«Οι Έλληνες του εξωτερικού μία από τις μεγαλύτερες πηγές εσόδων του Μουσείου Μπενάκη»

Ο νέος διευθυντής του Μουσείου Mπενάκη, Olivier Descotes μιλά στο «Νέο Κόσμο» για την συνεργασία με το Ελληνικό Μουσείο Μελβούρνης και τις προκλήσεις που ο ίδιος καλείται να αντιμετωπίσει

Ο ελληνικός πολιτισμός μαζί με τον τουρισμό θεωρούνται μία από τις πιο προσοδοφόρες πηγές εσόδων για την Ελλάδα. Εντούτοις, η οικονομική κρίση και οι τρόποι με τους οποίους η ελληνική Πολιτεία προσπαθεί τα τελευταία χρόνια να την αντιμετωπίσει, είχε ως άμεση συνέπεια τη δραματική μείωση των κυβερνητικών κονδυλίων προς όλους ανεξαιρέτως τους οργανισμούς και φορείς που προάγουν και προβάλλουν την πολιτιστική μας κληρονομιά εντός και εκτός των ελληνικών συνόρων.

Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στην περίπτωση του Μουσείου Μπενάκη, σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο, οι περικοπές των κονδυλίων φτάνουν πλέον το 70%. Ήταν, λοιπόν, αναμφισβήτητα, ζήτημα άμεσης προτεραιότητας για ένα από τα πλέον αξιόλογα πολιτιστικά ιδρύματα της Ελλάδας το να στραφεί στο εξωτερικό προκειμένου να αναζητήσει πόρους. Την ίδια στιγμή, η σχέση του Μουσείου Μπενάκη με τους Έλληνες του εξωτερικού ήταν -και παραμένει- ιδανική από κάθε άποψη, είτε αυτή αφορούσε την οικονομική ενίσχυση του ιδρύματος είτε τα συναισθήματα που οι εκτός Ελλάδας Έλληνες έτρεφαν και τρέφουν προς το υψηλού κύρους και σημαντικής προσφοράς, πολιτιστικό αυτό ίδρυμα. Στο πλαίσιο αυτό και με δεδομένη τη συγκυρία της κρίσης, ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια η δεκαετής συνεργασία του Μουσείου Μπενάκη με το Ελληνικό Μουσείο Μελβούρνης.

Η έναρξη αυτής της συνεργασίας με την έκθεση «Θεοί, Μύθοι και Θνητοί», αποτέλεσε σημαντικό πολιτιστικό γεγονός, όχι μόνο για τους Έλληνες της Αυστραλίας και για την πολιτιστική σκηνή της χώρας, αλλά και για το ευρύτερο κοινό. Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι το Μουσείο Μπενάκη, για πρώτη φορά στην ιστορία του, δάνειζε για μία ολόκληρη δεκαετία, ελληνικούς θησαυρούς που μέχρι τότε δεν είχαν ποτέ ταξιδέψει εκτός της χώρας που τους γέννησε, αλλά και το ότι ήταν, επίσης, η πρώτη φορά που δινόταν η ευκαιρία στο αυστραλιανό κοινό, μέσα από τα εκθέματα της έκθεσης αυτής, να δει μία «αφήγηση» του ελληνικού πολιτισμού από τα αρχαία χρόνια έως και την ανατολή του 20ού αιώνα.

Η μοναδικότητα αυτής της συνεργασίας, οι προκλήσεις της, αλλά και η διδακτική της αξία για το μέλλον του Μουσείου Μπενάκη, αποτέλεσαν και τους κύριους λόγους που οδήγησαν πριν από λίγες μέρες τον νέο γενικό διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη, τον Γάλλο Olivier Descotes, στην Αυστραλία.

Με αφορμή την επίσκεψή του στη Μελβούρνη όπου και εγκαινίασε την νέα έκθεση του Ελληνικού Μουσείου Μελβούρνης «Η Τέχνη του Κοσμήματος» -μία έκθεση που αποτελείται από μία συλλογή ελληνικών κοσμημάτων του Μουσείου Μπενάκη που χρονολογούνται από τον 17ο έως και τα τέλη του 19ου αιώνα-, ο «Νέος Κόσμος» μίλησε με το νέο ηγετικό στέλεχος του Μουσείου Μπενάκη, όχι μόνο για το μέλλον της συνεργασίας του με το Ελληνικό Μουσείο Μελβούρνης, αλλά και για τη σχέση της διασποράς με το ίδρυμα καθώς και για τη μελλοντική πορεία του Μουσείου Μπενάκη όπως την αντιλαμβάνεται ο κ. Descotes.

Βρίσκεστε ήδη ένα εξάμηνο στο Μουσείο Μπενάκη. Ποιες είναι οι μέχρι τώρα εντυπώσεις σας; 

Το Μουσείο Μπενάκη, όπως γνωρίζετε, είναι ένα ινστιτούτο με πολύχρονη ιστορία. Ξεκίνησε από τη δεκαετία του ’30 και πρέπει, οπωσδήποτε, να λάβουμε υπόψη μας ότι ο προηγούμενος διευθυντής του Μουσείου δούλεψε γι’ αυτό για 40 περίπου χρόνια και δούλεψε για να σχεδιάσει το Μουσείο. Το πρώτο μου βήμα ως διευθυντής του Μουσείου, ήταν να καταλάβω τον εννοιολογικό χάρτη που ανέπτυξε ο κ. Δεληβοριάς και πάνω στον οποίο ‘έχτισε’ το Μουσείο. Γιατί, βλέπετε, δεν είναι απλώς ένα μουσείο ελληνικού πολιτισμού, αλλά ένα μουσείο πολύπλευρο, γιατί ασχολείται για παράδειγμα και με την ισλαμική τέχνη και με άλλους πολιτισμούς. Και αυτό ακριβώς είναι που θεωρώ ως την πιο ενδιαφέρουσα πτυχή του Μουσείου. Είναι αυτό που μου έκανε και τη μεγαλύτερη εντύπωση, αυτή η ποικιλομορφία του, η πολυδιάστατη σχέση του με τον πολιτισμό που είναι ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα του ιδρύματος.

Πώς νιώθει ο νεαρής ηλικίας Γάλλος ως αντικαταστάτης του θρύλου που λέγεται Δεληβοριάς, ενός ανθρώπου με αποδεδειγμένο κύρος στον κόσμο της τέχνης και του πολιτισμού στην Ελλάδα και όχι μόνο;

Ο κ. Δεληβοριάς είναι, όντως, όπως τον περιγράψατε, ένας άνθρωπος με βαθιά γνώση του ελληνικού πολιτισμού, ενώ εγώ θα περιέγραφα τον εαυτό μου ως διευθυντή. Συνεπώς, νοιώθω δέος όταν σκέφτομαι την καριέρα, αλλά και τα επιτεύγματα του Άγγελου Δεληβοριά. Αλλά είναι ακόμα μαζί μας, είναι μέλος του Δ.Σ., οι απόψεις του συνεχίζουν να έχουν τη βαρύτητα που είχαν πάντα, συζητάμε, και για μένα είναι ένα είδος συμβούλου και εκτιμώ αφάνταστα αυτήν τη σχέση.

Είναι γεγονός ότι το Μουσείο Μπενάκη, τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες και αναφέρομαι στις οικονομικές. Ίσως γνωρίζετε ότι το Υπουργείο Πολιτισμού έχει περικόψει τα κονδύλια με τα οποία ενίσχυε το Μουσείο κατά 70%. Συνεπώς, για να επιζήσει το Μουσείο και για να συνεχίσει να επιτελεί το αξιόλογο έργο που επιτελούσε τόσα χρόνια, πρέπει να βρούμε νέους πόρους καθως και να αναπτύξουμε νέα στρατηγική – και αυτή είναι η δική μου δουλειά, κάτι που βέβαια έκανε και ο Άγγελος και τώρα χρειάζεται να διευρυνθεί.

Στην ουσία, αυτό που κάνω είναι να συνεχίσω το έργο του Άγγελου, γιατί και αυτός πάντα προσπαθούσε να βρει πόρους για το Μουσείο. Κατ’ αυτήν τη λογική, συνεχίζω αυτό που έκανε ο προκάτοχός μου. Είναι συνέχεια, αλλά και κάτι καινούριο, γιατί τα δεδομένα και το γενικότερο κλίμα αλλάζουν συνεχώς. Πρέπει να βρεις περισσότερους και νέους υποστηρικτές.

Από άποψη στήριξης ποια είναι η σχέση της ελληνικής διασποράς με το Μουσείο Μπενάκη;

Το καλό με την Ελλάδα είναι ότι υπάρχει μεγάλος αριθμός Ελλήνων του εξωτερικού, επιτυχημένων Ελλήνων που στηρίζουν το Μουσείο Μπενάκη. Είμαστε τυχεροί γι’ αυτό. Η στήριξή τους είναι τεράστια. Το 1/3 των πόρων του Μουσείου προέρχεται από Έλληνες των ΗΠΑ, του Καναδά, της Ελβετίας, της Βρετανίας και άλλων χωρών. Η διασπορά έχει μία μοναδική σχέση με το Μουσείο γιατί το νιώθει ως ένα από τα ιδρύματα που εκπροσωπεί τον ελληνικό πολιτισμό πολύπλευρα και δείχνει έμπρακτα αυτήν της την αγάπη και το ενδιαφέρον. Την ίδια στιγμή και εμείς με τη σειρά μας, ζητάμε την πλήρη τους στήριξη και όχι απλώς και μόνο την οικονομική. Η σχέση του Μουσείου με τους Έλληνες του εξωτερικού είναι πολύ πιο ουσιαστική. Οι Έλληνες εκτός Ελλάδας που μας στηρίζουν, συμμετέχουν άμεσα μέσα από συνεχή διάλογο στη διαμόρφωση των μελλοντικών μας δραστηριοτήτων. Και επί της ίδιας βάσης στηρίζεται και η σχέση μας με το Ελληνικό Μουσείο Μελβούρνης.

Ο κύριος στόχος μου από τότε που ανέλαβα τα καθήκοντα του διευθυντή, είναι να συνεχίσω την διεθνοποίηση του Μουσείου. Αυτή η διαδικασία είχε ήδη ξεκινήσει από τον προκάτοχό μου και είμαι εδώ για να την διευρύνω, όπως προανέφερα. Αυτό είναι το ένα μέρος της δουλειάς μου και από τα σημαντικότερα. Η συνεργασία του Μουσείου Μπενάκη με το Ελληνικό Μουσείο Μελβούρνης, είναι ιστορική, σημαντική και μοναδική, παράλληλα, για το παρόν και το μέλλον μας καθώς θεωρώ ότι μπορεί να αποτελέσει μοντέλο για το Μουσείο Μπενάκη, ένα μοντέλο που θα βοηθήσει στην διεθνοποίησή του. Αυτός, εξάλλου, είναι και ο κύριος λόγος που επισκέπτομαι τη Μελβούρνη, για να μελετήσω το πρόγραμμα, την όλη συνεργασία και πώς εξελίσσεται, να διερευνήσω, μαζί με τους υπευθύνους του Ελληνικού Μουσείου, πιθανές νέες κατευθύνσεις και προγράμματα που θα καθορίσουν την συνεργασία μας εντός των επομένων οκτώ χρόνων. Αυτός ο διάλογος με τους Έλληνες του εξωτερικού, όπως σας είπα, είτε πρόκειται για ιδιώτες είτε -στην περίπτωση του Ελληνικού Μουσείου- με ιδρύματα ελληνικού πολιτισμού, που είναι μοναδική για το Μουσείο Μπενάκη, είναι πολύτιμη και συνεχής.

Αυτό σημαίνει ότι θα ακούσουμε σύντομα και για άλλες παρόμοιες συνεργασίες με άλλα Μουσεία του κόσμου, όπως αυτή που έχει ξεκινήσει με το Ελληνικό Μουσείο Μελβούρνης;

Όχι άμεσα. Συλλογές του Μουσείου Μπενάκη έχουν ήδη βγει εκτός Ελλάδας. Συνεργαστήκαμε με την Metropolitan Opera και του χρόνου θα συνεργαστούμε με το Βρετανικό Μουσείο. Εντούτοις, η συγκεκριμένη συνεργασία με το Ελληνικό Μουσείο παραμένει μοναδική στο είδος της για το Μουσείο Μπενάκη. Θα δούμε αν μπορούμε στο μέλλον να κάνουμε κάτι παρόμοιο με άλλα Μουσεία, αλλά, προς το παρόν, η συνεργασία αυτή είναι καινούρια και θα πρέπει καθώς θα εξελίσσεται να εκτιμηθούν, αφενός, τα οφέλη της και, αφετέρου, οι όποιες δυσκολίες και αδυναμίες της, έτσι ώστε η επόμενη συνεργασία μας με κάποιο άλλο Μουσείο να στηριχθεί στα όσα αποκομίσαμε και θα αποκομίσουμε από την παρούσα εμπειρία.

Κάνατε λόγο για οφέλη και δυσκολίες στη συνεργασία σας με το Ελληνικό Μουσείο. Υπάρχει κάτι συγκεκριμένο όσον αφορά τα οφέλη ή κάποιες συγκεκριμένες δυσκολίες; 

Ο αντικειμενικός στόχος και το βασικό όφελος για το Μουσείο Μπενάκη, είναι το να ακουστεί το όνομά του εκτός των ελληνικών ή, αν θέλετε, ευρωπαϊκών συνόρων και με τη συνεργασία μας με το Ελληνικό Μουσείο Μελβούρνης έχει ήδη επιτευχθεί. Από την άλλη, αυτή η συνεργασία μας έκανε ακόμα πιο γνωστούς στους ελληνικής καταγωγής κατοίκους της χώρας σας, αλλά και τους Αυστραλούς, τους θησαυρούς που φιλοξενούμε στο Μουσείο της Αθήνας. Κάθε χρόνο χιλιάδες Έλληνες της Αυστραλίας και Αυστραλοί ταξιδεύουν στην Ελλάδα και τώρα γνωρίζουν ποιοι είμαστε και τι αντιπροσωπεύουμε. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για το Μουσείο Μπενάκη.

Αναφέρατε συνεργασία με το Βρετανικό Μουσείο και, όπως πολύ καλά γνωρίζετε, το συγκεκριμένο Μουσείο λόγω των Μαρμάρων του Παρθενώνα, δεν το καλοβλέπουν οι Έλληνες και εννοώ όχι μόνο οι εντός αλλά και οι εκτός Ελλάδας. Πώς πιστεύετε ότι θα αντιδράσει το ελληνικό κοινό ή η ομογένεια σε αυτήν τη συνεργασία;

Δεν θέλουμε να εμπλακούμε στη συγκεκριμένη διπλωματική διαμάχη και το τονίζω αυτό. Η συνεργασία μας με το Βρετανικό Μουσείο αφορά έκθεση με θέμα τον Βρετανό συγγραφέα, Patrick Leigh Fermor, ο οποίος δώρησε στο Μουσείο Μπενάκη την κατοικία του στη Μάνη. Σε συνεργασία με το Βρετανικό Μουσείο και το Μουσείο Κύπρου, διοργανώνουμε στο Βρετανικό Μουσείο μία έκθεση, η οποία θα συμπεριλαμβάνει και έργα του γνωστού Έλληνα ζωγράφου Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα και του, επίσης, διάσημου ζωγράφου John Craxton, καθώς αυτοί οι τρεις δημιουργοί ήταν στενοί φίλοι. Θα πρέπει, επίσης, να προσθέσω, ότι η θέση του Μουσείου Μπενάκη στο θέμα της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα είναι γνωστή και συγκεκριμένη και να υπενθυμίσω τον αγώνα που έχει κάνει και συνεχίζει να κάνει ο προκάτοχός μου, ο οποίος θήτευσε ως μέλος της Ελληνικής Επιτροπής για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Απλώς θεωρήσαμε ότι το Βρετανικό Μουσείο είναι πολύ φυσικό να θέλει να κάνει μία έκθεση για τον Βρετανό συγγραφέα Leigh Fermor και συνδράμουμε στην υλοποίησή της.

Ξεκινώντας από το παρόν και ολοκληρώνοντας με το μέλλον. Με δεδομένο το σημερινό οικονομικό κλίμα στην Ευρώπη, πόσο δύσκολη είναι η εξεύρεση νέων πόρων σήμερα και τι σημαίνει αυτό για το μέλλον του Μουσείου Μπενάκη;

Είναι ιδιαίτερα δύσκολη, αλλά την ίδια στιγμή υπάρχει προοπτική. Είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε αυτήν την πρόκληση και η δημιουργικότητα των ανθρώπων που Μουσείου Μπενάκη έπαιζε και παίζει καθοριστικό ρόλο στο να καταφέρνουμε αυτά που έχουμε καταφέρει τα τελευταία χρόνια της κρίσης. Αν καταφέρεις να συνδυάσεις το ενδιαφέρον των υποστηρικτών ή αυτών που ενδιαφέρονται να επενδύσουν στο Μουσείο Μπενάκη με το προϊόν, τότε η διαδικασία εξασφάλισης πόρων γίνεται ευκολότερη. Μιλώντας, τώρα, για το μέλλον, σε λίγο καιρό θα ανοίξουμε ένα νέο Μουσείο, το Μουσείο των Παιχνιδιών στο Μέγαρο Κουλούρα στο Παλαιό Φάληρο. Στο εν λόγω Μουσείο θα εκτεθούν παιχνίδια από την αρχαιότητα έως τη σύγχρονη εποχή. Πρόκειται για ένα μικρό μουσείο-κόσμημα. Μέσα και απ’ αυτό, ως Μουσείο θα συνεχίσουμε τα εκπαιδευτικά μας προγράμματα γιατί εκεί πιστεύω βρίσκεται το μέλλον. Οι νέοι πολίτες είναι το μέλλον του Μουσείου Μπενάκη και κάθε Μουσείου.