Στις 5 Οκτωβρίου, στο πλαίσιο του Τρίτου Φεστιβάλ Ζεϊμπεκικού Αυστραλίας, μια πρωτοβουλία της Σοφίας Βεντούρη, η Μελβούρνη έζησε μια από τις πιο αξιομνημόνευτες μουσικές στιγμές των τελευταίων ετών. Το Ivanhoe Grammar School φιλοξένησε τη μεγάλη συναυλία της Αρετής Κετιμέ, μιας ερμηνεύτριας που έχει καταξιωθεί διεθνώς για τη μοναδική της ικανότητα να γεφυρώνει το παρελθόν με το παρόν και να δίνει νέα πνοή στην ελληνική μουσική παράδοση. Συνοδευόμενη από τον εξαίρετο βιολονίστα Δημήτρη Στεφόπουλο, παρουσίασε ένα πρόγραμμα που συνδύαζε σε βάθος την ιστορική μνήμη με τη σύγχρονη καλλιτεχνική αναζήτηση, καθηλώνοντας το κοινό από την πρώτη ως την τελευταία νότα.

Το ρεπερτόριό της αντλούσε από τη σμυρναίικη και ρεμπέτικη παράδοση, δύο μουσικά ιδιώματα που αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους της νεότερης ελληνικής ταυτότητας. Με την προσεκτική επιμέλεια του ρεπερτορίου της, η Κετιμέ κατόρθωσε να επανασυστήσει στο κοινό τη δύναμη της ελληνικής μουσικής ψυχής. Το κοινό, που αποτελούνταν από ανθρώπους κάθε ηλικίας και διαφορετικών καταβολών, ανταποκρίθηκε με θερμό ενθουσιασμό, αποδεικνύοντας την καθολική απήχηση της μουσικής της. Η συναυλία κορυφώθηκε με μια συγκλονιστική εκτέλεση της «Συννεφιασμένης Κυριακής», όπου η συγκρατημένη ένταση της φωνής της και η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην απλότητα και τη δραματικότητα δημιούργησαν μια σπάνια αίσθηση συλλογικής συγκίνησης.

Η Αρετή Κετιμέ αποθεώθηκε αό τους ομογενείς.. Φωτογραφίες: Νέος Κόσμος

Η σκηνική της παρουσία υπήρξε μαγνητική χωρίς να είναι επιδεικτική. Με ζεστασιά, σεμνότητα και αυθεντικότητα, η Κετιμέ κατάφερε να δημιουργήσει έναν άμεσο διάλογο με το κοινό. Κάθε βλέμμα, κάθε χειρονομία, κάθε παύση ανάμεσα στις λέξεις λειτουργούσε ως γέφυρα επικοινωνίας. Ωστόσο, η πραγματική της δύναμη δεν βρίσκεται απλώς στο χάρισμα της παρουσίας, αλλά στην απαράμιλλη φωνητική της δεξιοτεχνία.

Η φωνή της διαθέτει ένα σπάνιο εύρος που εκτείνεται από τις χαμηλές, θερμές αποχρώσεις· εκεί όπου η μελαγχολία των σμυρναίικων βρίσκει το πιο αυθεντικό της βάθος, έως τις υψηλές, αιθέριες κορυφώσεις, όπου η ερμηνεία της αγγίζει σχεδόν λυρικές διαστάσεις. Η άρθρωσή της είναι εξαιρετικά καθαρή και η εκφραστικότητά της πειθαρχημένη· τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη. Διακρίνεται για την ικανότητά της να περνά από τις λεπτές, ψιθυριστές φράσεις σε εκρηκτικά συναισθηματικά ξεσπάσματα με φυσικότητα και τεχνική αρτιότητα, χωρίς καμία ένδειξη κόπωσης ή υπερβολής. Αυτή η φωνητική ευελιξία, συνδυασμένη με την απόλυτη ακρίβεια του τόνου και τον πλούτο των χρωμάτων της, δίνει στην ερμηνεία της μια σχεδόν αφηγηματική διάσταση: κάθε τραγούδι γίνεται αφήγηση ζωής, κάθε νότα κουβαλά ένα κομμάτι μνήμης, που αποτελεί κοινή κληρονομιά όλων των ακροατών της.

Η Κετιμέ διαθέτει επίσης ένα σπάνιο χάρισμα: να αναδεικνύει την ουσία του τραγουδιού χωρίς να την επισκιάζει. Δεν επιδιώκει τον εντυπωσιασμό· αντίθετα, υπηρετεί το ίδιο το έργο, δίνοντάς του χώρο να αναπνεύσει. Η προσέγγισή της στην παράδοση είναι βαθιά βιωματική: δεν αντιμετωπίζει τα τραγούδια ως μουσειακά κατάλοιπα αλλά ως ζωντανά σώματα πολιτισμού, τα οποία εξελίσσονται και επικοινωνούν με τον σημερινό ακροατή. Αυτός ο τρόπος ερμηνείας καθιστά το έργο της όχι μόνο καλλιτεχνικά σημαντικό, αλλά και πολιτιστικά ουσιαστικό.

Πέρα από την προσωπική της συμβολή, η συναυλία ξεχώρισε και για έναν άλλο λόγο: την απόφασή της να μοιραστεί τη σκηνή με εξέχοντες καλλιτέχνες της τοπικής μουσικής σκηνής, όπως ο Ιάκωβος Παπαδόπουλος, ο Σήφης Τσομπανόπουλος, ο Wayne Simmons, ο Paddy Montgomery και η Μαρία Αντάρα-Δαλαμάγκα. Η συνεργασία αυτή απέδειξε έμπρακτα ότι η ελληνική μουσική σκηνή της Μελβούρνης δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από την αντίστοιχη της Ελλάδας: διαθέτει μουσικούς υψηλού επιπέδου, ικανούς να σταθούν ισότιμα δίπλα σε διεθνώς αναγνωρισμένους καλλιτέχνες και να συνδιαμορφώσουν τον μουσικό λόγο. Χαρακτηριστικό της ζωντάνιας αυτής της πολιτιστικής πραγματικότητας είναι ότι δύο από τους μουσικούς που τη συνόδευσαν και τραγούδησαν στα ελληνικά δεν ήταν ελληνικής καταγωγής, μια ένδειξη ότι η ελληνική μουσική παράδοση στην Μελβούρνη, έχει πλέον ξεπεράσει τα όρια της καταγωγής και λειτουργεί ως παγκόσμια γλώσσα.

Η μορφωτική διάσταση της βραδιάς αναδείχθηκε ιδιαίτερα μέσα από τη συμμετοχή της σχολικής μπάντας του Νέστορα, η οποία ανέβηκε στη σκηνή και ερμήνευσε μαζί της, αποσπώντας θερμά χειροκροτήματα. Η εμπειρία αυτή υπήρξε ένα πολύτιμο μάθημα για τις νεότερες γενιές, αποδεικνύοντας ότι η παράδοση δεν είναι μόνο αντικείμενο θαυμασμού, αλλά και πηγή έμπνευσης και δημιουργικής συνέχειας.

Η γιορτή αυτή του πολιτισμού δεν περιορίστηκε στη μουσική της συναυλίας, αλλά εξελίχθηκε επί σκηνής σε μια πολυδιάστατη εμπειρία. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ερμηνείας της, τα χορευτικά συγκρότηματα της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης, των Φλωρινιωτών «Αριστοτέλης» και του «Πήγασου» συνόδευαν τη φωνή της με δυναμικές και εκφραστικές παραστάσεις παραδοσιακών χορών, δημιουργώντας μια μαγευτική σύμπλευση ήχου και κίνησης. Η επιλογή της Κετιμέ να μοιραστεί τη σκηνή μαζί τους δεν ήταν απλώς καλλιτεχνική αλλά αποκάλυψε μια ώριμη και γενναιόδωρη δημιουργό, πρόθυμη να δώσει χώρο στους άλλους, να ενσωματώσει τις εμπειρίες τους στη δική της και να υφάνει από κοινού κάτι που υπερβαίνει τα όρια της μεμονωμένης ερμηνείας. Η μουσική, ο χορός και η συλλογική μνήμη ενώθηκαν σε ένα ενιαίο αφήγημα, αποδεικνύοντας ότι ο πολιτισμός δεν είναι ποτέ μονοδιάστατος· είναι σύνθεση, συνεργασία και κοινή ανάσα δημιουργίας.

Η Κετιμέ έχει αναγνωριστεί επανειλημμένα για την ικανότητά της να κρατά την παράδοση ζωντανή χωρίς να την καθηλώνει στο παρελθόν. Η συναυλία της στη Μελβούρνη ήταν κάτι παραπάνω από μια μουσική παράσταση: ήταν μια πράξη πολιτιστικής αυτογνωσίας και συλλογικής ενδυνάμωσης. Μας υπενθύμισε ότι η μουσική κληρονομιά μας δεν είναι στατική, αλλά ζωντανή και δυναμική, ικανή να εμπνέει, να συγκινεί και να ενώνει.

Eκδηλώσεις με τέτοιο βαθμό καλλιτεχνικής λεπτότητας, βάθους και πολυδιάστατου περιεχομένου, είναι εξαιρετικά σπάνιες στην Αυστραλία. Και ακριβώς γι’ αυτό η συναυλία αυτή θα μείνει χαραγμένη στη μνήμη όχι μόνο για το υψηλό της καλλιτεχνικό επίπεδο, αλλά και για το μήνυμα που εξέπεμψε: ότι η ελληνική παράδοση δεν είναι κάτι που πρέπει απλώς να διαφυλάξουμε ως κειμήλιο, αλλά κάτι που αξίζει να βιώσουμε, να προσαρμόσουμε στα δικά μας δεδομένα και να μεταδώσουμε. Η Κετιμέ, με τη φωνή, το ήθος και την παρουσία της, όχι μόνο μας εξύψωσε· μας απελευθέρωσε από κάθε αίσθημα πολιτισμικής μειονεξίας, δείχνοντάς μας πως η τέχνη μας ανήκει, μας ενώνει και μας οδηγεί με αυτοπεποίθηση σαν παροικία, προς το μέλλον.