Δέκα ολόκληρα χρόνια πέρασαν από την τελευταία φορά που πήγε στην αγαπημένη του Ελλάδα ο «πράκτορας Νίκολας Μπλακ» της ιδιαίτερα αγαπημένης σειράς «Mission impossible» («Επικίνδυνες αποστολές»), ο οποίος στο παρελθόν επισκεπτόταν τα πάτρια εδάφη πιο συχνά κάνοντας πάντα αισθητή την παρουσία του.
Ο Ελληνοαυστραλός Τέο Πένγκλις – οι γονείς του οποίου ήταν Έλληνες μετανάστες από το Καστελόριζο- βρέθηκε στην Αθήνα τον περασμένο Ιούλιο, ύστερα από ολιγοήμερες διακοπές στη Σαντορίνη. Το πέρασμά του από την Ελλάδα ήταν αυτή τη φορά πολύ διακριτικό. Ο αγαπημένος ηθοποιός ήρθε για λίγο και με τον διακαή πόθο να επισκεφθεί το νέο Μουσείο της Ακρόπολης.
Μιλώντας στην «Espresso» αναφέρθηκε στην αγάπη του για τους Έλληνες, που, όπως λέει, τους βλέπει σαν συγγενείς του. Πάνω από όλα, όμως, μας μίλησε για τα κλεμμένα ελληνικά Γλυπτά που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο, τονίζοντας με έμφαση ότι πρέπει το συντομότερο να επιστρέψουν στη θέση όπου ανήκουν, στον Παρθενώνα.
Με τον Τέο συναντηθήκαμε σε μια ψαροταβέρνα στην Πειραϊκή κι εκεί, μεταξύ ελληνικής μπίρας, την οποία ήθελε να δοκιμάσει, και των γυαλιστερών που λατρεύει και… τσακίζει σε όλα τα ταξίδια του στην Ελλάδα, μας αποκάλυψε άγνωστα περιστατικά της ζωής του.
Από τα δύσκολα παιδικά χρόνια του στο Σίδνεϊ, σε ένα καταπιεστικό οικογενειακό περιβάλλον, μέχρι το πώς έφτασε στην Αμερική, που ήταν το όνειρο της ζωής του.
Καταπιάστηκε με διάφορες δουλειές, όπως πωλητής σε γκαλερί, όπου γνώρισε την Τζάκι Κένεντι, αλλά και μοντέλο στον οίκο μόδας από τον οποίο ξεκίνησε ο σπουδαίος Ραλφ Λόρεν. Όμως η μοίρα του ήταν προδιαγεγραμμένη: θα γινόταν ηθοποιός και θα κατακτούσε με το σπαθί του τη θέση του στη διεθνή βιομηχανία του θεάματος.
Φέτος επέστρεψε για άλλη μία φορά στα πλατό της δημοφιλούς σειράς «Days of our lives», η οποία προβάλλεται εδώ και 50 χρόνια σε 200 χώρες (στο παρελθόν είχε παιχτεί και στο Star με τον τίτλο «Μέρες αγάπης»), για να υποδυθεί έναν νέο ήρωα, τον Αντρέ ΝτιΜέρα.
Είμαι χαρούμενος, γιατί από αυτήν τη δουλειά, τη χρονιά 1986-87, εκλέχθηκα ο δεύτερος πιο δημοφιλής ηθοποιός της αμερικανικής τηλεόρασης, ενώ το 2003 ήμουν υποψήφιος για το βραβείο Soap Opera Digest Award και το 2008 είχα υποψηφιότητα στα Daytime Emmy Awards» μας λέει με υπερηφάνεια ο γοητευτικός ηθοποιός, ο οποίος το 1985 και το 1987 ανακηρύχτηκε ένας από τους πιο καλοντυμένους σταρ της αμερικανικής τηλεόρασης.
Το 2014 ο Τέο Πένγκλις, που ήθελε να γίνει αρχαιολόγος και γι’ αυτό ταξιδεύει συχνά σε χώρες με μακρά Ιστορία και αρχαίους θησαυρούς όπως η Αίγυπτος, όπου έχει πάει 12 φορές, κυκλοφόρησε το βιβλίο της ζωής του με τίτλο «Places», στο οποίο περιέγραψε ενδιαφέρουσες ιστορίες από ταξίδια του σε Ανατολή και Δύση.
Το 2015 ο ηθοποιός, που είναι γνωστός για τα… τσιμπούσια τα οποία διοργανώνει στο σπίτι του στο Χόλιγουντ μαγειρεύοντας ο ίδιος, κυκλοφόρησε το βιβλίο «Seducing Celebrities One Meal at a Time». Πρόκειται για δικές του συνταγές, που η καθεμία είναι αφιερωμένη και σε μια προσωπικότητα, κυρίως της showbiz.
Τώρα ετοιμάζει το νέο βιβλίο του, με τον τίτλο «Culture and Cuisine», όπου θα συμπεριλαμβάνονται αντιπροσωπευτικές συνταγές από χώρες που έχει επισκεφτεί, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, το Μαρόκο, η Ιορδανία και η Αυστραλία.
Τέο, πού γεννήθηκες;
Στο Σίδνεϊ. Έχω δύο αδελφές και έναν αδελφό. Το 1939 ήρθε στην Αυστραλία ο πατέρας μου και το 1941 η μητέρα μου. Τα πρώτα χρόνια των δικών μου στην ξένη χώρα ήταν δύσκολα και φτωχικά.
Ο πατέρας μου δούλευε στην κατασκευή των δρόμων και η μητέρα μου ήταν μοδίστρα. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι η μάνα μου δεν ήθελε να ξέρει κανείς ότι δούλευε. Εκείνη την εποχή επικρατούσε η νοοτροπία ότι οι γυναίκες ήταν μόνο για να κάθονται σπίτι και να ασχολούνται με τα οικιακά.
Έτσι, πίσω από το σπίτι μας, σε έναν χώρο που δεν είχε άμεση επικοινωνία με τον κεντρικό δρόμο, είχε φτιάξει ένα κρυφό ατελιέ. Για 20 χρόνια σηκωνόταν αξημέρωτα για να μην την δει κανείς και πήγαινε στη δουλειά.
Γενικά εκείνα τα χρόνια στο σπίτι μας αλλά και σε άλλα ελληνικά σπίτια στο Σίδνεϊ υπήρχε η αντίληψη του «τι θα πει ο κόσμος» και ότι «δεν πρέπει να κάνουμε πράγματα που θα ντροπιάσουν την οικογένεια».
Είχες δύσκολα παιδικά χρόνια;
Ναι. Ο πατέρας μου ήταν πολύ αυστηρός και δεν μας επέτρεπε να βγαίνουμε και να πηγαίνουμε μακριά από το σπίτι. Κλείδωνε για να μην το σκάμε! Εγώ, μέχρι τα 17 μου, μπορούσα να κυκλοφορώ μόνο στον χώρο μπροστά από το σπίτι μας και να παίζω με παιδιά που ήταν Έλληνες, όχι με… ξένα.
Η ζωή μας ήταν ένα «μη» και προπάντων ένα «μη μας κάνεις ρεζίλι»! Αυτή ήταν η πιο συνηθισμένη φράση των γονιών μας. Αλλά και η γιαγιά μου, όταν τις Κυριακές πηγαίναμε στην εκκλησία, έλεγε σε εμένα και στους αδελφούς μου «ντροπή, μη μιλάτε, θα κοιτάζουν την οικογένειά σας και οι αδελφές σας δεν θα παντρευτούν».
Έκανες σκανταλιές;
Όταν ήμουν 14 χρόνων το έσκαγα από το σχολείο και πήγαινα στο σινεμά. Επειδή δεν είχα λεφτά για το εισιτήριο είχα βρει μια άκρη στο κυλικείο του κινηματογράφου και πουλούσα παγωτά και σοκολάτες. Έτσι, έβλεπα τζάμπα την ταινία. Εκεί, στα σκοτεινά, βλέποντας αμερικανικά φιλμ ονειρευόμουν πότε θα φύγω από την Αυστραλία και θα πάω να ζήσω στην Αμερική.
Τότε ακόμη δεν είχα σκεφτεί να γίνω ηθοποιός, απλώς ήθελα να δραπετεύσω από τον στενό και αυστηρό κόσμο των παιδικών μου χρόνων και να πάω σε έναν άλλον, πιο ωραίο, σύγχρονο και λαμπερό. Αυτόν τον κόσμο που έβλεπα στις ταινίες και με καθήλωνε. Μάλιστα το έλεγα στον πατέρα μου ότι κάποτε θα πάω στην Αμερική και γελούσε.
Πότε έκανες πραγματικότητα το όνειρό σου να πας στην Αμερική;
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Είχα ενηλικιωθεί τότε, πήγα σε ένα πάρτι, όπου γνώρισα κάποια μέλη ενός γνωστού χορευτικού συγκροτήματος από το Μεξικό, που ετοιμαζόταν να πάει για σόου στην Αμερική. Η επικεφαλής του συγκροτήματος Αμάλια Χερνάντεζ με συμπάθησε πολύ, γιατί, όπως έλεγε, έμοιαζα στον γιο της, και με κάλεσε να πάω μαζί τους.
Το είπα στους δικούς μου και ήταν αρνητικοί. Έβαλα τον θείο μου τον Βασίλη, τον αδελφό της μητέρας μου που είχε προχωρημένες ιδέες, να μιλήσει στους γονείς μου. Τους είπε ότι πρέπει να με αφήσουν να κάνω αυτό που θέλω στη ζωή μου και τους έπεισε. Έτσι μου είπαν το «ναι», με βαριά καρδιά βέβαια…
Όταν έφευγα η μάνα μου έκλαιγε, της είπα ότι θα επιστρέψω σε τρεις εβδομάδες και τελικά γύρισα στην Αυστραλία ύστερα από έναν χρόνο. Τελικά έμεινα μόνο οκτώ μέρες, γιατί διαπίστωσα πως πλέον δεν μου άρεσε η Αυστραλία, και πήρα το αεροπλάνο της επιστροφής για την Αμερική.
Η μητέρα μου έλεγε πως θα με χάσει και ο πατέρας μου θύμωσε και δεν μου μιλούσε για πολλά χρόνια. Πάντως, τον πρώτο καιρό που ήμουν στην Αμερική ήταν πολύ δύσκολα.
Δεν είχα χρήματα για να επιστρέψω στους δικούς μου. Με καλούσαν τα αδέλφια μου στους γάμους τους κι εγώ δεν μπορούσα να πάω γιατί δεν είχα τα λεφτά για τα αεροπορικά εισιτήρια!
Πώς έβγαζες τα προς το ζην στα πρώτα χρόνια στην Αμερική;
Όταν ολοκληρώθηκαν οι παραστάσεις με τους Μεξικανούς χορευτές κι έμεινα στην Αμερική δούλεψα για έναν χρόνο στα Ηνωμένη Έθνη και μετά βρήκα δουλειά σε έναν διάσημο σχεδιαστή μόδας της εποχής, τον Μeledandri, ως μοντέλο του.
Θα πρέπει να σου πω ότι σε αυτόν τον θρυλικό designer έμαθαν τη δουλειά αυτοί που έφτιαξαν μετέπειτα τον οίκο Ραλφ Λόρεν.
Ανάμεσα στους πελάτες μας ήταν και ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Επίσης έπιασα δουλειά για δύο χρόνια σε μια γνωστή γκαλερί με αντίκες και σπουδαία έργα τέχνης, τα οποία σήμερα βρίσκονται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, που είχε διάσημους πελάτες, όπως η Τζάκι Κένεντι.
Μίλησέ μας για τη θρυλική Τζάκι Ο.
Ήρθε στην γκαλερί μια μέρα χωρίς ραντεβού. Μάλιστα λίγη ώρα πριν είχε περάσει έξω από το μαγαζί μας ο Άντι Γουόρχολ, ο οποίος στάθηκε μπροστά στο τζάμι, που πάνω του καθρεφτίζονταν οι ακτίνες του ήλιου, και διόρθωνε τα μαλλιά του.
Η Τζάκι ήταν πολύ ευγενική, με ρώτησε αν μπορώ να την εξυπηρετήσω χωρίς να έχει κλείσει ραντεβού, της είπα «ναι» και μεταξύ μας αναπτύχθηκε αμέσως οικειότητα.
Με το εσωτερικό τηλέφωνο ζήτησα από τον μπάτλερ της γκαλερί να μας φέρει δύο φλιτζάνια τσάι κι εκείνος, που δεν ήξερε για ποιον ήταν το τσάι, έγινε έξαλλος. «Εσύ, ένας απλός υπάλληλος, λες σε εμένα να σε σερβίρω;» μου είπε κι επειδή ήταν περίεργος κατέβηκε όπως-όπως με το ασανσέρ να δει τι συμβαίνει.
Μόλις αντιλήφθηκε ότι στην γκαλερί βρισκόταν η Τζάκι έπαθε σοκ κι εξαφανίστηκε, για να επιστρέψει φορώντας τη λευκή επίσημη στολή του μπάτλερ και κρατώντας δύο ασημένια σερβίτσια με πανάκριβο τσάι. Βλέποντάς τον με τα καλά του τού είπα με ύφος, θέλοντας να του κάνω πλάκα: «Παρακαλώ, περάστε να μας σερβίρετε».
Κι εκείνος την ώρα που με σέρβιρε, πολύ ενοχλημένος, μου πέταξε χαμηλόφωνα και με πολλή κακία «είσαι ένα τυχερό παράσιτο». Μία ώρα ήμασταν με την Τζάκι, κάναμε μια πολύ ωραία συζήτηση για την τέχνη με αφορμή τις αγγλικές και τις κινεζικές αντίκες που είχαμε στο μαγαζί και τελικά αγόρασε ένα χάλκινο κινεζικό κεφάλι για 40.000 δολάρια.
Ύστερα από λίγο καιρό η Τζάκι ήρθε στην Ελλάδα και παντρεύτηκε τον Ωνάση. Το αστείο που λέγαμε με τους φίλους μου ήταν πως ήρθε στην γκαλερί λίγο πριν από τον γάμο της γιατί ήξερε ότι θα συναντούσε έναν Έλληνα και ήθελε να αποκτήσει την ελληνική εμπειρία.
Πώς αποφάσισες να γίνεις ηθοποιός;
Προτού φύγω για την Αμερική ένα μέντιουμ στην Αυστραλία είχε προβλέψει το ταξίδι μου με το χορευτικό συγκρότημα. Μέχρι και την ακριβή ημερομηνία της αναχώρησής μου είχε βρει. Μου είχε πει πως στη ζωή μου θα γίνω ηθοποιός. Εγώ στην Αυστραλία δεν είχα τέτοιες βλέψεις και ήδη εργαζόμουν στο τμήμα αλλοδαπών του Σίδνεϊ, ειδικά για τους Έλληνες μετανάστες, αφού γνώριζα Ελληνικά.
Περνώντας όμως ο καιρός στην Αμερική γνωρίστηκα με έναν ελληνικής καταγωγής διάσημο ηθοποιό της εποχής και στη συνέχεια σπουδαίο ζωγράφο, τον Βασίλη Λαμπρινό, o οποίος μου συνέστησε να γραφτώ σε δραματική σχολή. Εκεί δεν κάθισα πολύ και έπειτα από δύο χρόνια πήγα στη δραματική σχολή του επίσης ελληνικής καταγωγής Μίλτον Κατσέλας.
Μιλώ για έναν μεγάλο σκηνοθέτη και παραγωγό, ο οποίος είχε γυρίσει ταινίες με την Μπέτι Ντέιβις, τον Τζον Κασσαβέτη και ανέβασε μεγάλα σόου στο Μπρόντγουεϊ, όπως το «Private Lives» το 1983, στο οποίο για μοναδική φορά βρέθηκαν μαζί στη σκηνή η Ελίζαμπεθ Τέιλορ και ο Ρίτσαρντ Μπάρτον.
Επίσης, ήταν σπουδαίος δάσκαλος δραματικής τέχνης και πραγματικά με έμαθε πολλά και με βοήθησε πολύ στο να γίνω ηθοποιός. Ο Μίλτον με έβγαλε για πρώτη φορά στο θέατρο, στο έργο «Jockeys», που ανέβηκε το 1977 στο Μπρόντγουεϊ, όμως δεν πήγε πολύ καλά και κατέβηκε σύντομα.
Σε αυτό το έργο με είδε ο σκηνοθέτης Jοhn G. Avildsen, ο οποίος το 1976 είχε κερδίσει Όσκαρ για το «Rocky» με τον Σιλβέστερ Σταλόνε, και μου πρότεινε τον πρώτο μου κινηματογραφικό ρόλο στην ταινία που σκηνοθέτησε το 1978 με τίτλο «Slow dancing in the big city».
Ο Μίλτον Κατσέλας, που στα πρώτα βήματα της καριέρας του ήταν βοηθός του Ελία Καζάν, μου έκανε αργότερα πρόταση να γίνω βοηθός του και με πήρε μαζί του στο Λος Άντζελες. Τελικά έμεινα μαζί του 30 χρόνια και, όταν τον ρωτούσαν γιατί δουλεύεις τόσα χρόνια με τον Τέο, τους απαντούσε «γιατί τον εμπιστεύομαι».
Ποια ήταν η πρώτη δουλειά σου στο Χόλιγουντ;
Το 1980 πήγα για πρώτη φορά στο Λος Άντζελες κι αμέσως έκανα την πρώτη μου δουλειά στη σειρά «Κότζακ» με τον Τέλη Σαβάλα. Ήταν ένας πεντάλεπτος ρόλος και μετά… πέθαινα (γέλια). Με τον Τέλη συνεργάστηκα και σε ένα θεατρικό έργο, στο οποίο ήταν παραγωγός κι επειδή του άρεσε το πώς έπαιζα μου φίλησε το χέρι. Το 1980 συμμετείχα στην ταινία «Altered States» σε σκηνοθεσία Κεν Ράσελ με τον Ουίλιαμ Χαρτ κι άλλους γνωστούς ηθοποιούς.
Η αλήθεια είναι πως τότε ήθελα να κάνω σινεμά, αλλά υπήρχε ένα μεγάλο απεργιακό κύμα της κινηματογραφικής βιομηχανίας στο Χόλιγουντ και μπορούσες να παίζεις μόνο στην τηλεόραση.
Έτσι -και λόγω του ότι χρειαζόμουν χρήματα- βούτηξα για τα καλά στα νερά των μεγάλων καθημερινών σειρών, στις soap operas που λέμε. Πήγα στο «General Hospital», όπου τότε εμφανιζόταν ως γκεστ σταρ η Ελίζαμπεθ Τέιλορ και σύμφωνα με τον ρόλο της είχε παντρευτεί τον… αδελφό μου. Μια πανέμορφη γυναίκα με βιολετί μάτια! Είχε και πολύ χιούμορ και μας έλεγε «πώς μπορείτε να λέτε τόσο πολλά λόγια; Εγώ ούτε μια φράση δεν θυμάμαι πια».
Το «Mission impossible» γυρίστηκε στην Αυστραλία και φαντάζομαι ότι επέστρεψες στην πατρίδα σου με μεγάλη ικανοποίηση.
Ακριβώς! Όταν κάτι σαν την επιστροφή του ασώτου (γέλια). Το 1988 γύρισα στην Αυστραλία, στο σπίτι μου, στους γονείς μου, στα αδέλφια μου και σε όλα τα δικά μου πρόσωπα με το κεφάλι ψηλά.
Όλες οι τοπικές εφημερίδες έγραφαν για μένα και, όπως καταλαβαίνεις, ο… άσωτος δεν γύρισε έχοντας αποτύχει στην Αμερική, όπως θα περίμεναν κάποιοι κακοπροαίρετοι, αλλά ως σταρ.
Πιο περήφανος και δικαιωμένος ήταν ο θείος μου Βασίλης, ο οποίος έλεγε στους γονείς μου «εγώ σας το έλεγα να τον αφήσετε να πάει να κυνηγήσει το όνειρό του».
Τι έχεις να πεις για το γεγονός ότι σήμερα στην Αμερική είναι σταρ το απόλυτο τίποτα, τύπου Κιμ Καρντάσιαν;
Αυτό είναι το κατάντημα της σημερινής αμερικανικής showbiz, που βαφτίζει σταρ τέτοιες περιπτώσεις κοριτσιών. Κάνουν πορνό, δείχνουν τα οπίσθιά τους και γίνονται διάσημες, κυρίως μέσα από το διαδίκτυο, βγάζοντας πολλά εκατομμύρια δολάρια. Τι να πω για την εποχή που ζούμε!
Αλλά και στην πολιτική έχετε ανάλογα… αστέρια, τύπου Τραμπ.
Μωρέ, τι είναι τούτος; Ρατσιστής κι ένα σωρό άλλα κακά έχει πάνω του. Το κεφάλι του μοιάζει λες και έχει νερό και το στόμα του είναι μικρό σαν μια τρύπα. Ελπίζω κι εύχομαι να μην εκλεγεί, γιατί τότε θα μεταναστεύσουμε. Εγώ, που αφορμή θέλω για να έρθω να μείνω στην Ελλάδα, σίγουρα θα το κάνω μια ώρα αρχύτερα!
Για την Ελλάδα τι πιστεύεις;
Μου αρέσει πολύ. Δεν υπάρχει άλλη χώρα σαν αυτή. Το φως της είναι μοναδικό. Είχα 10 χρόνια να έρθω και, παρά την κρίση που περνάτε, αυτό που είδα δεν έχει σχέση με την εικόνα την οποία προβάλλουν τα ξένα κανάλια. Μιλώ για τους μετανάστες, τις φασαρίες κι όλα αυτά που φοβίζουν τους τουρίστες.
Ο σύγχρονος Έλληνας είναι όμορφος, άνετος, προοδευτικός και μοναδικός σε όλο τον πλανήτη. Όταν βλέπω Έλληνες νομίζω, πως όλοι τους είναι συγγενείς μου.
Αυτό που δεν μου αρέσει εδώ είναι οι ταξιτζήδες, οι οποίοι δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους, με τις επιλεκτικές κούρσες και την απαράδεκτη συμπεριφορά στον επιβάτη.