Το τελευταίο βιβλίο του Γιώργου Βέη με τίτλο Παντού και υπότιτλο «Μαρτυρίες, μεταμορφώσεις» είναι το έβδομο στη σειρά της ταξιδιωτικής του λογοτεχνίας, genre που πρωτοεγκαινίασε και σφράγισε ανεξίτηλα με τη δική του προσωπική μανιέρα με το Ασία, Ασία (Κέδρος 1999) το οποίο απέσπασε το πρώτο Κρατικό Βραβείο το 2000. Το Παντού αποτελείται από 307 σελίδες (χωρίς τη Βιβλιογραφία), οι μισές εκ των οποίων εστιάζονται στις «μαρτυρίες» του από τη Σιγκαπούρη («Εικόνες και Πίνακες: Το φως της Σιγκαπούρης»). Η εκτενής «Βιβλιογραφία Παραθεμάτων» υποδηλώνει αναφορές και σε βιβλία, όχι μόνο τόπους. Το βιβλίο συμπληρώνεται από τα εξής πέντε επιπρόσθετα κεφάλαια: «Επανεκκίνηση: Κίνα», «Μέρες και νύχτες στην Ιαπωνία», «Διαδρομές στην Κορέα», «Καθ’ οδόν», «Φινιστρίνι». Τι ακριβώς όμως είναι το Παντού; Ένα ακόμη ταξιδιωτικό οδοιπορικό παρόμοιο με τα προηγούμενα (αφού, κατά τον Μπόρχες, «όλοι μας γράφουμε το ένα και μόνο βιβλίο του κόσμου») ή διαφορετικό; Ένα μωσαϊκό εικόνων, παραστάσεων, τόπων, τοπίων, γεύσεων, ηχο-χρωμάτων, αρωμάτων και ακουσμάτων από χώρες εξωτικές, μαγικές κι ονειρεμένες; Ένας καμβάς πάνω στον οποίο κεντάει, συνθέτοντας αναμνήσεις, απεικάσματα, συναισθήματα, μετεικάσματα-μεταισθήματα; Εμπειρίες και βιώματα (απτά και/ή ενοραματικά) από την «αειφυγία» ενός ποιητή-διπλωμάτη; (Σημ.: «Αειφυγία» είναι ένας όρος του Καρκαβίτσα, που σημαίνει τη δια βίου εξορία, τη διαρκή φυγή από τον τόπο σου, για διάφορους λόγους). Προφανώς όλα τα παραπάνω. Εξ ου και ο ενδεικτικός τίτλος Παντού – ήτοι παρών στα των ορατών τε και αοράτων τεκταινόμενα.

Και με αυτό το βιβλίο του ο Βέης δεν ξεναγεί – όπως εκ πρώτης όψεως και λανθασμένα μπορεί να υποθέσει κανείς – αλλά ανιχνεύει και αποδελτιώνει. Δηλαδή περι-διαβάζει, ξανα-διαβάζει ποικιλοτρόπως (πολυπρισματικά και πολυεπίπεδα) μέσω του τεχνάσματος της διακειμενικότητας (εικαστικά, ποιητικά, μυθοπλαστικά, φιλοσοφικά, εθνολογικά, διαπολιτισμικά) τις διάφορες και διαφορετικές εκφάνσεις πόλεων και χωρών της Άπω Ανατολής (Σιγκαπούρη, Κίνα, Ιαπωνία, Κορέα), Μέσης Ανατολής (Ντουμπάι), αλλά και της Αφρικής (Γουινέα), καταγράφοντας, αποτυπώνοντας και αποκωδικοποιώντας κατόψεις και απόψεις τους. Διότι μέσω της αποκωδικοποίησης, το στοιχείο του «πραγματικού» σημασιοδοτείται ερμηνευτικά αφού, σύμφωνα με τον Νίτσε, μόνο οι ερμηνείες υπάρχουν, όλα τ’ άλλα είναι φευγαλέα απεικάσματα, τα φαντάσματα της περίφημης πλατωνικής σπηλιάς. Αυτά τα περιηγητικά «ενσταντανέ» όμως που μας χαρίζει, δανείζοντάς μας την ιδιόμορφη «ματιά» του, δεν αφορούν μόνο αναπαραγωγικές διαδικασίες της εξωτερικής πραγματικότητας (περιγραφικές, φωτογραφικές, απεικονιστικές), αλλά αντανακλούν κυρίως τη συμπεριφορά, την κουλτούρα, εν ολίγοις την «ψυχή» των ανθρώπων σαν ξεχωριστές μονάδες, αλλά και του κάθε λαού σαν ολότητα. Διότι ο συγγραφέας, πιστός στη ρήση του Πεσσόα (ότι «αυτό που βλέπουμε δεν είναι αυτό που βλέπουμε, είναι αυτό που είμαστε», από το Βιβλίο της ανησυχίας), προσεγγίζει τα όποια έμψυχα και άψυχα αντικείμενα και την εξωτερική (οφθαλμοφανή) πραγματικότητα περισσότερο σαν μύστης και λιγότερο σαν ταξιδευτής. Τουτέστιν νοερά, στοχαστικά, ενοραματικά, προκειμένου, αρχικά, να την εξαγνίσει (απαλλάσσοντάς την από τα βαρίδια της μίζερης, φθοροποιού καθημερινότητας) κι εν συνεχεία να την μετασχηματίσει και μεταμορφώσει – πάντα ποιητικά – ανα-σημασιοδοτώντας την με την εμπέδωση μιας πνευματικότητας (spirituality). Απ’ αυτή την άποψη ο συγγραφέας-«ξεναγός» δεν είναι μόνο παρατηρητής αλλά και (αυτο)παρατηρούμενος. Δεν είναι μόνο ξεναγός αλλά και (αυτο)ξεναγούμενος ακολουθώντας τις υπόγειες διαδρομές που υπαγορεύουν οι μεγάλοι γκουρού που θαυμάζει.

Οι περιπλανήσεις «παντού» του Βέη έχουν στο εν λόγω βιβλίο ως αφετηρία τη Σιγκαπούρη, την πόλη του Λιονταριού, για να καταλήξει ως άλλος σύγχρονος Οδυσσέας στις πατρογονικές του ρίζες – στον Πύργο της Σάμου. Μολονότι ο συγγραφέας αποφαίνεται ότι ο λόγος που ξεκινά αυτό το οδοιπορικό του από την Σιγκαπούρη είναι επειδή αυτή ενσαρκώνει την πόλη των συγκερασμών και των συνυπάρξεων, των διασταυρώσεων και των επιμειξιών ανθρώπων, ιδεών, θρησκειών, νοοτροπιών και πρακτικών, αυτό δεν ευσταθεί απολύτως. Πρόκειται για μια ακόμα πρόφαση. Θα μπορούσε να ξεκινήσει απ’ οπουδήποτε, χωρίς αυτό να κάνει μεγάλη διαφορά. Για τον απλούστατο λόγο ότι ο περιπλανώμενος ανά την υφήλιο Βέης χρησιμοποιεί τα ταξίδια-επισκέψεις του μόνο ως αφορμή. Αδιάψευστο στοιχείο είναι η εξής παραδοχή του: «Η ομολογία του Σελίν […] με την οποία παραδέχεται ότι πράγματι οι συγκυρίες τού προσφέρουν αξιόλογο υλικό για γράψιμο, ασφαλώς με αφορά άμεσα: ο τόπος είναι φύσει και θέσει ένα πρόπλασμα δοκιμίου, ένα δικαίωμα περιγραφής και όχι μόνο» (σ. 20). Όχι τόσο και μόνο για να ανακαλύψει άγνωστους σ’ αυτόν τόπους, αλλά για να εντοπίσει, εξερευνήσει και γνωρίσει – πρωτίστως – εσωτερικούς χώρους. Δηλαδή χώρες και κόσμους του νου και της ψυχής, μέσω των μηχανισμών της ποιητικής μέθεξης. Διότι ο Βέης υπήρξε φυγάς – ήτοι ποιητής – πολύ πριν γίνει ταξιδευτής. Απλούστατα τα πραγματικά του ταξίδια σε τόπους μακρινούς και χώρες εξωτικές διεύρυναν, αναβάθμισαν κι εμπλούτισαν παλίντροπα την εγγενή ιδιότητά του ως δραπέτη, θηρευτή του έτερου και αλλότριου, και αλχημιστή των ονείρων και του ονειρικού. Τα ταξιδιωτικά του κείμενα δεν είναι τίποτα περισσότερο από προέκταση του ενυπάρχοντος ποιητικού υλικού του, το οποίο απλώς επεξεργάζεται σε εκτενέστερες προζαϊκές φόρμες. Έτσι, κατάφερε να συνενώσει (την εξωτερική με την εσωτερική πραγματικότητα) και να τις συγκεράσει εις σάρκαν μίαν, δια της «ποικίλης δράσης των στοχαστικών προσαρμογών» (Καβάφης), αφού κατά τη ρήση του Γάλλου στοχαστή Ιβ Μπονφουά «ποίηση και ταξίδι έχουν την ίδια υπόσταση και το ίδιο αίμα».

Ο Βέης, προφανώς, δεν ενδιαφέρεται να μας πληροφορήσει και ενημερώσει για τις χώρες που επισκέπτεται (χώρους, περιοχές, κτίσματα-κτερίσματα, αρχιτεκτονική, μνημεία, πολεοδομία, πολιτισμικά αντικείμενα κτλ), όπως έκαναν οι παλαιότεροι ταξιδιογράφοι. Γι’ αυτό και γλώσσα του δεν είναι το μέσον που μεταδίδει την «πληροφορία» (όπως συνέβαινε με τα παλαιότερα ταξιδιωτικά αναγνώσματα) αλλά το μήνυμα, όπου κυριαρχεί το συνειρμικό, το συνδηλωτικό, μα προπάντων το ποιητικό στοιχείο. Όπου χαλάει αυτή η ισορροπία και δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στο πληροφοριακό στοιχείο (κάτι που συμβαίνει στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, σ. 181 κι εντεύθεν) αναπόφευκτα χάνεται κι ένας μέρος της ποιητικότητας. Έτσι, μολονότι μετά το κεφάλαιο για τη Σιγκαπούρη, οι πληροφίες είναι άκρως συναρπαστικές (π.χ. καθημερινά στιγμιότυπα από τη ζωή στο Πεκίνο και την Ιαπωνία, τα σπίτια φιλοξενίας των νεκρών, η τέχνη του Σούμο, το κιμονό, τα τοπικά εδέσματα, η τάση της ταχυγραφίας στην Κίνα κτλ), τελικά κάτι χάνεται απ’ την ποιητική λάμψη της Σιγκαπούρης. Πράγμα που σημαίνει ότι πληροφορία και ποίηση είναι μάλλον ασύμβατα πράγματα. Αυτό που χάνεται είναι ίσως η ερωτική προσέγγιση του συγγραφέα. Η όποια (δήθεν) πληροφόρηση και πληροφορία δεν έχει γνωστικό σκοπό. Είναι δικαιολογία, πρόφαση, όχι αυτοσκοπός. Αυτονόητο άλλωστε αφού, στον σύγχρονο κόσμο της εύκολης μετακίνησης ανθρώπων και πληροφοριών, στην εποχή της τηλεόρασης, του διαδικτύου και της κινητής τηλεφωνίας, κάτι τέτοιο δεν θα είχε νόημα. Εξ ου και επιμένει να συλλάβει, ερμηνεύσει και αποδώσει όχι την εξωτερική, αλλά την ενδότερη ταυτότητα και το γίγνεσθαι των χωρών και των λαών που επισκέπτεται. Επιχειρώντας να χαρτογραφήσει τα (δήθεν) άγνωστα νερά του πλανήτη μας, με τα ταξιδιωτικά του κείμενα ο Βέης ουσιαστικά οργανώνει, τιθασεύει και ταξινομεί το χάος της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, μεταμορφώνοντας παράλληλα την αντίληψη και οπτική μας για τον έξω αλλά κι έσω κόσμο – εξ ου και ο εύγλωττος υπότιτλος «μεταμορφώσεις». Αυτό το εγχείρημα, με το οποίο οι «μαρτυρίες» φιλοδοξούν να μετασχηματισθούν και μετουσιωθούν σε «μεταμορφώσεις» προκειμένου να εκφράσουν – όπως και στην ποίηση – το άρρητο, δεν είναι και τόσο εύκολη υπόθεση. Απόδειξη ότι, συχνά, ο συγγραφέας καταφεύγει συνειρμικά στην συνεπικουρία της διακειμενικότητας, όπου συνδιαλέγοντα γόνιμα και συνυπάρχουν αρμονικά, και σε αγαστό συγκερασμό, ο ποιητικός στοχασμός, η σημειολογία, η συγκριτική εθνολογική μελέτη, η γραμματική των τοπίων, η μυθοπλασία, ο δοκιμιακός λόγος και η λεκτική αναπαραγωγή αισθήσεων και σκιρτημάτων της ψυχής μ’ έναν, ούτως ειπείν, μουσικο-εικαστικό τρόπο. Δεσπόζουσα θέση, βέβαια, κατέχει η ποίηση, ως ομφάλιος λώρος και συνεκτικός κρίκος όλων των παραπάνω ειδολογικών επιμιξιών. 

Αυτή η στρατηγική της διακειμενικότητας που επιμένει να υιοθετεί ευρέως ο συγγραφέας (και που αξίζει να μελετηθεί περαιτέρω), είναι χρήσιμη και λειτουργική για τους εξής λόγους: (i) Καθιστά τα ταξιδιωτικά κείμενα του Βέη πρωτότυπα, γοητευτικά και κάποτε συναρπαστικά. Αυτό οφείλεται στον διφυή χαρακτήρα τους (τα πραγματικά ταξίδια του συγγραφέα, αλλά και τα αντίστοιχα πνευματικά των άλλων δημιουργών) μέσω των οποίων ξεναγούμαστε. Μερικές φορές – συχνά θα έλεγα – αυτά τα δύο διαφορετικά «ταξίδια» διαπλέκονται και αλληλοταυτίζονται τόσα αξεδιάλυτα που είναι δύσκολο να διαχωρίσουμε τα όρια του ενός από το άλλο. Αυτή είναι όμως και η μεγαλύτερη ίσως γοητεία της αναγνωστικής εμπειρίας αυτού και άλλων ταξιδιωτικών βιβλίων του Βέη. Κι αυτό γιατί (ii) ο αναγνώστης μαθαίνει να μην περιορίζεται στο να τέρπεται μόνο και τόσο απ’ τη φαντασμαγορία και φιλοπεριέργεια του τουριστικού ταξιδιού αλλά, κυρίως, να εκ-παιδεύεται και μυείται στο πώς να εκτιμά και αξιοποιεί το πνευματικό ταξίδι. Πώς και τι να βλέπει σωστά με τα σωματικά του μάτια, αλλά –κυρίως– με αυτά της ψυχής του. («Πάντα ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου» δεν λέει ο ποιητής;). Τι να διατηρεί ως πολύτιμη ανάμνηση που αξίζει να αποθησαυρισθεί και μνημειωθεί ες αεί. (iii) Δίνοντας έμφαση στον πανεπόπτη έσω οφθαλμό που «παντού» ορά και αξιολογεί, ο Βέης επαυξάνει την προσληπτικότητα του αναγνώστη, η οποία, εν συνεχεία, θα τον βοηθήσει να διαμορφώσει και καθορίσει τη δική του αυτοσυνειδησία. Η τελευταία δραστηριοποιείται, και στη συνέχεια διαμορφώνει και συγκεκριμενοποιεί τη συνειδητότητα της ρευστής πραγματικότητας με τη χρήση του χρόνου, ο οποίος δεν είναι εγγενής και δεδομένος αλλά επίκτητος, καθώς κατακτάται βήμα-βήμα, εικόνα-εικόνα, λέξη-λέξη. Και κατακτάται με δύο τρόπους: ταξιδεύοντας και γράφοντας. Έτσι, περιηγούμενος ο αναγνώστης σε αλλότριους τόπους, διαπαιδαγωγείται στο πώς να γνωρίσει μέσα από την «όψη» αλλά και – κυρίως – την «κόψη», κι εκτιμήσει καλύτερα όχι μόνο ό,τι είναι ξένο αλλά και ό,τι είναι δικό του. (iv) Λειτουργώντας ως άτυπο θεωρητικό «πλαίσιο», ταξινομεί καλύτερα το χάος του υλικού του που σχετίζεται με τις χώρες που επισκέπτεται (π.χ. γλώσσα, προφορά, ιδεογράμματα, ονόματα, ετυμολογίες, χειρονομίες, ήθη, έθιμα, καθημερινές πρακτικές κτλ) καταλήγοντας, σχεδόν πάντα, να μας παρασύρει σε μια αισθητικο-φιλοσοφική διάλεκτο του ταξιδεύειν. (v) Δεν εμπλουτίζει απλώς και μόνο το δικό του αυτόνομο κείμενο, αλλά και το ενισχύει, τεκμηριώνοντάς το με άλλα ετερόνομα κείμενα (μότο, ρήσεις, παραθέματα, κλπ) πολλών επιφανών δημιουργών και στοχαστών από την αρχαιότητα έως σήμερα, όπως τους εξής: Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Ζύνωνα, Αναξίμανδρο, Λογγίνο, αλλά και σύγχρονους: Κάλβο, Σολωμό, Παπαδιαμάντη, Σεφέρη, Ελύτη, Πεντζίκη, Γαλανάκη, Κιουρτσάκη, κ.ά. Επίσης ξένους, όπως τους: Νίτσε, Καντ, Σπινόζα, Χέγκελ, Λακάν, Φουκώ, Βινγκεστάιν, Πουανκαρέ, Μπατάιγ, Αλαίν Μπαντιού, Μελρώ Ποντύ, Μπαρτ, Νοβάλις, Ρίλκε, Κόνραντ, Καλβίνο, Μπόρχες, Πεσσόα, Γουάλας Στίβενς, Σοπενχάουερ, Μπουκόφσκι, Σόνταγκ, Μπολάνιο, Ντα Βίντσι, Θωμά τον Ακινάτη, Ιερό Αυγουστίνο, Κ.Γ. Γιούνκ, Καραβάτζιο, Χιτόμι Κανεχάρα, κ.ά. (vi) Τέλος, η αξία της διακειμενικότητας (δηλαδή του αποστάγματος των «μαρτυριών» Ελλήνων και ξένων γκουρού που έθρεψαν πνευματικά τον Βέη και άφησαν το στίγμα τους στον πολιτισμό) έγκειται στο εξής γεγονός: Ότι ακόμη κι αν ο συν-οδοιπόρος-αναγνώστης δεν καταφέρει να επισκεφτεί ποτέ τις χώρες στις οποίες ξεναγείται, σίγουρα θα του μείνει κάτι. Μια γεύση, μια αίσθηση από τις παραστάσεις-θραύσματα των δικών τους διαχρονικών καταγραφών-αναφορών, που αρκούν για να συνοψίσουν την εικόνα του κόσμου, έστω σε μικρογραφία.

Σε τέτοιου είδους πλούσια κοιτάσματα «χρυσού», όπως τα προαναφερθέντα, επιμένει να πλοηγεί ο Βέης τον υποψήφιο αναγνώστη-περιηγητή μέσω της γραφής του – που είναι και ο πιο σίγουρος και εγγυημένος τρόπος, ο πιο αλάνθαστος μπούσουλας, για να γνωρίσει την πεμπτουσία της ανθρώπινης (πνευματικής) περιπέτειας – και όχι στις εύκολες, φευγαλέες εντυπώσεις που είναι καταδικασμένες εκ των προτέρων να καταλήξουν σύντομα στη λήθη. Φιλόδοξο και καθόλου αμελητέο εγχείρημα εκ μέρους του συγγραφέα. Αλλά και διόλου εύκολο οδοιπορικό για τον αναγνώστη. Είναι προφανές όμως ότι Βέης δεν απευθύνεται στους πολλούς, άσχετους και κακομαθημένους «φαν» των εύπεπτων αναγνωσμάτων, αλλά στους λίγους κι εκλεκτούς που διαθέτουν μια άλφα προπαιδεία. Δηλαδή είτε στους ήδη μυημένους, είτε σ’ όσους είναι πρόθυμοι να μυηθούν. Γνώστης γαρ της ρήσης του Μπόρχες (μεταφραστής του οποίου είναι ο ίδιος) ότι οι άξιοι συγγραφείς πρέπει να έχουν και άξιους αναγνώστες, προσθέτοντας: «Όμως οι άξιοι κι επαρκείς αναγνώστες είναι τόσο σπάνιο είδος όσο και οι μαύροι κύκνοι!…».

Τελικά, για τον ευρυμαθή και κοσμογυρισμένο διπλωμάτη-ποιητή, θα ταίριαζε ιδανικά η ρήση του Γουάλας Στίβενς, τον οποίο επικαλείται –καθόλου τυχαία άλλωστε– στο βιβλίο του: «Υπήρξα ο κόσμος όπου περπάτησα, και όσα αντίκρισα, αφουγκράστηκα, ένιωσα, βγήκαν από μέσα μου».

(Σημ.: (i) Εγκάρδιες ευχαριστίες στον φίλο-συγγραφέα Γιώργο Βέη για την ευγενική αποστολή του βιβλίου του, καθώς επίσης και για την άκρως θερμή και συγκινητική του αφιέρωση.

(ii) Η παραπάνω βιβλιοκριτική αναδημοσιεύεται, σε ελαφρώς εκτεταμένη μορφή, από το τελευταίο τεύχος (Μάιος 2016) του έγκυρου αθηναϊκού λογοτεχνικού περιοδικού «Μανδραγόρας». 

*Ο Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), συγγραφέας και βιβλιοκριτικός. Το τελευταίο του βιβλίο είναι η αγγλική έκδοση της συλλογής διηγημάτων In Chloe’s Secret Parts and Other Portents and Monsters (Papyrus Publishing 2015).