ΠΡΙΝ αφήσουμε το Συρράκο στην ατελείωτη μοναξιά του, περάσαμε για τελευταία φορά από τον τόπο της «εκτέλεσης». Από την πλατεία του χωριού…
ΕΚΕΙ, που πριν λίγες ώρες, το δροσερό αεράκι πέρασε για στερνή φορά ανάμεσα στα πλατανόφυλλα, τα οποία και ανταποκρίθηκαν με ένα θρόισμά τους στο τελευταίο του αντίο…
Ο πλάτανος του χωριού μετά από 700 χρόνια, αποχαιρέτησε τις ρεματιές και τις ραχούλες του Καταρραχιά, για να συναντηθεί με παλιούς του γνώριμους στους ωκεανούς της πέτρινης λησμονιάς…
ΚΑΙ βεβαίως, δεν θα μπορούσα να αποχαιρετίσω το Συρράκο, χωρίς να θυμηθώ το «Σταυραετό» του Κώστα Κρυστάλλη. Να όμως και ένα μικρό βουνίσιο απόσπασμα από το ποίημά του:
Θέλω η βρυσούλα η ρεματιά, παλιές γλυκές μου αγάπες, να μου προσφέρουν γιατρικό τ’ αθάνατα νερά τους.
Θέλω του λόγγου τα πουλιά με τον κελαηδισμό τους να με κοιμίζουν το βράδυ να με ξυπνούν το τάχυ…
ΕΠΟΜΕΝΟΣ σταθμός οι Καλαρρύτες. Ένα άλλο κεφαλοχώρι της περιοχής, που ας σημειωθεί ότι δεν απέχει από το Συρράκο πάνω από ένα χιλιόμετρο. Αλλά τι χιλιόμετρο;
ΧΙΛΙΑ μέτρα, που περνούσαν μέσα από μια βαθιά χαράδρα. Αυτό σημαίνει ότι, για να φτάσουμε εκεί με το αυτοκίνητο (που το είχαμε κάνει 4χ4!) έπρεπε να διανύσουμε μια απόσταση 18 χιλιομέτρων, να παρακάμψουμε δυο-τρεις χαράδρες και να περάσουμε από ποτάμια προκειμένου να δούμε δίπλα μας, πάλι το Συρράκο, από την πλατεία των Καλαρρυτών.
ΟΙ Καλαρρύτες μοιάζουν πολύ με το Συρράκο, που ναι μεν τα ένωναν οι πέτρες, οι χαράδρες και οι χείμαρροι του Καταραχιά, αλλά παράλληλα ήταν και ανταγωνιστές στα βοσκοτόπια, στο χτίσιμο, τη γεφυροποιία, στο εμπόριο και βεβαίως στις ζωοκλοπές και στο πλιάτσικο…
ΝΑ προσθέσω εδώ ότι τα Τζουμέρκα, δεν ήταν μόνο γνωστά για τα γιδοπρόβατά τους, την παλικαριά των τσελιγκάδων του και τους κτιστάδες του, αλλά και για τους ληστές, που κατέφυγαν στην περιοχή για να συνεχίσουν την καριέρα τους.
ΜΙΑ από τις πιο κερδοφόρες δραστηριότητές τους ήταν οι απαγωγές πλουσίων και νεαρών γυναικών για τις οποίες και ζητούσαν λύτρα από τους γονείς τους ή τους άνδρες τους για να τις απελευθερώσουν.
ΟΙ απαγωγές χτύπησαν «κόκκινο» μεταξύ του 1860 και του 1920. Το σπορ ευδοκίμησε κυρίως μετά την απελευθέρωση, ενός μεγάλου μέρους των Τζουμέρκων, από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1881.
ΑΠΟ την εποχή εκείνη, μέχρι και το 1912, που ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε και την Ήπειρο, οι ληστές είχαν την ευχέρεια να χτυπούν ταυτόχρονα στόχους και στις δύο επικράτειες.
ΟΤΑΝ, για παράδειγμα, απήγαγαν μια κοπέλα από ελληνικό έδαφος, για να κρυφτούν κατέφυγαν στο τουρκικό και όταν «έκλεβαν» κάποια από το τουρκικό κρύβονταν στο ελληνικό.
ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ ότι είχαν συνεργούς και πληροφοριοδότες και από τις δύο πλευρές. Στον ίδιο ορεινό και δύσβατο τόπο, είχαν τα λημέρια τους, πριν από αυτούς, οι κλέφτες και οι αρματολοί και όλοι οι φυγόδικοι.
ΤΑ Τζουμέρκα έλαβαν μέρος και στην επανάσταση του 1821. Στα Πράμαντα και τους Μελισσουργούς, στρατολόγησαν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και ο Γώγος Μπακόλας το πρώτο επαναστατικό σώμα το καλοκαίρι του 1821.
Η δράση των παλικαριών και των καπεταναίων των Τζουμέρκων, έφτασε μέχρι και τον Μοριά, αφού είχαν λάβει μέρος σε πολλές μάχες κατά τη διάρκεια του Αγώνα.
ΠΑΡ’ ΟΛΑ αυτά, τα Τζουμέρκα παρέμειναν στον οθωμανικό ζυγό μέχρι και το 1881, όταν με τη μεσολάβηση των μεγάλων δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Ρωσίας) οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να δώσουν πίσω στην Ελλάδα τη Θεσσαλία και ένα μέρος της Ηπείρου.
ΝΑ σημειώσουμε εδώ, ότι πριν τη Συμφωνία εκείνη, στο Βερολίνο, στις 24 Ιουνίου 1881, οι οπλαρχηγοί των Τζουμέρκων είχαν επαναστατήσει κατά των Τούρκων και των συμπατριωτών τους τσιφλικάδων άλλες τρεις φορές, το 1854, το 1866 και το 1878.
ΑΠ’ Ο,ΤΙ φαίνεται, οι Τούρκοι, μετά τον κάζο τους στον πόλεμο της Κριμαίας κατά των Ρώσων (1853-1856) άρχισαν να ψυχανεμίζονται ότι τα ψωμιά τους τελειώνουν, γι’ αυτό και προετοιμάζονταν σιγά-σιγά για τη μεγάλη αναδίπλωση.
ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΕ σχεδόν ένας αιώνας για να γίνουν από Αυτοκρατορία και παγκόσμια δύναμη, ένα «μικρομάγαζο» τρίτης επιλογής.
ΣΤΟ ενδιάμεσο της αυτοκρατορικής τους χρεοκοπίας, έκαναν και όσα deals μπορούσαν για να περισώσουν ό,τι σωζόταν και να οικονομήσουν και κανένα γρόσι…
ΕΝΑ από τα deals που έκαναν πριν εγκαταλείψουν τα Τζουμέρκα το 1881, ήταν να πουλήσουν τα εδάφη που κατείχαν έναντι της μεγαλύτερης αμοιβής στην ορεινή «αγορά» της Πίνδου.
ΚΑΙ αυτοί, βέβαια, που μπορούσαν να πληρώσουν τότε, όσα ζητούσαν οι Τούρκοι, ήταν οι Έλληνες τσιφλικάδες, που τον ίδιο καιρό ήταν και οι επίσημοι προμηθευτές του τουρκικού στρατού.
ΓΝΩΡΙΖΑΝ, λοιπόν, οι Τούρκοι τις οικονομικές δυνατότητες των προμηθευτών τους και ζήτησαν τα μέγιστα ανταλλάγματα πριν φύγουν.
ΕΤΣΙ τα Τζουμέρκα και ένα μεγάλο μέρος των εύφορων χωριών της Άρτας, πέρασαν στους μεγαλοτσιφλικάδες Χρηστάκη Ζωγράφο και Κωνσταντίνο Καραπάνο.
ΚΑΙ επειδή τρώγοντας σου ανοίγει η όρεξη, οι τσιφλικάδες εφάρμοσαν στην πράξη το «ισχύ εν τη ενώσει» και ο Καραπάνος φρόντισε, όσο ήταν ακόμα καιρός, να παντρευτεί την κόρη του Ζωγράφου.
ΤΟ ότι οι τσιφλικάδες ήταν πολύ χειρότεροι από τους Τούρκους, δεν άργησαν να το καταλάβουν οι ντόπιοι.
ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ολόκληρες κράτησαν οι καυγάδες μεταξύ των τσιφλικάδων που είχαν στην κατοχή τους ολόκληρα χωριά και ζητούσαν όσα κι όσα, για να επιτρέψουν στους τσοπάνηδες να βοσκήσουν τα γιδοπρόβατά τους στα βοσκοτόπια τους.
Ο Καραπάνος, με την προίκα που πήρε, νόμιζε ότι εξουσίαζε ολόκληρα τα Τζουμέρκα, γι’ αυτό διαλαλούσε ότι του ανήκουν τα πάντα: «Πέτρα, Χώμα και Κλαρί»!
ΠΑΝΩ από 30 χρόνια κράτησε η διαμάχη του ιδίου και των κληρονόμων του με τους κατοίκους ορισμένων χωριών, όπως με το χωριό Αθαμάνιο, για παράδειγμα, που ισχυριζόταν ότι ήταν δικό του από την εποχή που ήταν ακόμα γνωστό ως Λούψιστας.
ΑΚΟΥΣΑ πολλές ιστορίες από την εποχή εκείνη, όπως τις είχαν διηγηθεί στους ντόπιους οι πατεράδες τους και οι παππούδες τους.
ΟΠΩΣ επίσης άκουσα και από έναν φίλο του συνταξιδιώτη μου, Χρήστου Φελουτζή, που παλαιότερα είχε καφενείο στους Ραφταναίους, διάφορες φοβερές ιστορίες του εμφυλίου.
ΠΡΙΝ μια εικοσαετία ακόμα, στο καφενείο του χωριού γινόταν συχνά «το έλα να δεις», όταν έμπαινε ως θέμα στη συζήτηση η ταραγμένη εποχή του εμφυλίου, που είχε διχάσει χωριά και οικογένειες.
ΣΧΕΔΟΝ όλοι, όπως μου έλεγε ο πρώην καφετζής, που γνώριζε πρόσωπα και πράγματα και είχε ακούσει και καταγράψει εκατοντάδες ιστορίες (μιας και ήταν «γραμματιζούμενος» και εκεί είχε πάρει το καφενείο προκειμένου να δραπετεύσει από τον αστικό βίο), όσοι σύχναζαν στο καφενείο, είχαν «χάσει» ένα μέλος της οικογενείας τους ή κάποιον συγγενή, φίλο ή γείτονα.
ΜΙΛΑΜΕ, βέβαια, για μια εποχή που η αξία της ζωής είχε καταρρεύσει στο αιματοβαμμένο «χρηματιστήριο» του εμφυλίου.