Η μνήμη των Ρωμιών της Κωνσταντινούπολης εξακολουθεί να συγκινεί βαθύτατα τον λαό μας.

Ανακαλεί μια παρουσία διαρκώς απούσα, μια κοινότητα της οποίας οι φωνές, αν και σίγησαν εδώ και δεκαετίες, εξακολουθούν να αντηχούν στις λεωφόρους του Πέρα, στις όχθες του Βοσπόρου, στα στενά του Φαναρίου.

Η απουσία τους είναι αισθητή: βρίσκονται παντού στη μνήμη, μα ελάχιστα στην πραγματικότητα.

Τη συμφορά που τους βρήκε τον Σεπτέμβριο του 1955 συνηθίζουμε να την αποκαλούμε «διωγμό», μια βίαιη εκδίωξη, έναν ακόμη κρίκο σε μια μακρά αλυσίδα παθημάτων.

Αλλού χαρακτηρίζεται «πογκρόμ», όρος που υποδηλώνει τη βία του όχλου αλλά αποκρύπτει τον ευρύτερο σχεδιασμό της καταστροφής. Όλο και συχνότερα, ωστόσο, νομικοί και μελετητές της γενοκτονίας υποστηρίζουν ότι τα γεγονότα εκείνου του Σεπτεμβρίου συνιστούν μορφή γενοκτονίας, ενορχηστρωμένης με πρόθεση να αφανίσει έναν λαό του οποίου οι ρίζες στην Πόλη φτάνουν ως την ίδια την ίδρυσή της.

Η διεθνής νομολογία και η κριτική θεωρία μας υπενθυμίζουν ότι η μνήμη δεν μένει ποτέ αναλλοίωτη. Ανασχηματίζεται, αμφισβητείται και αποκτά μορφή μέσα από την εξουσία.

Η Σύμβαση του 1948 για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας δεν είναι απλώς ένα άψυχο νομικό κείμενο, αλλά ένα ζωντανό μέσο ηθικής κρίσης. Το άρθρο 2 δεν μετρά τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας με αριθμούς θυμάτων ούτε με την ύπαρξη στρατοπέδων εξόντωσης. Ορίζει την ουσία της γενοκτονίας μέσα από την πρόθεση: την αποδεδειγμένη βούληση να εξαλειφθεί, εν όλω ή εν μέρει, μια εθνική, εθνοτική, φυλετική ή θρησκευτική ομάδα.

Σε αυτό ακριβώς το σημείο αποκτά βαρύτητα το πογκρόμ του 1955.

Ο Alfred-Maurice de Zayas, νομικός και μελετητής του διεθνούς δικαίου, υποστήριξε πειστικά στο έργο του The Genocide against the Armenians 1915–1923 and the Relevance of the 1948 Genocide Convention ότι η εξόντωση μειονοτήτων στην Τουρκία, συμπεριλαμβανομένων και των γεγονότων του 1955, πληροί τα κριτήρια της Σύμβασης.

Ο οργανωμένος χαρακτήρας του πογκρόμ, που σχεδιάστηκε από τον μηχανισμό της κυβέρνησης Μεντερές, είναι ιστορικά τεκμηριωμένος. Η συστηματική στοχοποίηση ελληνικών περιουσιών δεν ήταν αυθόρμητη έκρηξη λαϊκής οργής.

Ήταν κρατικά κατευθυνόμενη καταστροφή, σχεδιασμένη να τρομοκρατήσει μια κοινότητα ώστε να εγκαταλείψει την Πόλη και να σβήσει η ιστορική της παρουσία στη Βασιλεύουσα.

Το θεωρητικό πλαίσιο της γενοκτονίας, όπως το διαμόρφωσαν οι Raphael Lemkin, William Schabas, Leo Kuper, Helen Fein και Jacques Semelin, φωτίζει το βαθύτερο νόημα της καταστροφής του Σεπτεμβρίου.

Ο Lemkin, στο έργο του Axis Rule in Occupied Europe (1944), με το οποίο χάρισε στον κόσμο τον ίδιο τον όρο «γενοκτονία», υπογράμμισε ότι η πολιτισμική εξάλειψη είναι εξίσου ουσιώδης με τη φυσική εξόντωση.

Στην Κωνσταντινούπολη, εκκλησίες βεβηλώθηκαν, νεκροταφεία όπως το Βαλουκλί ατιμάστηκαν, σχολεία δέχθηκαν επιθέσεις – πράξεις που απέβλεπαν στη διακοπή της ιστορικής συνέχειας μιας κοινότητας.

Το πογκρόμ, επομένως, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της πολιτισμικής και πνευματικής καταστροφής που ο Lemkin φοβόταν και θέλησε να οριοθετήσει.

Νεότεροι νομικοί, όπως ο William Schabas στο Genocide in International Law (2009), απέδειξαν ότι οι αριθμοί δεν μπορούν να αποτελούν το καθοριστικό κριτήριο για τον ορισμό της γενοκτονίας.

Εκείνο που έχει βαρύτητα είναι η πρόθεση, η σαφής στοχοθεσία να εξαλειφθεί η ύπαρξη μιας κοινότητας. Οι θάνατοι του 1955 μπορεί να ήταν αριθμητικά περιορισμένοι, αλλά ο τρόμος που εξαπολύθηκε, η μαζική φυγή που ακολούθησε και οι συνθήκες που καθιστούσαν αδύνατη την παραμονή, συμφωνούν απόλυτα με τις αρχές που ο Schabas έχει διατυπώσει. Από αυτήν την άποψη, το πογκρόμ καταδεικνύει με σαφήνεια τη γενοκτονική πρόθεση των δραστών.

Η οργανωμένη φύση του πογκρόμ επιβεβαιώνει και την παρατήρηση του Leo Kuper στο Genocide: Its Political Use in the Twentieth Century (1981), ότι η γενοκτονία συχνά εμφανίζεται ως δημόσια αναταραχή ενώ κατευθύνεται από το κράτος.

Η παροχή οχημάτων στους λεηλατητές, η κατάρτιση καταλόγων ελληνικών καταστημάτων και η εσκεμμένη αδράνεια της αστυνομίας φανερώνουν μια επιχείρηση ενορχηστρωμένη από τον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό.

Δεν ήταν προϊόν τυφλής οχλοκρατίας, αλλά έκφραση της κρατικής βούλησης μέσα από το προσωπείο μιας «λαϊκής εξέγερσης». Θεωρητικοί της βίας, από την Hannah Arendt έως τον Giorgio Agamben, έχουν δείξει ότι η κρατική εξουσία εκδηλώνεται συχνά μέσω της δημιουργίας ζωνών εξαίρεσης, όπου ο νόμος αναστέλλεται και καθίσταται δυνατός ο αφανισμός του Άλλου.

Η προσέγγιση της Helen Fein, η οποία όρισε τη γενοκτονία ως την καταστροφή μιας συλλογικότητας και την ανέλυσε στο Accounting for Genocide (1979) και αργότερα στο Genocide: A Sociological Perspective (1993), φωτίζει την πορεία του Ελληνισμού στην Κωνσταντινούπολη.

Ήδη αποδυναμωμένη από τον δυσβάστακτο φόρο περιουσίας του 1942 και τους διαρκείς περιορισμούς στην ιδιοκτησία και στην επαγγελματική ζωή, η κοινότητα δέχθηκε το 1955 ένα πλήγμα που διέβρωσε ανεπανόρθωτα τα θεμέλια της κοινωνικής της υπόστασης.

Η καταστροφή σπιτιών, επιχειρήσεων και ιερών ιδρυμάτων σήμανε το τέλος κάθε δυνατότητας συλλογικής συνέχειας, εξαναγκάζοντας χιλιάδες σε εξορία και αφήνοντας πίσω θραύσματα μιας άλλοτε ακμαίας παρουσίας.

Ο Jacques Semelin, στο Purify and Destroy: The Political Uses of Massacre and Genocide (2007), ανέδειξε τη συμβολική διάσταση της γενοκτονικής βίας: την εξάλειψη πολιτισμικών και θρησκευτικών συμβόλων ως μέσο εξόντωσης της ταυτότητας μιας ομάδας.

Η βεβήλωση ορθόδοξων ναών, η καταστροφή ιερών εικόνων και η παραβίαση τάφων κατά το πογκρόμ δεν συνιστούσαν απλό βανδαλισμό. Ήταν τελετουργικές πράξεις αφανισμού, σχεδιασμένες να διακηρύξουν ότι η ελληνική κοινότητα έπρεπε να εκλείψει τόσο στο σώμα όσο και στο πνεύμα.

Σύγχρονοι μελετητές, όπως οι Dominik Schaller και Jürgen Zimmerer, εντάσσουν τα γεγονότα αυτά στις ευρύτερες διαδικασίες κρατικής συγκρότησης και εθνοτικής ομογενοποίησης.

Ο Schaller, στο Late Ottoman Genocides (2009), εξετάζει τις αρμενικές, ασσυριακές και ελληνικές γενοκτονίες ως αλληλένδετες στρατηγικές της ύστερης Οθωμανικής και της πρώιμης Κεμαλικής εξουσίας, που αποσκοπούσαν στη διάλυση της πολυμορφίας και στη δημιουργία ενός ομοιογενούς έθνους.

Ο Zimmerer, στο Colonial Genocide and the Holocaust (2008), ερμηνεύει τη γενοκτονία ως επαναλαμβανόμενο όργανο κρατικής πολιτικής, που χρησιμοποιείται για την εξάλειψη κάθε εμποδίου σε εθνικά ή ιμπεριαλιστικά σχέδια. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το πογκρόμ του 1955 δεν μπορεί να θεωρηθεί μεμονωμένο επεισόδιο.

Συνιστά συνέχεια πολιτικών εθνοκάθαρσης που άρχισαν με την εξόντωση των Αρμενίων το 1915 και κορυφώθηκαν με τις εκδιώξεις των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.

Η συμφορά του Σεπτεμβρίου αποτελεί κρίκο σε μια αδιάσπαστη αλυσίδα κρατικά κατευθυνόμενων προσπαθειών να διαμορφωθεί ένα πολιτισμικά ομοιογενές κράτος μέσω της εξάλειψης των μειονοτήτων. Είναι, με άλλα λόγια, γενοκτονία.

Η αναγνώριση των γεγονότων του 1955 ως γενοκτονία έχει βαρυσήμαντες συνέπειες για το διεθνές δίκαιο. Επιβεβαιώνει ότι ούτε οι τεράστιοι αριθμοί θυμάτων ούτε τα στρατόπεδα εξόντωσης αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση. Στην υπόθεση Akayesu, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τη Ρουάντα έκρινε ότι ο βιασμός και η αναγκαστική εκτόπιση, όταν τελούνται με πρόθεση αφανισμού μιας κοινότητας, συνιστούν γενοκτονία. Στις αποφάσεις για τη Σρεμπρένιτσα, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία τόνισε ότι η εξόντωση ακόμη και μέρους μιας ομάδας σε περιορισμένο γεωγραφικό χώρο μπορεί να χαρακτηριστεί γενοκτονία. Τέτοια παραδείγματα αποδεικνύουν ότι το πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης ανήκει στο ίδιο νομολογιακό πλαίσιο, όπου καθοριστικό στοιχείο είναι η πρόθεση και δευτερεύον η μέθοδος.

Η αναγνώριση του πογκρόμ γεννά επίσης ερωτήματα για τις συγκρούσεις της εποχής μας. Όταν κοινότητες ξεριζώνονται μαζικά, όταν τα πολιτιστικά τους σύμβολα καταστρέφονται εσκεμμένα, όταν ο δημόσιος λόγος χρησιμοποιείται για να τις απανθρωπίζει ή να καλεί στην εξαφάνισή τους, δεν ανακύπτουν οι ίδιες νομικές και ηθικές ανησυχίες;

Οι αντιπαραθέσεις για το αν η βία στην Ουκρανία ή στη Γάζα πρέπει να χαρακτηριστεί ως γενοκτονία, όπως και οι ανάλογες συζητήσεις για άλλες συγκρούσεις, δείχνουν πόσο δύσκολες είναι αυτές οι κρίσεις.

Η περίπτωση της Κωνσταντινούπολης υπενθυμίζει ότι η γενοκτονία μπορεί να εκδηλωθεί τόσο με την καταστροφή σπιτιών, εκκλησιών και μέσων βιοπορισμού, όσο και με μαζικές σφαγές. Η αναγνώριση ενισχύει την αρχή ότι το διεθνές δίκαιο οφείλει να προασπίζεται την ανθρωπότητα από κάθε μορφή αφανισμού, ανεξαρτήτως κλίμακας ή μεθόδου.

Η κληρονομιά του 1955 μας καλεί να συλλογιστούμε και τη γενικότερη ελληνική εμπειρία. Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 έφερε μαζική εκτόπιση, καταστροφή πολιτιστικής κληρονομιάς και μακρόχρονο ξερίζωμα κοινοτήτων από πατρογονικές εστίες.

Μπορούν αυτά να ιδωθούν τοιουτοτρόπως; Η έρευνα σπάνια έχει εντάξει τέτοιες περιπτώσεις στο πεδίο των μελετών γενοκτονίας, ωστόσο οι παραλληλισμοί είναι αναπόφευκτοι.

Η διατύπωση του ερωτήματος δεν συγχέει διαφορετικές ιστορικές εμπειρίες, αλλά τονίζει τη σημασία συνεπούς εφαρμογής των νομικών κατηγοριών και την ανάγκη να αντιμετωπίζονται οι δύσκολες αλήθειες της πρόθεσης, της καταστροφής και της λογοδοσίας.

Αυτό καθίσταται ακόμη πιο επίκαιρο, αν σκεφτούμε ότι το 2020 η Τουρκική Εθνοσυνέλευση απέρριψε πρόταση να αναγνωριστεί το πογκρόμ ως εθνική ημέρα πένθους, με τον Πρόεδρό της Mustafa Şentop να δηλώνει ότι η διατύπωση του κειμένου ήταν «ακατέργαστη και προσβλητική».

Το να χαρακτηριστεί το πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης γενοκτονία είναι πράξη που απαιτεί συνοχή και ακεραιότητα στο διεθνές δίκαιο. Μια τέτοια αναγνώριση θα επιβεβαίωνε ότι ακόμη και μικρότερες, αλλά αποφασιστικές εκστρατείες εξάλειψης εμπίπτουν στο πεδίο της Σύμβασης.

Θα υπογράμμιζε ότι η καταστροφή μιας συλλογικότητας, είτε μέσω εκτόπισης, είτε μέσω ταπείνωσης, είτε μέσω πολιτισμικής εξάλειψης, δεν είναι λιγότερο ολέθρια από την καταστροφή της ίδιας της ζωής.

Σε μια εποχή όπου οι διεθνείς οργανισμοί διστάζουν να χρησιμοποιήσουν τον όρο «γενοκτονία» από φόβο πολιτικών συνεπειών, η Κωνσταντινούπολη του 1955 λειτουργεί ως σημείο αναφοράς: υπενθυμίζοντας ότι το διεθνές δίκαιο οφείλει να είναι ξεκάθαρο και συνεπές όποτε υπάρχει πρόθεση αφανισμού ενός λαού.