Κυριακή απόγεμα. Μόλις είχα απολαύσει τη σπεσιαλιτέ της Μίτση -μακαρόνια με κιμά- με το ποτήρι μισογεμάτο μπρούσκο και το χιούμορ του Αλφρέδου να ξεχειλίζει τις καρδιές μας από ευδαιμονία.
Θα πρέπει να ήταν η εκατοστή φορά που μου ζητούσε να του δώσω κάποια στοιχεία του βιογραφικού μου για να με προτείνει για το βραβείο ΟΑΜ και άλλες τόσες που του είπα ότι «δεν μ’ ενδιαφέρει γιατί έχουν πάρει και οι κότες … με τους παρόντες βέβαια να εξαιρούνται».
«Αυτό έλειπε να σε καλώ στο σπίτι μου, να σε τραπεζώνω και από πάνω να μην αποτελώ την εξαίρεση» είχε πει στην τελευταία μας συνάντηση πριν ενάμισι χρόνο περίπου.
Είχαμε καλύψει αυτό το απόγεμα, θυμάμαι, μια ανεξάντλητη γκάμα θεμάτων γενικού και προσωπικού ενδιαφέροντος.
Η Μίτση, την περισσότερη ώρα όρθια, δίπλα του, δεξιά του, να συμπληρώνει συχνά τη σκέψη του. Ήταν κάτι που στις δεκαετίες που τους γνωρίζω, δεν έπαυσε να μου κάνει τρομερή εντύπωση. Συχνά άρχιζε μια κουβέντα ο Αλφρέδος, εξιστορώντας κάποιο περιστατικό και η Μίτση, κάπου στο μέσον ή όταν εκείνος σταματούσε για ν’ ανάψει την περίφημη πίπα του, εκείνη συνέχιζε, στον ίδιο τόνο, λες και ήταν ο άλλος εαυτός του.
Πολλές φορές έκανα τη σκέψη ότι πρέπει να ήταν «το άλλο του μισό». Ίσως και αυτός να ήταν ο λόγος που όταν η Μίτση έφευγε από το χώρο, έστω και για λίγο, την αναζητούσε.
«Μα είμαστε μαζί από παιδιά» απαντούσε εκείνη, με φανερό καμάρι, στην απορία πολλών του κύκλου τους.
ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Εγώ, τους γνώρισα, για πρώτη φορά, αρχές του ’60, όταν νεοερχόμενη στη Μελβούρνη, μας είχε καλέσει η κοινή φίλη Μαίρη Καρύδη, σε τραπέζι ένα κυριακάτικο μεσημέρι, μαγειρεύοντας τη σπεσιαλιτέ της που ήταν και το αγαπημένο μενού, όπως κατάλαβα αργότερα, του ζεύγους Κουρή.
Πρώτο πιάτο παστίτσιο και κυρίως πιάτο μισά πετειναράκια με μπάμιες. Και τα δύο θεϊκά!
Μου είχε κάνει τότε εντύπωση ότι ο Αλφρέδος μονοπωλούσε σχεδόν τη συζήτηση, χωρίς, όμως, αυτό να ενοχλεί.
Σ’ ένα απόγευμα, είχα πληροφορηθεί, πόσοι Έλληνες νεομετανάστες έμεναν στη Μελβούρνη, ποιες ήταν οι ασχολίες τους, πώς λειτουργούσε η Κοινότητα, και πόσο «πίσω από την Ευρώπη ήταν η Αυστραλία».
Σ’ αυτό, χρόνια μετά, θα ζητούσε τη συνδρομή μου, όταν, αρχές του ’80, θα με επιστράτευε, ως μέλος της επιτροπής Make Melbourne Brighter Committee.
Ήταν η ίδια η επιτροπή -ανανανεωμένη- που επέτυχε στην εκστρατεία του ’69-’70 να μένουν τα καταστήματα ανοιχτά μέχρι τις 9 το βράδυ «για να μπορεί ο κόσμος να χαίρεται τα ψώνια και όχι να μπαίνει στα μαγαζιά με το σάντουιτς στο χέρι το μεσημέρι για ν’ αγοράσει κοστούμι», όπως έλεγε και όπως το είχε εξακριβώσει ιδίοις όμμασι στα δικά του καταστήματα Alfredo’s Mensweαr.
Όλοι μαζί, οικογένια και μη στο πλάι του Αλφρέδου
«Γιατί θα πρέπει η Αυστραλία να ζει στο μεσαίωνα;» ήταν η απορία του και έκανε το παν για να τη φέρει στα «μέτρα της Ευρώπης». Αυτή τη φορά τον απασχολούσε η άδεια ποτού. Το γεγονός ότι τα εστιατόρια και οι παμπ είχαν μεγάλους περιορισμούς όσον αφορούσε την ώρα που επιτρεπόταν να σερβίρουν οινοπνευματώδη ποτά.
Την ίδια εποχή, η καμπάνια περιελάμβανε και το δικαίωμα που έπρεπε να έχουν τα εστιατόρια να σερβίρουν τους πελάτες τους και έξω, αν επιθυμούσαν. Και στα δύο θέματα επέτυχε και ο θρίαμβος, βέβαια, ήταν εντυπωσιακός.
ΤΟ FLORENTINO
Του άρεσε, ιδιαίτερα το «Florentino». «Όχι το επάνω. Αυτό είναι καλό για τα ραντεβουδάκια» έλεγε, χαμογελώντας, με το χαρακτηριστικό περιπαιχτικό του ύφος.
«Το κάτω, το έξω, είναι το κάτι άλλο. Με τα δέντρα, την κίνηση, τη ζωή γύρω σου. Γιατί το φαγητό δεν είναι μόνο για να γεμίζεις το στομάχι σου, έτσι;».
Σήμερα γράφω για τον Αλφρέδο που γνώρισα.
Ήταν από τους πρώτους που με ενθάρρυναν ‘να μπω στον ανδροκρατούμενο χώρο της δημοσιογραφίας». Την είσοδο, βέβαια, την είχα κάνει μόνη μου, όταν ένα απόγεμα Παρασκευής, σε ανύποπτο χρόνο, εισέβαλα στο γραφείο του αείμνηστου διευθυντή-εκδότη του «Πυρσού», Μιχάλη Μιχαηλίδη, και ούτε λίγο ούτε πολύ, του ζήτησα να μου δώσει την ευκαιρία να του δείξω τι μπορώ να προσφέρω.
Τρία δείγματα, εξασφάλισαν τότε τη θριαμβευτική πρόσληψή μου, στην πορεία εντούτοις ένα τολμηρό διάβημα του εργοδότη μου, έφερε τα πάνω-κάτω και στη δική μου καριέρα.
Αποτέλεσμα, ο «Πυρσός», να περιέλθει στα χέρια του αρχισυντάκτη Αθανασίου Χάνου, του Αλφρέδου Κουρή και του Λυκιαρδόπουλου.
«Εσύ, δεν πας πουθενά. Μένεις» είπε, μέσα στη γενική σύγχυση που επικράτησε, απευθυνόμενος σε μένα, ο Κουρής. Τον κοίταξα αποσβολωμένη. «Δεν πιστεύω να πας στους κομμουνιστές», το έθεσε όσο πιο απλά και ωμά μπορούσε, κάνοντας νεύμα προς την Russell Street.
Από την αρχή, και τον ευγνωμονώ γι’ αυτό, μ’ έριξε στα βαθιά, υπενθυμίζοντάς μου ότι ‘είμαι καλή στο κολύμπι’.
ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Τα χρόνια που ακολούθησαν, οι δρόμοι μας διασταυρώθηκαν πολλές φορές, μέσα στους έντονους ρυθμούς της παροικίας, όπου η δράση του υπήρξε μοναδική και θα μείνει στην ιστορία.
Μια πτυχή που δεν φαίνεται να φωτίζεται, στα όσα λέγονται και γράφονται για τον Αλφρέδο Κουρή, αυτές τις μέρες, είναι η απόφασή του, το ’76, να επιστρέψει στη γενέτειρα, όπου έμεινε σχεδόν μία πενταετία.
Ένα χρόνο αργότερα, βρισκόμουν κι εγώ εκεί. Από τότε συνδύαζα τα ταξίδια μου στο εξωτερικό με τη δουλειά μου. Κοίταζα παντού, για θέματα κι ας ήμουν σε διακοπές.
Είχα ακούσει ότι «ο Κουρής έμαθε τους Αθηναίους πώς να κάνουν ντους πολιτισμένα».
Κατά τύχη, πέφτω στη διαφήμιση: PRETTY Ντουζιέρες – Πώς να κάνετε ντους, χωρίς να τα κάνετε μούσκεμα».
«’Εξυπνο» σκέφθηκα.
Εντόπισα εύκολα τον Αλφρέδο και τη Μίτση, που πραγματικά χάρηκαν πολύ για τη συνάντησή μας και με κάλεσαν το ίδιο βράδυ να βγούμε στη «Νεράιδα».
Eκεί, με την Μαρινέλα και τον Τόλη Βοσκόπουλο ντουέτο στο «Πριν χαθεί το όνειρό μας», ο Αλφρέδος και η Μίτση με «έμπασαν» στα μυστικά της εφεύρεσης που «έχει τρελάνει τους Αθηναίους».
Ήταν πραγματικά μια αξέχαστη βραδιά από πλευράς ψυχαγωγίας, αλλά και αποκαλύψεων, που μιλούσαν έντονα για το επιχειρηματικό δαιμόνιο του ανθρώπου που πραγματικά δεν γνώριζε σύνορα!
Τώρα, τι άλλο να πω, τι άλλο μπορώ να πω που δεν είναι γνωστό για τον γίγαντα αυτόν της παροικίας που μέχρι τελευταία, όταν οι φυσικές του δυνάμεις τον είχαν σχεδόν εγκαταλείψει, εξακολουθούσε να επεμβαίνει εύστοχα, δυναμικά, σ’ ό,τι γινόταν, όχι μόνο στον παροικιακό, αλλά και στον ευρύτερο αυστραλιανό και ελλαδικό χώρο, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια με την κρίση που μαστίζει τη γενέτειρα και τον πονούσε κατάσαρκα.
«Μην ξεχνάς ότι είμαι παιδί της κατοχής!» μου είχε υπενθυμίσει στην τελευταία μας συνάντηση.
Καλό σου ταξίδι Αλφρέδο! Το μόνο βέβαιο είναι ότι και από κει που βρίσκεσαι θα μας παρακολουθείς και θα έχεις άποψη για όλα…