ΤΟ νερό ερχόταν να παφλάσει πλάι στους ψαράδες, δεν βιαζόμουν ούτε εγώ, όχι περισσότερο από εκείνους…
Ήταν σαν να ‘χα φτάσει στη στιγμή, στην ηλικία ίσως, που ξέρεις πια καλά τι χάνεις κάθε ώρα που περνάει…
Μα δεν έχεις ακόμα αποκτήσει το σθένος της φρόνησης, που χρειάζεται για να σταματήσεις μονομιάς στο δρόμο του χρόνου, κι άλλωστε, αν σταματούσες, δεν θα ‘ξέρες τι να κάνεις δίχως αυτή τη τρέλα να προχωράς, που σε κυριεύει και που τη θαυμάζεις απ’ την πρώτη νιότη σου…
Είσαι ήδη λιγότερο περήφανος γι’ αυτή, για τη νιότη σου, δεν τολμάς ακόμα να ομολογήσεις δημοσίως πως ίσως να μην είναι παρά μόνο αυτό η νιότη σου, η βιασύνη να γεράσεις…
Ανακαλύπτεις τόση γελοιότητα σ’ όλο το γελοίο παρελθόν σου, τόση απάτη και ευπιστία, που ‘θελες ίσως να πάψεις απότομα να ‘σαι νέος, θα ‘θελες να περιμένεις τη νιότη ν’ αποσπαστεί, να την περιμένεις να σε προσπεράσει, να την κοιτάς να φεύγει, να ξεμακραίνει, να δεις όλη τη ματαιοδοξία, να βάλεις το δάχτυλο στο κενό της, να την κοιτάς να ξαναπερνάει πάλι από μπροστά σου κι έπειτα ν’ απέλθεις και εσύ, να ‘σαι σίγουρος πως έφυγε για τα καλά η νιότη σου, και τότε ήσυχα, από μεριά σου, εσύ μ’ εσένα, να ξαναπεράσεις σένα να ξαναπεράσεις σιγά σιγά απ’ την άλλη μεριά του Χρόνου, για να δεις στ’ αλήθεια πως είναι πι άνθρωποι και τα πράγματα…
Μια μικρή παράγραφος από το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας», του Σελίν. Ένα βιβλίο 640 σελίδων, που το διαβάζω τρίτη φορά…
Όταν το έγραψε το 1932, ήταν 38 χρονών…