Η ευχάριστη έκπληξη στην ομιλία που απηύθυνε ο κ. Σπύρος Θεοδωρόπουλος στη φετινή Ανοιχτή Συνέλευση του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων ήταν ότι η ουσία των απόψεών του, ως προέδρου του ΣΕΒ, και η σημασία τους για την ελληνική κοινωνία ευρύτερα, μεταδόθηκε ακέραιη στο ακροατήριό του – παρόντος και του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Κι αυτό είναι μάλλον σπάνιο σε παρόμοιες εκδηλώσεις, μια και συνήθως το χρήσιμο νόημα όσων εκφέρονται από τον εκάστοτε επικεφαλής του ΣΕΒ πνίγεται στην παράθεση στατιστικών δεδομένων και οικονομικών δεικτών.
Τοποθετώντας την παραγωγικότητα στον πυρήνα του προβληματισμού γύρω από το παρόν και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, ο κ. Θεοδωρόπουλος αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, και στην αντιστροφή του brain drain, η οποία όντως συντελείται εσχάτως και δεν αποτελεί πλέον έναν αιωνίως άπιαστο ευσεβή πόθο.
Αυτά αναφέρεισε ρεπορτάζ του στο “Πρώτο Θέμα” ο Βασίλης Τσακίρογλου που συμπληρώνει:
Συγκεκριμένα, ο κ. Θεοδωρόπουλος επισήμανε ότι «η μέση ετήσια παραγωγικότητα στην Ελλάδα έχει παραμείνει σχεδόν στάσιμη τα τελευταία 30 χρόνια και αυξάνεται η απόσταση της χώρας μας από την Ε.Ε. Παρ’ όλα αυτά, μέσα σε λίγα χρόνια πετύχαμε από μαύρο πρόβατο της Ευρώπης να γίνουμε μια κανονική χώρα. Κανονική, κατά τη γνώμη μου, είναι μια χώρα που ζει σύμφωνα με τις δυνατότητές της και δεν επιβαρύνει τις επόμενες γενιές. Αποδείξαμε, λοιπόν, ότι μπορούμε να βελτιωθούμε σε πολλά πράγματα όταν Πολιτεία, κοινωνία και επιχειρήσεις συνεργαζόμαστε.
Οι μισθοί αυξάνονται. Το 2ο τρίμηνο του 2025, το ωριαίο κόστος εργασίας αυξήθηκε κατά 10,7%, ενώ στην Ευρώπη αυξήθηκε κατά 4,5%. Ειδικά στη βιομηχανία, η αύξηση ξεπέρασε το 11,2%. Η ανεργία έχει μειωθεί δραστικά και φτάσαμε στο σημείο να έχουμε μεγάλες ελλείψεις σε πολλές ειδικότητες. Το 2023, το καθαρό μεταναστευτικό ισοζύγιο ήταν θετικό κατά 15.000 Ελληνες πολίτες. Δηλαδή, αυτοί που επέστρεψαν ήταν περισσότεροι από εκείνους που μετανάστευσαν στο εξωτερικό. Αξίζει να σημειωθεί ότι για τα προηγούμενα 14 χρόνια, το καθαρό μεταναστευτικό ισοζύγιο ήταν αρνητικό κατά 250.000 Ελληνες πολίτες».
Οικονομικοί μετανάστες
Επί του ίδιου ζητήματος και στον ίδιο τόνο -και κατά σύμπτωση την ίδια μέρα- η υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Νίκη Κεραμέως ανακοίνωσε ενώπιον της Διαρκούς Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής ότι «έχουμε μια αναστροφή του brain drain κατά 64%. Κάνουμε μια πολύ μεγάλη προσπάθεια, η οποία θεωρώ ότι είναι μια εθνική προσπάθεια που υπερβαίνει κόμματα και χρώματα. Εχουμε πάει σε τέσσερις πόλεις του εξωτερικού και θα οδεύσουμε προς την πέμπτη, στη Νέα Υόρκη, στις 7 Δεκεμβρίου, με στόχο να προσελκύσουμε ακόμα περισσότερους Ελληνες πίσω».
Σε απόλυτους αριθμούς, αυτό το 64% που επικαλείται η υπουργός ως απόδειξη επιτυχίας του εγχειρήματος «Rebrain Greece» μεταφράζεται σε 422.688 Ελληνες του εξωτερικού οι οποίοι επαναπατρίστηκαν προσφάτως, έπειτα από κάποια χρόνια εγκατάστασης μακριά από τη χώρα, κυρίως ως οικονομικοί μετανάστες. Κατά τη Eurostat, την περίοδο 2010-2022, και προφανώς εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, εγκατέλειψαν την Ελλάδα 659.547 πολίτες.
Το σύνολο των 422.688 Ελλήνων που επέστρεψαν στα πάτρια, ύστερα από την εμπειρία της μετανάστευσης, παραμένει εντυπωσιακό, παρά τη σύγχυση που επικρατεί ως προς τον προσδιορισμό του πραγματικού μεγέθους του ελληνικού brain drain. Για παράδειγμα, αν ανατρέξει κανείς στην πηγή των στατιστικών δεδομένων, τη Eurostat, διαπιστώνει ότι υπάρχουν διαφορετικές μετρήσεις και στατιστικές μελέτες, με κάποιες εξ αυτών να ανεβάζουν τη «διαρροή εγκεφάλων» από την Ελλάδα έως και πάνω από το 1 εκατομμύρια άτομα. Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο περίπλοκα και ασαφή όταν στην ίδια εξίσωση προστίθενται επιπλέον μεταβλητές και ποιοτικά χαρακτηριστικά, όπως η ηλικία, το φύλο, το μορφωτικό επίπεδο όσων έφυγαν και επιστρέφουν κ.λπ.
Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση ερμηνείας του λόγου brain drain/brain regain, είναι αυτή που αποπειράται το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών – ΕΝΑ, το οποίο κατ’ αρχάς εξετάζει τις διακυμάνσεις της μετανάστευσης από το 2010 έως το 2022 όπως καταγράφονται σε τρεις ηλικιακές ομάδες, ήτοι 15-24, 25-44 και 45-64 ετών. Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι περίπου το 60% των Ελλήνων πολιτών που εγκατέλειψαν τη χώρα εξαιτίας της κρίσης ανήκαν στην κατηγορία των 25-44 ετών, δηλαδή σε αυτήν που θεωρείται ως η κατεξοχήν παραγωγική.
Σύμφωνα με τη θεώρηση του ΕΝΑ, από το 2010 μέχρι το 2022 έφυγαν για το εξωτερικό 1.079.992 άτομα από τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό της Ελλάδας. Εκ των οποίων οι 234.058 ήταν ηλικίας 15-24 ετών, οι 633.680 ηλικίας 25-44 ετών και οι 212.254 ηλικίας 45-64 ετών.
Χαμηλές αμοιβές
Ωστόσο, η δυσοίωνη παρατήρηση του ΕΝΑ, πάντα βάσει των στοιχείων της Eurostat που επικαλείται, αφορά την εξακολούθηση του brain drain παράλληλα με το brain gain. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένας αριθμός Ελλήνων που εγκαταλείπει τη χώρα, αριθμός σαφώς μικρότερος απ’ ό,τι προηγουμένως αλλά οπωσδήποτε αξιοπρόσεκτος, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει πραγματοποιήσει άλματα προόδου και σταθερότητας εν συγκρίσει με τη ζοφερή κατάσταση της οικονομίας στα χρόνια της κρίσης. Αρα, στην πραγματικότητα υπάρχει μια συνεχής, κυκλική τρόπον τινά, ροή Ελλήνων που μεταναστεύουν και Ελλήνων που επιστρέφουν.
Ομως, πριν από έναν χρόνο, τον Οκτώβριο του 2024, το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Ηλεκτρονικού Περιεχομένου (ΕΚΤ) διεξήγαγε μια συστηματική έρευνα, υπό τύπον σφυγμομέτρησης, σχετικά με την επάνοδο των οικονομικών μεταναστών στην Ελλάδα. Οπως υπογραμμίζουν οι υπεύθυνοι του ΕΚΤ, ένα από τα πιο σημαντικά ευρήματα της έρευνας αφορά το όφελος για την ελληνική οικονομία, το οποίο προκύπτει από την επιστροφή του εξειδικευμένου προσωπικού.
Δεδομένου ότι η πλειονότητα (3 στους 4) δηλώνει πως η εμπειρία στο εξωτερικό τούς έκανε πιο ανταγωνιστικούς, εφόσον απέκτησαν προηγμένα εφόδια -τεχνογνωσία, τελειοποίηση δεξιοτήτων κ.λπ.- προσόντα πολύτιμα, τα οποία πλέον αξιοποιούν στη νέα τους επαγγελματική ενασχόληση στην Ελλάδα.
Για το 44% των 602 ερωτηθέντων στην έρευνα του ΕΚΤ, οι μηνιαίες αποδοχές μετά από την επιστροφή στην Ελλάδα κυμαίνονται πάνω από τα 1.500 ευρώ (το 27% από 1.501 έως 3.000 ευρώ, το 17% από 3.001 ευρώ και άνω).
Το 67,6% όσων επέλεξαν να επιστρέψουν είναι έγγαμοι και το 52% γονείς. Επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι τα φορολογικά κίνητρα που θεσπίστηκαν, ακριβώς για να συμβάλλουν στον επαναπατρισμό, δεν φαίνεται να λειτουργούν ως σημαντικό κίνητρο. Το 84% όσων ακολούθησαν το ρεύμα του brain gain δήλωσε ότι η φορολογική εύνοια για τους παλιννοστούντες δεν διαδραμάτισε ουσιώδη ρόλο στην απόφαση της επανόδου. Ενδεχομένως λόγω ανεπαρκούς ενημέρωσης, κάτι που βελτιώνεται όσο εντείνεται η προσπάθεια προβολής της πλατφόρμας Rebrain Greece με τη διεθνή περιοδεία -ή roadshow- της υπουργού Νίκης Κεραμέως.
Ο επόμενος σταθμός είναι η Νέα Υόρκη στις 7 Δεκεμβρίου, ο 5ος σταθμός της προσπάθειας, μετά από τις εκδηλώσεις σε Αμστερνταμ, Ντίσελντορφ, Λονδίνο και Στουτγκάρδη, στις οποίες συμμετείχαν πάνω από 5.000 Ελληνες του εξωτερικού που σκέφτονται σοβαρά τον επαναπατρισμό, καθώς και περισσότεροι από 120 εκπρόσωποι ελληνικών επιχειρήσεων, σχεδόν από κάθε τομέα. Ενδεικτικά, στο roadshow του Rebrain Greece λαμβάνουν μέρος εταιρείες όπως η Aegean Airlines, ο AKTOR, η Alpha Bank, το ANTENNA Group, το Athens Medical Group, η COSMOTE, η ΔΕΗ, ο Ελληνικός Χρυσός, η Eurobank, η LAMDA Development, η Motor Oil, η Εθνική Τράπεζα κ.ά.
Τα φορολογικά μέτρα
Ειδικά σε ό,τι αφορά τα φορολογικά κίνητρα, για τους μισθωτούς που επαναπατρίζονται, το Rebrain Greece προβλέπει υπαγωγή σε ειδικό τρόπο φορολόγησης, δηλαδή την απαλλαγή για 7 φορολογικά έτη από τον φόρο εισοδήματος για το 50% του εισοδήματος που αποκτάται στην Ελλάδα. Επίσης, ισχύει απαλλαγή για 7 φορολογικά έτη από την ετήσια αντικειμενική δαπάνη όπως προκύπτει από το Ε9 -δηλαδή τα ιδιόκτητα ακίνητα, την πρώτη και τις δευτερεύουσες κατοικίες- τα Ι.Χ. κ.λπ.
Στην πράξη, οι κυριότεροι τομείς απασχόλησης όσων επέστρεψαν είναι ο κατασκευαστικός κλάδος (11%), η εκπαίδευση (10%), οι νέες τεχνολογίες και η πληροφορική (10%), οι συμβουλευτικές υπηρεσίες (7%), ο τομέας υγείας (7%), το εμπόριο (6%) και ο τουρισμός (6%).
Στην πλειονότητά τους -46%, σχεδόν οι μισοί- οι παλιννοστούντες απασχολούνται σε ελληνικές επιχειρήσεις και οργανισμούς, ενώ κατά 21% εργάζονται σε ατομικές επιχειρήσεις ή ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Υπάρχει επιπλέον ένα ποσοστό 7% ανθρώπων που συνεχίζουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε εταιρείες και οργανισμούς του εξωτερικού, αλλά εξ αποστάσεως, έχοντας εγκατασταθεί πλέον μόνιμα στην Ελλάδα.
Η αναστροφή του brain drain έχει δημιουργήσει ένα πεδίο δράσης για μη κυβερνητικούς φορείς, όπως το σωματείο «Ελληνισμός εν Δράσει», το οποίο ιδρύθηκε το 2010 και έχει αναπτύξει την πρωτοβουλία BrainReGain, στο πλαίσιο της οποίας ο εν λόγω φορέας διενεργεί έρευνες, όπως αυτή που τιτλοφορείται «Μετά την Επιστροφή» για την αποτύπωση της εικόνας που παρουσιάζει η ζωή των επαναπατριζόμενων. Μάλιστα, η συγκεκριμένη έρευνα αναδεικνύει τη διαφοροποίηση των αντιλήψεων ανάμεσα στο 2024 και το 2025. Το ερωτηματολόγιο του BrainReGain περιλαμβάνει τέσσερις πτυχές της επανόδου. Η πρώτη έχει να κάνει με τους λόγους που ώθησαν τους ερωτώμενους να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής στην Ελλάδα.
Οι μισοί (49%) απάντησαν «οι γονείς μου που ζουν στην Ελλάδα» και το αμέσως μεγαλύτερο ποσοστό (39%) «γιατί η Ελλάδα είναι η πατρίδα μου και θέλω να ζήσω εκεί». Ομως, αυτή η ξεκάθαρη φιλοπατρία σχεδόν ισοφαρίζεται (38%) από την άποψη «επέστρεψα για το κλίμα και τον καιρό». Αντιστοίχως, το μεγαλύτερο εμπόδιο για τη μεγάλη απόφαση της επιστροφής είναι, για το 33%, οι χαμηλότεροι μισθοί στην ελληνική αγορά εργασίας σε σχέση με το εξωτερικό.
Οι μεγαλύτερες προκλήσεις
Σε ό,τι αφορά τις δυσκολίες κατά την επιστροφή, οι πιο σημαντικές είναι η συγκέντρωση των απαιτούμενων δικαιολογητικών (57%), η ανεπάρκεια ενημέρωσης από κρατικούς φορείς (56%) και η εξασφάλιση στέγης (38%). Συναφώς, οι μεγαλύτερες προκλήσεις μετά την επιστροφή είναι η γραφειοκρατία (51%), αλλά και η εταιρική κουλτούρα στους χώρους εργασίας (49%).
Συνεπώς, σε ένα σχηματικό προφίλ με βάση την τελευταία έρευνα του BrainReGain, τα προεξάρχοντα χαρακτηριστικά είναι ότι οι επαναπατριζόμενοι Ελληνες είναι ηλικίας μεταξύ 35 και 44 ετών, έμειναν στο εξωτερικό από 6 έως 10 χρόνια και πάνω από 8 στους 10 είναι κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων. Αφού επιστρέψουν, κρίνουν ότι το επίπεδο διαβίωσης είναι μέτριο.
Οπως μέτρια σε σύγκριση με ό,τι γνώρισαν κατά την παραμονή τους εκτός Ελλάδας είναι επίσης το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, η δημόσια υγεία, η οικονομία και η ψηφιακή διακυβέρνηση – δηλαδή σχεδόν τα πάντα. Τουλάχιστον, όμως, η παλιννόστηση ανταμείβεται με το κλίμα και τις καιρικές συνθήκες της Ελλάδας (δικαιολογημένα, εφόσον οι περισσότεροι σύγχρονοι μετανάστες έφυγαν για τη Γερμανία, τη Βρετανία και την Ολλανδία).
Πάνω από όλα τα οφέλη, όμως, υλικά και μη, πέρα από τα όποια κίνητρα, οι Ελληνες γυρίζουν στα πάτρια για τους γονείς τους, όπως πιστοποιείται έτι περαιτέρω από την έρευνα του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης, η οποία έδειξε ότι το 82% των παλιννοστούντων απάντησε ότι γυρίζει ένεκα «της ανάγκης να βρίσκομαι κοντά στην οικογένεια και τους φίλους μου». Κάτι αναχρονιστικό – όσο και βαθιά ανθρώπινο ταυτόχρονα.