Ο,ΤΙ είχαμε να πούμε για την κρίση (που τελειωμό δεν έχει) το είπαμε.

ΑΣΕ που ό,τι και αν προσθέσουμε «μια από τα ίδια» θα είναι.

ΟΣΟΙ, λοιπόν, θέλετε να μάθετε περισσότερα, δείτε τα δελτία ειδήσεων και τις σχετικές εκπομπές των ελληνικών καναλιών.

«ΔΟΞΑ τω θεώ» όλοι με την κρίση ασχολούνται, καθημερινά εδώ και επτά χρόνια.

ΑΚΟΜΑ και οι τηλεπερσόνες, που λαμβάνουν μέρος στις… lifestyle εκπομπές, για την κρίση μιλούν κρατώντας χαρτομάντιλα στο χέρι.

ΚΑΙ ο Αισχύλος αν ζούσε στη σημερινή Ελλάδα, στην οικονομική κρίση θα αφιέρωνε τις τραγωδίες του.

ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ: στην Ελλάδα δεν ήλθα να κάνω διδακτορική διατριβή για την κρίση, αλλά για να ησυχάσω και να ξελαμπικάρει το μυαλό μου.

ΝΑ ξεφύγω από την πολυκοσμία, τα μποτιλιαρίσματα, την πλήξη που μου προκαλούσε η ρουτίνα της καθημερινότητας, η τηλεόραση και ο καναπές του σαλονιού μου.

ΕΧΩ βαρεθεί την αγγλοσαξονική τάξη, τους κανόνες, τις απανωτές πληρωμές λογαριασμών και προστίμων και την ακραία… πολιτική ορθότητα της αυστραλιανής κοινωνίας, που σου δίνει την αίσθηση ότι ζεις σε οργανωμένη προσκοπική κατασκήνωση.

ΚΑΙ μόνο η σκέψη ότι ζω στη Μελβούρνη (the most… livable city of the world!), είναι αρκετή για να εκτροχιάζει τον ψυχισμό μου.

ΑΠ’ Ο,ΤΙ φαίνεται, δεν μου ταιριάζουν οι… πολιτισμένες και ήσυχες μεγαλουπόλεις σαν τη Μελβούρνη. Τις βρίσκω βαρετές και αυτές και τους κατοίκους τους.

ΣΥΓΝΩΜΗ, αλλά τι αναμνήσεις θα έχει ένας χριστιανός, που έχει ζήσει όλη του τη ζωή στη Μελβούρνη (στο σπίτι του… Μεγάλου Αδελφού) όταν γεράσει;

ΟΤΙ ποτέ δεν παραβίασε σηματοδότη, δεν ενόχλησε κανέναν και δεν ενοχλήθηκε από συμπολίτη του;

ΤΙ θα θυμάται, ρε αδελφέ; Ότι ζούσε σε μια… άκαπνη ανθρώπινη πόλη, με μεγάλα καταπράσινα πάρκα και είχε την ευκαιρία να βγάζει βόλτα το σκύλο του και να μαζεύει τα «κακά του», για να μη λερώσει το πάρκο;

Ή ότι οι γείτονές του έκοβαν τακτικά το χορτάρι και κάθε Κυριακή πρωί έπλεναν το αυτοκίνητό τους;

ΕΙΝΑΙ τόσο ίδια μεταξύ τους όλα αυτά, που και να θέλεις να τα θυμηθείς δεν θα μπορείς.

ΚΑΤΑ τη γνώμη μου, είναι σαν να έχεις γεννηθεί με Αλτσχάιμερ. Αυτή η πληκτική βαρεμάρα της Μελβούρνης, που λατρεύει τον αθλητισμό και την υγιεινή ζωή, με ανάγκασε για άλλη μια φορά να δραπετεύσω για όσο καιρό τα καταφέρω.

ΔΕΝ μπορώ ακόμα να καταλάβω γιατί συνεχίζω να ταλαιπωρούμαι σε μια τέτοια πόλη που δεν μου λέει πια τίποτα.

ΓΙΑ να ξεπληρώνω το διαμέρισμα στη St. Kilda, δίπλα στη θάλασσα, που αποφεύγω πολλές φορές να βλέπω, γιατί το χρώμα της, τις περισσότερες μέρες του χρόνου, μου θυμίσει σούπα από μανιτάρια;

Ή για να πληρώνω τους λογαριασμούς και τα πρόστιμα όταν παραβιάζω τα όρια ταχύτητας κατά 5 χιλιόμετρα την ώρα ή δεν παρκάρω κανονικά τη μηχανή στο πεζοδρόμιο;

ΑΠΟ το χωριό μου έως την Τρίπολη δεν υπάρχουν ούτε μπάτσοι ούτε σηματοδότες, ενώ τις περισσότερες φορές, κατά τη διάρκεια της διαδρομής των 10 χιλιομέτρων, δεν συναντώ άλλο αυτοκίνητο στο δρόμο.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ, μάλιστα, το χωριό απέκτησε, μετά από 30 χρόνια και δικό του καφενείο, που σημαίνει ότι ούτε στην Τρίπολη δεν είμαι υποχρεωμένος να πηγαίνω για να πιω καφέ και να συναντηθώ με κάποιον γνωστό.

ΑΥΤΟ, όμως, που δεν αναπληρώνεται με τίποτα είναι ότι απαλλάχθηκα και από την πλήξη του γραφείου.

ΟΣΑ διαβάζετε, γράφονται από το μπαλκόνι του πατρικού μου σπιτιού με θέα το μεγαλύτερο μέρος του οροπεδίου της Τρίπολης.

Η θέση του σπιτιού, που βρίσκεται στην κορυφή του λόφου των Αγιωργήτικων, είναι προνομιακή, αφού μπορείς να βλέπεις όλα τα χωριά της γύρω περιοχής και της Τεγέας.

ΑΠΟ εδώ καταστρώνω όλες τις εξορμήσεις που κάνω για να επισκεφθώ τα χωριά της ορεινής Αρκαδίας στα οποία δεν έχω ξαναπάει.

ΠΡΙΝ, όμως, ξεκινήσω να γράφω για το μεγάλο ταξίδι στις βουνοκορφές της Πίνδου, της Μακεδονίας και της Θράκης, θα γράψω δυο κουβέντες για την επιστροφή μου στο χωριό μαζί με τη θεία μου Ρεβέκκα.

ΤΑ τελευταία χρόνια η θεία Ρεβέκκα ξεχειμωνιάζει δύο μήνες με την κόρη της τη Φωτεινή στη Σπάρτη και άλλους δύο με τον γιο της τον Λεωνίδα στην Τρίπολη.

ΦΕΤΟΣ ο γιος της, την κράτησε με το ζόρι στην Τρίπολη δυο-τρεις βδομάδες παραπάνω, μέχρι να πάω εγώ και να πάμε μαζί στο χωριό.

ΚΑΝΑΜΕ όλοι μαζί την Πρωτομαγιά Πάσχα στην Τρίπολη και όταν τελείωσαν τα λαμπριάτικα γλέντια, ξεκινήσαμε πριν νυχτώσει για το χωριό.

Η θεία ήταν μέσα στην τρελή χαρά, όχι μόνο γιατί θα έμενα μαζί της αρκετό καιρό, αλλά κυρίως γιατί γύρισε στο σπίτι της.

ΦΤΑΝΟΝΤΑΣ εκεί, αφού άνοιξε όλες τις πόρτες για να αεριστεί το σπίτι και έστρωσε τα κρεβάτια, κάλεσε με τα ονόματά τους τις δύο γάτες της, τις οποίες είχε να δει πέντε μήνες και τις τάισε…

ΑΥΤΗ παραμένει πολλές δεκαετίες τώρα, η πρώτη της δουλειά το πρωί και η τελευταία κάθε βράδυ.

ΤΟΥΣ χειμωνιάτικους μήνες που λείπει, πηγαίνει ο Λεωνίδας από την Τρίπολη, μέρα παρά μέρα και τους αφήνει φαγητό.

Η επόμενη δουλειά στον κατάλογο των προετοιμασιών που έπρεπε να γίνουν, ήταν να κουβαλήσουμε ξύλα από την αποθήκη και να ανάψουμε τη σόμπα, μιας και ο Μάης φέτος ήταν βροχερός και σχετικά κρύος.

ΣΤΗ συνέχεια φάγαμε κάτι για βραδινό και αφού μαζέψαμε το τραπέζι, γυρίζει και μου λέει: «Τελείωσαν οι δουλίτσες μας για σήμερα, το μόνο που μας απέμεινε να κάνουμε πριν πλαγιάσουμε, είναι να ανάψουμε και το καντήλι…

»ΚΑΙ τώρα που ανάψαμε και το καντηλάκι, να κάνω τρία-τέσσερα τηλέφωνα στις φιλενάδες μου και σε μια ανιψιά μου και έπειτα θα καθίσουμε να τα πούμε».

ΚΑΘΙΣΑΜΕ και μου ζήτησε να της δώσω τη συσκευή του τηλεφώνου που ήταν δίπλα στον καναπέ που καθόμουν εγώ.

«ΑΣΕ ρε θεία», της λέω, «να μου λες τα ονόματα και ποιες θέλεις να πάρεις από το βιβλιαράκι και θα παίρνω εγώ τον αριθμό να τους μιλήσεις».

«ΟΧΙ» μου λέει, «δεν θέλω το βιβλιαράκι με τα ονόματα. Το τηλέφωνο μόνο θέλω και θα τις παίρνω εγώ».

«ΚΑΛΑ» της λέω. Δεν θέλεις τα γυαλιά σου να δεις τα νούμερα; Θυμάσαι τον αριθμό απέξω; «Μόνο αυτόν» μου απαντά, «όλους τους αριθμούς τους θυμάμαι… ».

ΤΗΣ έδωσα τη συσκευή και όλο περιέργεια, περίμενα να δω τι θα κάνει. Σε πέντε έξι δευτερόλεπτα πήρε τον αριθμό, μίλησε ένα τρίλεπτο με την Αγνή, στη συνέχεια πήρε την επόμενη, μετά τις άλλες…

ΣΕ ένα τέταρτο της ώρας πήρε απέξω πέντε (ναι πέντε!) δεκαψήφιους αριθμούς. Δεν πίστευα αυτό που έβλεπα…

ΠΑΡΑΛΙΓΟ να πάθω εγκεφαλικό σας λέω. Αναρωτιόμουν πως είναι δυνατόν μια γυναίκα 95 χρονών (ναι, τόσο είναι η θεία Ρεβέκκα!) όχι μόνο να θυμάται τόσους αριθμούς, αλλά, να τους παίρνει και τόσο γρήγορα.

ΕΔΩ εγώ, σχεδόν 30 χρόνια νεότερος, δεν μπορώ να θυμηθώ τόσους αριθμούς, ούτε να τους πάρω τόσο γρήγορα.

ΣΤΗ συνέχεια, για να τσεκάρω τη μνήμη της, της έκανα δυο-τρεις ερωτήσεις για παλιές ιστορίες, που μου είχε πριν πολλά χρόνια διηγηθεί και θυμόμουν.

«ΜΑ στα έχω ξαναπεί αυτά ρε Μπάμπη», μου λέει, «δεν θυμάσαι»;

ΝΑ προσθέσω εδώ ότι, η πιο μεγάλη της αδελφή, η Αικατερίνη, πέθανε πριν λίγα χρόνια σε ηλικία 108 ετών και ο αδελφός της, ο Γιώργος, που ζει στην Αθήνα, είναι 102!

ΟΤΑΝ της είπα ότι της έχουν απομείνει 13 χρόνια για να ισοφαρίσει το ρεκόρ της αδελφής της και άλλα επτά να φτάσει τον Γιώργο, μου απάντησε: «έχω κουραστεί και βαρεθεί παιδάκι μου, δεν θέλω να ζήσω άλλο… ».

ΓΙΑ την θεία Ρεβέκκα όμως θα ξαναμιλήσουμε. Έχουμε χρόνια μπροστά μας…