Όταν μιλά κανείς για τον Christopher King, ο όρος “αρχαιολόγος ήχων” είναι μεν ταιριαστός, αλλά δεν αρκεί για να περιγράψει το πολυσχιδές του έργο στη δισκογραφία. Ως επιμελητής συλλογών μουσικής, έχει φτάσει μέχρι και τα περίφημα Βραβεία Grammy, ενώ η δουλειά του έχει επηρεάσει μεγάλες μορφές της σύγχρονης μουσικής, όπως ο Nick Cave, ο Tom Waits και ο θρυλικός Johnny Cash.
Φανατικός συλλέκτης παλαιών δίσκων γραμμοφώνου 78 στροφών, δεν σταματά ποτέ την σχολαστική αναζήτηση, επεξεργασία και αρχειοθέτηση ηχογραφήσεων του παρελθόντος.
Παρά το ότι θεωρείται διεθνώς μία από τις αυθεντίες στο είδος του, ήταν οπωσδήποτε έκπληξη το ότι κατάφερε να πείσει μία δισκογραφική εταιρία που ειδικεύεται στον πιο ακατέργαστο ήχο της αμερικανικής μουσικής, όπως είναι η αμερικανική Third Man Records, του γνωστού ρόκερ Jack White, να κυκλοφορήσει μία συλλογή ελληνικής μουσικής.
Με τον χαρακτηριστικό τίτλο ‘Why the Mountains are Black’ (“Γιατί είναι μαύρα τα βουνά”), το διπλό CD περιλαμβάνει 28 κομμάτια παραδοσιακής μουσικής της ελληνικής υπαίθρου, ηχογραφημένα μεταξύ του 1907 και του 1960.
Πρόκειται για ένα ταξίδι στον χώρο και τον χρόνο, από αυτά που δύσκολα κάνει κανείς πια σήμερα. Για το δυτικό αυτί, αυτοί οι εξωτικοί ήχοι είναι μια πύλη σε μία άλλη πραγματικότητα. Αλλά ακόμη και όσοι είναι εξοικειωμένοι με την δημοτική μουσική, θα εκπλαγούν με τις επιλογές που υπάρχουν εδώ, με την συναισθηματική δύναμη αυτών των κομματιών και την μαγευτική ατμόσφαιρα που δημιουργούν.
Αυτή, φυσικά, δεν είναι η πρώτη συλλογή του είδους που υπογράφει ο Chris King. Έχει ήδη εκδώσει μία σειρά δίσκων Ηπειρώτικης μουσικής, κερδίζοντας τον τίτλο του “επίτιμου πολίτη” της Βίτσας, τίτλο που υπερασπίζεται συγγράφοντας ένα βιβλίο πάνω στα Ηπειρώτικα (το οποίο πρόκειται να εκδοθεί στην Νέα Υόρκη, από τον οίκο W.W. Norton & Co. ).
Είναι, όμως, αυτό το πρόσφατο έργο που έχει προσελκύσει νέο ενδιαφέρον για την παραδοσιακή ελληνική μουσική, συστήνοντάς την σε ένα νέο και ανήσυχο κοινό. Αυτές οι ηχογραφήσεις, που έγιναν οι περισσότερες στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, στην Αθήνα και τη Νέα Υόρκη, δείχνουν μία μουσική πολύ πέρα από τα μπουζούκια και το στερότυπο του Ζορμπά. Πρόκειται για μουσική που έπαιζε σημαντικό συνεκτικό ρόλο στον κοινωνικό ιστό. Ο ίδιος ο King, στο γλαφυρό σημείωμα του δίσκου, περιγράφει την τελετουργική αξία της μουσικής και το πώς συνδέονται αυτοί οι ήχοι με την κοινωνία που τους δημιούργησε.
Μιλώντας στον “Νέο Κόσμο”, ο παραγωγός περιγράφει τη σχέση του με την ελληνική μουσική και την ιδέα πίσω από αυτήν την συλλογή.
Πώς δημιουργήθηκε η συλλογή “Why the Mountains are Black”;
Αυτή η συλλογή υπάρχει στο μυαλό μου εδώ και έξι χρόνια. Αποτελεί μέρος μιας σειράς δίσκων-συλλογών μουσικής που προσεγγίζει βαθιά φιλοσοφικά θέματα μέσα από το πρίσμα της ελληνικής δημοτικής μουσικής, της Ηπείρου, της Κρήτης και της Μικράς Ασίας. Το κεντρικό φιλοσοφικό θέμα στη συγκεκριμένη συλλογή είναι το ζήτημα του κακού και του θανάτου, όπως το προσέγγισαν οι Έλληνες στο παρελθόν μέσα από την μουσική τους. Αυτή η συλλογή -όπως όλη η σειρά- συνδέεται άμεσα με την υπόλοιπη δουλειά μου, καθώς δεν με ενδιαφέρει να παρουσιάζω τις παλιές ηχογραφήσεις με πληροφοριακό ή διδακτικό τρόπο. Προσπαθώ να λέω μία προσωπική ιστορία μέσω της μουσικής. Υπάρχουν πολλές οπτικές γωνίες από τις οποίες μπορεί να αφηγηθεί κανείς μια ιστορία: μπορεί να την πει από την πλευρά του νικητή ή του ηττημένου, από την οπτική γωνία ενός ποντικού ή ενός ταξιδιώτη στον χρόνο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, προτίμησα να πω την ιστορία από φιλοσοφικής πλευράς”.
Πώς ανακαλύψατε την ελληνική μουσική;
“Το ενδιαφέρον μου ξεκίνησε όταν ανακάλυψα ένα μικρό πακέτο δίσκων 78 στροφών με Ηπειρώτικα, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού μου στην Κωνσταντινούπολη. Από τότε ανέπτυξα μια εμμονή. Προσπαθώ να αποκτήσω όσο περισσότερους δίσκους γραμμοφώνου μπορώ, όχι μόνο με Ηπειρώτικα. Συλλέγω, επίσης, τα πιο συγκινητικά, τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα δημοτικής μουσικής από τη Θράκη, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, την Πελοπόννησο, τη Μικρά Ασία, την Κρήτη και τα νησιά της Ελλάδας. Ο πρώτος δίσκος που άκουσα ήταν ένας σκάρος του Κίτσου Χαρισιάδη. Αμέσως ένιωσα ότι μπορούσα να ακούσω κάτι πίσω από τη μουσική, κάτι θεραπευτικό, οικείο και μυστηριώδες ταυτόχρονα. Αυτό μου τράβηξε το ενδιαφέρον, με έκανε να θέλω να κατανοήσω τη δομή, τόσο μέσα όσο και έξω από την μουσική. Ποιες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες δημιούργησαν αυτήν τη μουσική και την ανάγκη γι’ αυτήν την μουσική; Το ερώτημα “ποιος είναι ο σκοπός αυτής της μουσικής” έχει γίνει τώρα μια εμμονή που με απασχολεί σε όλη τη ζωή μου. Κάθε φορά που παίρνω έναν νέο δίσκο ελληνικής μουσικής, είναι σαν να ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο σ’ αυτήν την αέναη αναζήτηση. Συνεχώς ψάχνω τρόπο να καταλάβω πώς λειτουργούσε αυτή η μουσική για τους Έλληνες στην ύπαιθρο και πώς αυτά τα “λειτουργικά μαθήματα” θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν σήμερα. Την ίδια στιγμή, συγκεκριμένες ηχογραφήσεις, όπως αυτές του Αλέξη Ζουμπά, απλώς με κάνουν να νιώθω ταπεινός, με το μεγαλείο και την δύναμή τους. Κάθε φορά που τις ακούω, μοιάζουν καινούριες και γεμάτες μυστήριο.
Είχατε ένα συγκεκριμένο είδος ακροατή, όταν κάνατε αυτήν τη συλλογή;
Η αλήθεια είναι ότι η συγκεκριμένη συλλογή απευθύνεται σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, σε οποιονδήποτε τυχαίνει να έχει την διανοητική περιέργεια και την ικανότητα να ακούσει σε βάθος. Πιστεύω ότι έχουμε όλοι την έμφυτη προδιάθεση να επηρεαζόμαστε από την μουσική, αλλά κάποιοι άνθρωποι είναι από την φύση τους πιο επιρρεπείς στην ιδέα ότι η μουσική μπορεί να τούς αλλάξει. Προφανώς, αυτή η μουσική δεν είναι απλώς για διασκέδαση, όπως είναι η πλειοψηφία της μουσικής που παράγεται σήμερα. Πιστεύω ότι αυτό είναι το ‘κλειδί’ για την κατανόηση αυτής της μουσικής. Οι προθέσεις της είναι βαθύτερες από την απλή ακρόαση ή την διασκέδαση. Κατά βάθος, είναι ένα εργαλείο επιβίωσης και όλοι έχουμε ανάγκη τέτοια εργαλεία.
Στο σημείωμα του άλμπουμ, περιγράφετε με λεπτομέρεια το κοινωνικό πλαίσιο της μουσικής και την λειτουργία της μέσα στην κοινωνία που δημιουργήθηκε. Πώς πιστεύετε ότι μπορεί να λειτουργήσει η ίδια μουσική σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο, όπως είναι οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες;
Ταξιδεύω στην Ελλάδα όσο πιο συχνά μπορώ, κυρίως για να παρακολουθήσω πανηγύρια στην Ήπειρο. Έτσι είμαι σε θέση να συγκρίνω το πώς ήταν το πλαίσιο σε σχέση με το πώς είναι σήμερα, να αντιπαραβάλλω το τότε με το τώρα. Παρά το ότι η ελληνική ύπαιθρος του 21ου αιώνα είναι διαφορετική από την επαρχία του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, υπάρχουν αρκετές ομοιότητες που με έχουν πείσει πως αυτή η λειτουργία υπάρχει ακόμη στην μουσική και πώς είναι εύκολο να αποκατασταθεί το πλαίσιο μέσα στην κοινωνία ενός χωριού. Στο κεντρικό Ζαγόρι, για παράδειγμα, στο χωριό της Βίτσας, αυτό το πλαίσιο υπάρχει ακόμη και οι άνθρωποι αισθάνονται την μουσική σε βάθος, την ακούν σαν να είναι φάρμακο. Υπάρχει ένα πολύ ισχυρό αίσθημα πολιτιστικής ταυτότητας εδώ και πολλές γενιές που πηγαίνει μαζί με μία άρνηση πλήρους ενσωμάτωσης και συμμόρφωσης με τις επιταγές της παγκοσμοποίησης, της ευρωπαιοποίησης και αυτού που αποκαλώ “υφέρπουσα προαστικοποίηση”. Φυσικά, η Ελλάδα είναι ακόμη πολύ στενά συνδεδεμένη πολιτιστικά με την Ορθόδοξη Εκκλησία, μέσω παραδοσιακών αξιών και της δικής της ξεχωριστής αντίληψης περί ταυτότητας. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν το γενικότερο πλαίσιο έχει αλλάξει, δεν υπάρχει λόγος να πιστεύει κανείς ότι δεν μπορεί να αποκατασταθεί, να θεωρηθεί ξανά ως κάτι μοναδικά “Ελληνικό”. Η μουσική και ο πολιτισμός της ελληνικής υπαίθρου, ειδικά της Ηπείρου, είναι ένα ανεκτίμητο πολιτισμικό περιουσιακό στοιχείο που όμοιό του δεν έχει καμία άλλη Ευρωπαϊκή χώρα.
Η μουσική αυτή έχει έναν σχεδόν μυστικιστικό, ιαματικό σκοπό. Ποιες πληγές θα θεράπευε σήμερα;
Νομίζω ότι η ιαματική, κατευναστική, θεραπευτική λειτουργία αυτής της μουσικής, θα μπορούσε να γιατρέψει κάθε είδους πνευματικό ή ψυχολογικό τραύμα. Για χιλιάδες χρόνια έχει υπάρξει ένα ισχυρότατο γιατρικό. Για παράδειγμα, τα παραδοσιακά μοιρολόγια που έχω συλλέξει, καταδεικνύουν το είδος της τρομακτικής δύναμης που έχει αυτή η μουσική σε όσους την ακούν εις βάθος, που ξέρουν πώς να ακούσουν. Όταν ακούω ένα μοιρολόγι ή έναν σκάρο να παίζεται με τον κατάλληλο τρόπο, νιώθω να λύνονται κάποιοι κόμποι εσωτερικά, σαν να θεραπεύομαι. Αλλά δεν πιστεύω ότι αυτή η αντίδραση είναι κάτι σπάνιο: οι περισσότεροι άνθρωποι, αν αφεθούν, θα νιώσουν αυτό που έχει να προσφέρει η μουσική.
Ποια άλλα σχέδια έχετε δρομολογήσει για το μέλλον;
Η βασική μου έννοια μέχρι το τέλος της χρονιάς, είναι να ολοκληρώσω την πρώτη γραφή του πρώτου μου βιβλίου “Θρήνος από την Ήπειρο”. Πρόκειται, ουσιαστικά, για ένα μουσικό ταξιδιωτικό χρονικό, όπου συνδυάζω τη φιλοσοφική αναζήτηση, με την ανθρωπολογία και την ιστορική έρευνα, για να πω την ιστορία μιας αρχαίας μουσικής από την βόρεια Ελλάδα. Μόλις ολοκληρωθεί η πρώτη γραφή, θα εκδώσω μία συλλογή με ηχογραφήσεις του Κίτσου Χαρισιάδη, καθώς και ένα διπλό άλμπουμ με μικρασιατική μουσική από δίσκους 78 στροφών που έχω στο αρχείο μου. Ελπίζω επίσης να βγάλω μία συνοδευτική συλλογή μουσικής και βίντεο για το βιβλίο. Έχω κατά νου τουλάχιστον πέντε συλλογές παλιών ηχογραφήσεων ελληνικής μουσικής. Τέλος, θα δουλέψω με μια σειρά πολιτιστικών οργανισμών στο Ζαγόρι που προσπαθούν να προσελκύσουν “πολιτιστικό τουρισμό” στην περιοχή.
Πώς γίνατε συλλέκτης;
Συλλέγω δίσκους γραμμοφώνου από τότε που ήμουν 15 ετών. Ο πατέρας μου ήταν συλλέκτης και με βοήθησε, αλλά δεν είχα ανακαλύψει αυτό που πραγματικά έψαχνα, μέχρι που βρήκα ένα μικρό πακέτο από απίστευτους δίσκους με blues, country και θρησκευτική μουσική από την δεκαετία του ’20, καταχωνιασμένους σε μία αποθήκη στο σπίτι των παππούδων μου. Από τότε, είμαι σε αναζήτηση αυτού του ήχου.
Αν δεν υπήρχαν άνθρωποι όπως εσείς, όλες αυτές οι ηχογραφήσεις θα χάνονταν πιθανότατα στην λήθη. Πόσο σημαντικό σας είναι να ανακαλύπτετε τέτοιες ηχογραφίσεις και να τις παρουσιάζετε σε ένα σύγχρονο ακροατήριο;
Αυτή είναι όλη μου η ζωή. Κι αν σταθώ τυχερός, θα παραμείνει η βασική μου εμμονή, το πάθος και ο βιοπορισμός μου για το υπόλοιπο της ζωής μου. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα μπορούσα ποτέ να κάνω οτιδήποτε άλλο. Αυτή η δραστηριότητα -η εξερεύνηση, η διατήρηση και η ανάλυση της πρότερης λαϊκής μουσικής- με αποζημιώνει και με το παραπάνω. Υπάρχει καλύτερη δουλειά;