σαν να ήταν προδιαγεγραμμένη.

«Η μοίρα μάς οδήγησε εκεί», μοιράζεται.

Ήταν άραγε η μοίρα ή ένα ένστικτο που τον καλούσε να επιστρέψει στον τόπο όπου γεννήθηκε;

Με διάλογο στα Ελληνικά, η ταινία είναι αποστασιοποιημένη από την «καρτ ποστάλ» εικόνα της πόλης που συχνά προβάλλεται σε περιοδικά και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Αντλώντας έμπνευση από «βαθιά χαραγμένες αναμνήσεις» από «παρατεταμένες επισκέψεις» στην Αθήνα όταν ήταν 11 και 12 ετών, ο Τσώνης επιδίωξε να αποτυπώσει την «τραχιά» αισθητική της αστικής ζωής στην ελληνική πρωτεύουσα.

«Μέσα σε όλη αυτή τη φθορά και την τραχύτητα, υπάρχει μια ιδιαίτερη ομορφιά», λέει.

Η Αθήνα δεν λειτουργεί απλώς ως φόντο, αλλά σχεδόν σαν ένας αυτούσιος χαρακτήρας στην ταινία.

Μια πόλη όπου τα ραγισμένα πεζοδρόμια, τα συνθήματα διαμαρτυρίας στους τοίχους, τα μπλεγμένα καλώδια και τα -ρημαγμένα από τη φθορά του χρόνου- μπαλκόνια αφηγούνται τη δική τους ιστορία.

«Νιώθω συνδεδεμένος με αυτό. Και νομίζω ότι υπάρχει μια νοσταλγία και ένας πόνος σε όλες αυτές τις αισθητικές».

Η ταινία είναι αποστασιοποιημένη από την «καρτ ποστάλ» εικόνα της Αθήνας που συχνά προβάλλεται σε περιοδικά και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Φωτογραφία: Supplied

Εκτός από τη «βαθιά αγάπη» του για την Αθήνα, υπήρξαν και άλλοι παράγοντες που ώθησαν τον Τσώνη να πραγματοποιήσει τα γυρίσματα της ταινίας στον τόπο γέννησής του.

Μετά τη μικρού μήκους ταινία του «3000» (2016), η οποία επίσης γυρίστηκε στην Αθήνα, ο Τσώνης «ερωτεύτηκε» την εμπειρία της συνεργασίας με το τοπικό συνεργείο.

Η στήριξη που έλαβε από τη βιομηχανία κινηματογράφου και τους φορείς χρηματοδότησης ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο την επιλογή του.

«Οι Έλληνες ήταν έτοιμοι να το κάνουν αυτό, και αυτό ήταν πολύ σημαντικό για μένα — να έχω τη σωστή υποστήριξη γύρω μου για μια τόσο ριψοκίνδυνη ταινία».

Η ΔΙΤΤΗ ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Το «Brando with a Glass Eye» αφηγείται την ιστορία του Λουκά, ενός φιλόδοξου ηθοποιού που προέρχεται από χαμηλό κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο στην Αθήνα.

Όταν του δίνεται η ευκαιρία να σπουδάσει μεθοδική υποκριτική (method acting) στη Νέα Υόρκη, βλέπει ένα «φως στο τούνελ» της ζωής του.

Ορμώμενος από την ανάγκη του να απελευθερωθεί από τα δεσμά που νιώθει ότι τον περιορίζουν, ο Λουκάς και ο αδερφός του καταφεύγουν σε ένοπλη ληστεία — μια «διαβολική πράξη» που πυροδοτεί μια αλυσίδα γεγονότων με καταλυτικές συνέπειες.

Σκηνή από την ταινία. Φωτογραφία: Supplied

Η ταινία εγείρει ερωτήματα που αφορούν τη «δόμηση της ψυχής» αλλά και το αίσθημα απομόνωσης που συνοδεύει αυτό το βαθύ, εσωτερικό «ταξίδι», το οποίο αποδίδει με πολυδιάστατο τρόπο ο ηθοποιός Γιάννης Νιάρρος στον ρόλο του Λουκά.

Η ερμηνεία του αποτελεί ωδή προς την τεχνική του method acting — μια προσέγγιση όπου οι ηθοποιοί ενθαρρύνονται να ενσαρκώσουν πλήρως τους ρόλους τους προκειμένου να αποδώσουν με απόλυτη αυθεντικότητα το ψυχικό και συναισθηματικό βάθος του χαρακτήρα που υποδύονται.Η δημιουργία τέχνης που βασίζεται στον «συναισθηματικό ρεαλισμό» βρίσκεται στην «καρδιά» της δημιουργικής διαδικασίας του Τσώνη.

Μέσα από την ταινία, ο ομογενής σκηνοθέτης αναδεικνύει τη δύναμη της Τέχνης, που συχνά -ανάμεσα συνειδητό και το υποσυνείδητο- λειτουργεί ως καθρέφτης τόσο του εξωτερικού μας κόσμου όσο και των ενδόμυχων συναισθημάτων μας.

«Δεν είναι μια ευγενική ταινία, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι ασεβής», δηλώνει ο Αντώνης Τσώνης στον «Νέο Κόσμο». Φωτογραφία: Supplied

ΕΜΠΟΔΙΑ ΕΙΣΟΔΟΥ

Ο Μάρλον Μπράντο υπήρξε ένας σπάνιος συνδυασμός ταλέντου και ομορφιάς, που τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο επιδραστικούς ηθοποιούς του 20ού αιώνα.

Η πορεία του όμως θα ήταν άραγε το ίδιο επιτυχημένη, αν είχε μία σωματική «ιδιαιτερότητα», όπως για παράδειγμα ένα γυάλινο μάτι;

Ή ακόμα, αν αντιμετώπιζε ένα λιγότερο ορατό εμπόδιο, όπως το να προέρχεται από χαμηλότερο κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο στην Ελλάδα;

Το «Brando with a Glass Eye» αναδεικνύει τον προσωπικό αγώνα του Λουκά ο οποίος προσπαθεί επιβιώσει ως καλλιτέχνης σε ένα μη ευνοϊκό -για την επαγγελματική του εξέλιξη- περιβάλλον.

Τα εμπόδια εισόδου τα οποία καθορίζουν το πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για κάποιον να αποκτήσει πρόσβαση σε ευκαιρίες που συχνά προδιαγράφουν την επιτυχία, μπορεί να είναι σωματικά, κοινωνικά ή πολιτισμικά.

Αυτή η ιδέα είναι βαθιά ριζωμένη στη συλλογική συνείδηση πολλών μεταναστών που, άφησαν πίσω την πατρίδα τους, προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής.

Για πολλούς Έλληνες μετανάστες στην Αυστραλία, ο μόχθος από μόνος του δεν ήταν αρκετός για να εξασφαλίσει την επιτυχία.

Καθοριστικό ρόλο έπαιζε επίσης το να βρεθείς στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή ή να αξιοποιήσεις ευκαιρίες που στην πατρίδα τους δεν υπήρχαν ποτέ διαθέσιμες.

Ως Έλληνας δεύτερης γενιάς, ο Τσώνης μπορεί να μην βίωσε από πρώτο χέρι τις δυσκολίες της μετανάστευσης, τις γνώρισε όμως μέσα από την εμπειρία και τις ιστορίες του πατέρα του — ενός «πολύ επιτυχημένου πωλητή» που αργότερα έγινε εκδότης.

«Πήγαινε από πόρτα σε πόρτα πουλώντας εγκυκλοπαίδειες, και θυμάμαι ότι τα κατάφερε ξεκινώντας από το τίποτα», μοιράζεται ο Τσώνης.

Μετά την προβολή της ταινίας στα Lido Cinemas, ακολούθησε συνεδρία ερωτήσεων και απαντήσεων (Q&A) με τον Αντώνη Τσώνη (δεξιά) και τον Peter Kallos. Φωτογραφία: Κώστας Ντεβές

ΕΝΑ ΑΙΣΘΗΜΑ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΣ

Υπάρχει κάτι το αξιοθαύμαστο στην αφοσίωση των ηθοποιών που είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν τα πάντα για τα όνειρά τους — ένα θέμα που βρίσκεται στον πυρήνα του «Brando with a Glass Eye».

«Η αγάπη μου για τον κινηματογράφο και την υποκριτική με ενέπνευσαν για να δημιουργήσω αυτή την ταινία», σημειώνει ο Τσώνης, περιγράφοντας την εμπειρία της δημιουργίας του κινηματογραφικού του ντεμπούτου ως ιδιαίτερα «ριψοκίνδυνη».

Καθώς αναλογίζεται τα μαθήματα που αποκόμισε από τη δημιουργία της ταινίας αναφέρει ότι αυτό που του έχει «μείνει» είναι ένα αίσθημα ταπεινοφροσύνης.

«Με βοήθησε να ‘εφεύρω’ τον εαυτό μου … Νιώθεις ότι μπορείς να κάνεις περισσότερα και καλύτερα. Είναι μια εσωτερική ώθηση».

Μία «ώθηση» που πυροδότησε την έναρξη ενός καινούριου κινηματογραφικού εγχειρήματος στο οποίο εργάζεται επί του παρόντος ο Τσώνης.

«Συνεχίζω να διαμορφώνω σκηνές και να γράφω διαλόγους, και όλα εξελίσσονται φυσικά», μοιράζεται.

Τρίτος από αριστερά διακρίνεται ο βουλευτής Bentleigh και πολιτειακός υπουργός Nick Staikos, τρίτος από δεξιά ο υπουργός Τουρισμού και Μεγάλων Εκδηλώσεων Steve Dimopoulos, ενώ πρώτη από δεξιά είναι η Tia Spanos. Φωτογραφία: Κώστας Ντεβές

ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΠΗΧΗΣΗ

Η ταινία «Brando with a Glass Eye», η οποία αποτελεί παραγωγή της συζύγου του Τσώνη και ιδιοκτήτριας του ζαχαροπλαστείου Vanilla, Tia Spanos Tsonis και του Blake Northfield, στην οποία συμμετέχει ως εκτελεστικός παραγωγός και ο Peter Kallos, έχει τύχει ευρείας αναγνώρισης σε διεθνές επίπεδο.

Στο Διεθνές Φεστιβάλ Ανεξάρτητου Κινηματογράφου της Αθήνας, η ταινία εντάχθηκε στο πρόγραμμα από τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή και κριτικό κινηματογράφου, Λουκά Κατσίκα, ο οποίος σπάνια επιλέγει ελληνικές ταινίες μεγάλου μήκους.

Το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, που συνήθως αποκλείει ελληνικές ταινίες που έχουν ήδη προβληθεί ευρέως από τον διαγωνιστικό του τομέα, έκανε ειδική εξαίρεση, δημιουργώντας νέα κατηγορία για να συμπεριλάβει την ταινία.

Ο Αντώνης Τσώνης (δεξιά) με τον Peter Kallos. Φωτογραφία: Κώστας Ντεβές

Μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Slamdance — όπου έγραψε ιστορία ως η πρώτη ελληνόφωνη ταινία που συμμετείχε στον διαγωνισμό μεγάλου μήκους ταινίας μυθοπλασίας — προβλήθηκε σε περισσότερα από 25 διεθνή φεστιβάλ.

Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται προβολές σε πόλεις όπως η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Σόφια, η Φεράρα, το Βερολίνο και το Λονδίνο, όπου η ταινία απέσπασε το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο New Renaissance Film Festival.

Μετά την περσινή της πρεμιέρα στο 29ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, η ταινία «Brando with a Glass Eye» προβλήθηκε φέτος τον Ιούνιο στα Lido Cinemas, στο Hawthorn της Μελβούρνης.

Στην προβολή παρευρέθηκαν, μεταξύ άλλων, οι ομογενείς πολιτειακοί υπουργοί Steve Dimopoulos και Nick Staikos.

Ακολούθησε συνεδρία ερωτήσεων και απαντήσεων (Q&A) με τον Αντώνη Τσώνη και τον Peter Kallos, οι οποίοι μοιράστηκαν σκέψεις και πληροφορίες για την ταινία με το κοινό.

Το «Brando with a Glass Eye» προβάλλεται αυτή την περίοδο σε επιλεγμένους κινηματογράφους ανά την Αυστραλία και έχει εξασφαλίσει διεθνή συμφωνία διανομής για προβολή της ταινίας σε κινηματογράφους παγκοσμίως.

Στην προβολή παρευρέθηκαν, μεταξύ άλλων, οι ομογενείς πολιτειακοί υπουργοί Steve Dimopoulos (τέταρτος από δεξιά) και Nick Staikos (δεύτερος από δεξιά). Φωτογραφία: Κώστας Ντεβές