Το Γενάρη του 2008 είχα πάει στην Ελλάδα να δω παιδιά, εγγόνια και δικούς που ζουν εκεί.  Κοντεύουν δυο χρόνια από τότε. 

Άσχημος εκείνος ο χειμώνας.  Κρύο, χιόνια, γρίπη η παλιά, η γνωστή μας γρίπη η κανονική που λέμε.

Δεν με πείραζε ο καιρός, την αγαπώ την Αθήνα μουσκεμένη και ηλιοκαμένη, όπως να είναι την αγαπώ και την χαίρομαι.

Χιονισμένη Αθήνα δεν βλέπαμε εύκολα τα παλιά χρόνια.  Ο εθνικός κήπος, το Μνημείο του αγνώστου στρατιώτη, το Σύνταγμα, ο Λυκαβηττός και η Ακρόπολη αλλάζουν όψη με το χιόνι, ομορφαίνουν.

Μοιάζει σαν να σκεπάζει τις ατέλειες και να τονίζει τις όμορφες  γραμμές της πόλης το χιόνι.

Μόνο τη φτώχεια δεν μπορεί να την σκεπάσει το χιόνι, φαίνεται.  Κι’ όσο κι’ αν το ρίχνει , κι’ όσο κι’ αν οι τούφες του χιονιού πέφτουν μερόνυχτα, οξύμωρα, αντί να την σκεπάσει τη φτώχια, τη γδύνει.  Έτσι τουλάχιστο το είδα εγώ.

  
Πέρασα και από την «ζεστή γωνιά», εκεί που ο Δήμος Αθηναίων με την βοήθεια της Αρχιεπισκοπής προσφέρει ένα ζεστό πιάτο φαγητό, χειμώνα καλοκαίρι.  Λένε πως το χειμώνα είναι πιο νόστιμο το φαγητό.

– Είσαστε της Τοπικής Αυτοδιοίκησης;  Με ρώτησε μια γλυκιά κοπέλα.
– Όχι κορίτσι μου.  Έτσι πέρασα να δω.
– Μήπως έχετε έλθει για έλεγχο;
– Όχι δεσποινίς μου.  Είμαι ξένος.  Είχα ακούσει για τα συσσίτια του Δήμου και ήθελα να πάρω μια ιδέα.
Σήκωσε τους ώμους της και στο πρόσωπό της ζωγραφίστηκε μια εικόνα αμφιβολίας και απορίας.

Ξαφνικά κάποιος διπλωμένος με μια χακί χλαίνη, πλησίασε προς το μέρος μου και εξηγήθηκε ρωτώντας με:
– Σχεδόν όλες τις ημέρες της βδομάδας έρχομαι πρώτος. Μ’ αφήνει η γυναίκα που δουλεύει στην κουζίνα και περνάω. Εσύ από που ξεφύτρωσες;  Πως μπήκες μέσα;
– Περνούσα απ’ έξω είδα φως και μπήκα.  Τι ώρα θ’ αρχίσει το σερβίρισμα καπετάνιε;
– Πλάκα μου κάνεις;  Θέλουμε μία ώρα και βάλε.  Ωραίο παλτουδάκι. Που το κονόμησες;

Είπαμε πολλά. Μου μίλησε και για τα Χριστούγεννα.  Τα Χριστούγεννα τα καλά, τα πονεμένα αυτά της δυστυχίας και αυτά που πέρασαν  και είχαν καλό και μπόλικο φαγητό.  Δεν θα συνεχίσω περιγράφοντας μια πλευρά της ζωής που την ξέρουμε και πιθανόν να θέλουμε να την ξεχάσουμε. Ζωή είναι αυτή.  Άλλους τους τραβά και τους σέρνει κι’ άλλους τους ακολουθεί σαν σκυλάκι.  Ζωή είναι, θα περάσει.

Θα συνεχίσω με κάποια Χριστουγεννιάτικη Μελβουρνιώτικη, αστεία ιστορία, έτσι για ν’ αλλάξει λίγο η διάθεση.
Δύο πτωχοί συμπατριώτες μας βλέπουν πως πλησιάζουν οι γιορτινές ημέρες και σκέπτονται πως … δεν θα την «βγάλουν καθαρή» και με τη φτώχια που τους δέρνει, δεν θα μπορέσουν ν’ αγοράσουν ούτε ένα μπουκαλάκι κρασί να γιορτάσουν την Γέννηση του Θεανθρώπου.
Ξαφνικά το πρόσωπο του ενός φωτίστηκε και σαν άλλος Αρχιμήδης αναφώνησε:  «Το βρήκα, το βρήκα θα γράψουμε στο Θεό και θα τον παρακαλέσουμε να μας στείλει ένα χιλιάρικό να την βγάλουμε, χρονιάρες ημέρες που έρχονται.»  Πιστοί Χριστιανοί και οι δύο, πήραν χαρτί και μολύβι και στράφηκαν προς την τελευταία τους ελπίδα.

«Πανάγαθε, Μεγαλοδύναμε Θεέ μας,
Είμαστε ο Βαγγέλης και ο Θωμάς, Παντογνώστης είσαι και τα ξέρεις.
Είμαστε σε δύσκολη κατάσταση και σε παρακαλούμε να μας στείλεις ένα χιλιάρικο να την βγάλουμε κι’ εμείς αυτές τις δύσκολες χρονιάρες ημέρες.
Φιλούμε το χέρι Σου γονατιστοί.  Σε ευχαριστούμε εκ των προτέρων.

Πιστοί Έλληνες Χριστιανοί
Βαγγέλης Κ… και Θωμάς Μ…»
Γράψανε στο φάκελο  «Προς τον Μεγαλοδύναμο Θεό,  Ενταύθα», συμπλήρωσαν τα ονόματά τους και διεύθυνση στον αποστολέα, έβαλαν και 55 σεντς γραμματόσημο και το έριξαν στο κουτί του Ταχυδρομείου.  Ο υπεύθυνος της διαλογής του Ταχυδρομείου, Έλληνας κι’ αυτός, μόλις είδε πως οι αποστολείς είχαν ελληνικά ονόματα, έστειλε το γράμμα στην Αρχιεπισκοπική περιφέρεια της Μελβούρνης, στον Άγιο Ευστάθιο.  Το είδε ο Επίσκοπος κ. Ιεζεκιήλ, έβαλε τα γέλια και το έδειξε και στο Αρχιεπίσκοπο μας, που συμπτωματικά βρισκόταν για σύντομη επίσκεψη στην Μελβούρνη.  Ο Αρχιεπίσκοπος το διάβασε, χαμογέλασε και είπε στον Επίσκοπο, να τους στείλει $500.

Χαρές και πανηγύρια ο Θωμάς και ο Βαγγέλης μόλις έλαβαν τα πεντακόσια δολάρια.  Πρώτη τους δουλειά να … πιούνε μερικές κούπες κοκκινέλι στη δόξα του Θεού και η… δεύτερη να ευχαριστήσουν τον Μεγαλοδύναμο για το δώρο που τους έστειλε, με μια ευγενική ολιγόλογη επιστολή:
«Μεγαλοδύναμε, μεγάλο το όνομά Σου.  Σ’ ευχαριστούμε για το δώρο, σ’ ευχαριστούμε πολύ.  Πανάγαθε σε παρακαλούμε θερμά, αν μας ξαναστείλεις κάτι, μην το στείλεις με την Αρχιεπισκοπή γιατί αυτοί εκεί κρατάνε τα… μισά.

Φιλούμε το χέρι σου γονατιστοί   
Βαγγέλης και Θωμάς οι Πιστοί Χριστιανοί
Χρόνια Πολλά