Το σπίτι του Ηλία Χουίρη στη Ρόδο, που το επισκέπτεται πια κάθε δύο χρόνια από τη Αυστραλία, απ’ όπου πήρε σύνταξη μετά από 50 χρόνια εργαζόμενος ως οδηγός ταξί, είναι το πιο φιλικό σπίτι του κόσμου!
Οφείλεται στην σύζυγό του Άννα -την πιο γλυκόλογη γυναίκα που συνάντησα- και σε εκείνον που πέρασε πολλά σ’ αυτή τη ζωή, που δεν τον λύγισαν, του έδωσαν δύναμη και τον κράτησαν όρθιο να φτιάχνει και πάλι, κοντά στα 80 του χρόνια, τα πιάτα του Ίκαρου στην Αυστραλία!
Παιδάκι, 14 χρόνων ξεκίνησε στον φημισμένο Ίκαρο, να ζωγραφίζει σ’ ένα τραπέζι. Άλλος να βάζει χρώμα, άλλος να ψήνει, τεχνίτες μάστορες που έβγαζαν πιάτα και βάζα ανεπανάληπτα, που έγιναν πασίγνωστα σε όλο τον κόσμο κι η φήμη τους έμεινε στο χρόνο αναλλοίωτη, μέχρι σήμερα.
Τα ελάφια, οι τουλίπες, οι ιβίσκοι, το μπλε, σπανίως το χρυσό, όλα ίδια και σήμερα από τον κ. Ηλία.
Σαν να μην πέρασε μια μέρα που ήταν 14 χρόνων στο εργοστάσιο στον Άγιο Δημήτρη. Τα καμαρώνει, χαίρεται όταν του αποκαλύπτονται, και δεν τα πουλάει ποτέ, γιατί είναι κληρονομιά μεγάλη, κι ο σύνδεσμός του με την πατρίδα.
Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΑΣ
Πρόλαβα να σας συναντήσω, φεύγετε και δεν θα είχαμε την ευκαιρία να δούμε τα δημιουργήματά σας!
Έρχομαι με την σύζυγό μου στη Ρόδο, κάθε δύο χρόνια. Αυτή τη φορά μείναμε τέσσερις μήνες. Την εφημερίδα σας θα τη δούμε πια από την Αυστραλία. Είμαι συνταξιούχος εκεί, δούλεψα ταξί 50 χρόνια. Πήγαινα – και πού δεν πήγαινα!
Τώρα ξαναγύρισα στα παλιά, ζωγραφίζω τα πιάτα του Ίκαρου στην Αυστραλία, στο Σίδνεϊ, και είναι o σύνδεσμός μου με την πατρίδα. Σαν να μην έφυγα ποτέ από κείνα τα χρόνια και από τη Ρόδο. Γιατί η ξενιτιά δεν είναι καλό πράγμα. Ο τόπος σου σε πονάει και πάντα θέλεις να γυρνάς σ’ αυτόν. Εγώ γυρνάω στην ηλικία των 14 χρόνων μέσα απ’ αυτά τα πιάτα, τότε που εργαζόμουν στον Ίκαρο και παίρνω μια χαρά…
Η ιστορία της ζωής σας, εκείνα τα πρώτα χρόνια είναι λυπητερή! Πόσα ν΄ αντέξει ένα παιδί… Αλλά εσείς αντέξατε! Μιλήστε μου για τότε που ήταν τόσο δύσκολα.
Είμαι από τη Λίνδο, και οι δύο γονείς μου είναι από εκεί. Ο πατέρας μου, νεαρός μετανάστευσε στο Μαρόκο για να βρει δουλειά. Έγινε κτίστης εκεί. Τη μαμά μου την έστειλαν στο Μαρόκο για να τον παντρευτεί.
Πήγε μόνη της στο Μαρόκο! Σκεφτείτε πώς αισθάνθηκε όταν στη Λίνδο οι ελεύθερες κοπέλες έβγαιναν μόνο τη νύχτα, με τις στάμνες να γεμίσουν νερό, για να μην τις δουν οι άντρες. Άλλα κορίτσια της Λίνδου, όπως οι αδελφές της, παντρεύτηκαν με άντρες που ήρθαν από την Αβησσυνία κι από την Ερυθραία.
Ο παππούς μου είχε έξι κόρες, κι έναν γιο. Όταν οι γονείς μου παντρεύτηκαν στο Μαρόκο, γεννήθηκα εγώ κι η αδελφή μου, Τσαμπίκα, που ζει και αυτή σήμερα στο Σίδνεϊ, όπως κι εγώ.
Ορφανέψατε γρήγορα όμως!
Όταν έμπαινα στα οκτώ, ορφανέψαμε και από πατέρα και από μάνα. Πρώτος πέθανε ο πατέρας μας και λίγο μετά η μάνα μας. Ο πατέρας μας πέθανε πρώτος από κάτι σαν πνευμονία. Η μάνα μας έμεινε μόνη σε ένα μουσουλμανικό κράτος, χωρίς να γνωρίζει τη γαλλική γλώσσα. Έπαθε κατάθλιψη, μαρασμό και ακολούθησε τον πατέρα μας. Ευτυχώς, όμως, υπήρχαν Λίνδιοι συμπατριώτες, εκεί που όταν έμειναν δύο ορφανά ολομόναχα, μας έβαλαν σε ορφανοτροφείο. Σε άλλο την αδελφή μου, σε άλλο εμένα. Τα αδέλφια χωριστήκαμε, ήμασταν σε διαφορετικές πόλεις.
Εκείνη την ημέρα χωρίσατε από την αδελφή σας, χάσατε και το δάχτυλό σας… Πώς έγινε;
Με βάλανε σ’ ένα τρένο οκτώ χρόνων στο Μαρόκο, να πάω σε άλλη πόλη που είχε ορφανοτροφείο αρρένων. Ήμουν σαν χαμένος, η πόρτα του τρένου μου ‘πιασε το δάχτυλο. Πόνεσα πάρα πολύ, με πήγαν στο νοσοκομείο, από τότε λείπει το μισό μου δάχτυλο, το έχασα εκείνη τη μέρα. Ούτε τη γαλλική γλώσσα δεν ήξερα. Έξι χρόνια έμεινα στο ορφανοτροφείο, κι άρχισα να μαθαίνω σιγά-σιγά τη γλώσσα.
Όταν έφτασα σε ηλικία 13 χρόνων, έκαναν έρανο οι Λίνδιοι συμπατριώτες και μας έστειλαν και τα δυο παιδιά στη Ρόδο, στη Λίνδο, όπου ζούσε η γιαγιά μας, η μάνα της μάνας μας και τα αδέλφια της. Έτσι, για πρώτη φορά μετά από έξι χρόνια, βρέθηκα με την αδελφή μου, σε ξένη χώρα πάλι, που δεν ήξερα τη γλώσσα.
Αλλά είχα αγάπη για μάθηση. Ο θείοι μου, Άννα και Αντώνης Αντωνιάδης, αδελφός της μαμάς μου, μας φιλοξένησαν στην πόλη, στη Ρόδο. Μας πήραν στο σπίτι τους, στην οδό Βορείου Ηπείρου, και εμένα με έβαλε στην Στ΄Δημοτικού του 8ου Δημοτικού Σχολείου Ρόδου, που λειτουργούσε μέσα στο Ορφανοτροφείο Θηλέων.
Καταφέρατε να φοιτήσετε, πώς μάθατε τη γλώσσα;
Εγώ δεν ήξερα καθόλου Ελληνικά, αφού στο ορφανοτροφείο του Μαρόκου μαθαίναμε και μιλούσαμε Γαλλικά, μπήκα απευθείας στην Στ’ τάξη του Δημοτικού. Είχα, όμως, δάσκαλο τον Αναστάσιο Βρόντη, από τα Σιάννα, καθώς και τον Κωνσταντίνο Σακελλιάδη που καταγόταν από την Κάρπαθο.
Ήταν πολύ καλοί κι εγώ μάθαινα γρήγορα. Ένα χρόνο στο Δημοτικό και το τελείωσα με άριστα. Είχα δίψα για μάθηση, αλλά εκείνα τα χρόνια οι συνθήκες δεν ήταν καλές. Την αδελφή μου την πήγαν στη Λίνδο, με την γιαγιά μου και την θεία Ελευθερία. Εμένα μου βρήκαν δουλειά, να πάω να δουλέψω στον Ίκαρο και παρ’ ότι ήμουν 14 προς 15, καταλάβαινα ότι ο θείος μου δυσκολευόταν να ζήσει τη δική του οικογένεια αφού είχε μικρά παιδιά.
Έτσι, με το που ξεκίνησα να εργάζομαι στον Ίκαρο, φρόντισα να βρω ένα δωμάτιο για να μην επιβαρύνω άλλο την οικογένεια. Έφερα και την αδελφή μου από τη Λίνδο και μείναμε μαζί σ’ αυτό το δωμάτιο, στην οδό Βορείου Ηπείρου.
Πήγαινα κάθε μέρα στον Ίκαρο που ήταν στον Άγιο Δημήτρη, μ’ ένα ποδήλατο, αντίκα, ιταλικό, μάρκας Leliano. Ήταν τα Bianchi και τα Leliano. Δούλεψα τέσσερα χρόνια στον Ίκαρο, από το 1951 έως το 1955 που έφυγα για την Αυστραλία.
Τι θυμάστε από τότε, πώς ήταν η δουλειά στον Ίκαρο;
Ήταν φτωχά τα χρόνια εκείνα. Όταν πρωτοξεκίνησα, έπαιρνα 8 δραχμές την ημέρα. Χάρτινες ήταν οι δραχμές τότε. Σ’ ένα τραπέζι δουλεύαμε. Είχα σταθερό χέρι από τότε και μέχρι σήμερα.
Πώς γινόταν τότε η δουλειά, το μοτίβο, η βαφή…
Το σχέδιο για το κάθε πιάτο υπήρχε σε ένα χαρτί. Τρυπούσαμε το σχέδιο γύρω-γύρω με μια βελόνα και το βάζαμε στο πιάτο. Ένα κάρβουνο ήταν τυλιγμένο σ’ ένα πανί και έπεφτε η σκόνη του από τις τρυπούλες μέσα στο πιάτο όπως πέφτει η άχνη στα γλυκά. Έμενε το σημάδι και τότε το πιάτο ερχόταν σ’ εμάς που το ζωγραφίζαμε. Οι άντρες ήταν οι ζωγράφοι, τα κορίτσια έβαζαν μετά την μπογιά μέσα. Το πινέλο μας είχε πολύ λεπτή μύτη, αλλά έπρεπε να έχεις σταθερό χέρι.
Θυμάστε ονόματα, με ποιους εργαζόσασταν στον Ίκαρο εκείνη την περίοδο;
Με τον Χασάνη και δυο Σμυρνιές, την Πάολα και την Αντονιέτα. Ήταν ο Περγιαμής, ο Γιασάρ και ο Μπόνης, που ήταν πολύ καλός ζωγράφος. Θυμάμαι τον Νάσο που μόλις είχε γυρίσει από τον πόλεμο της Κορέας. Πήρε θέση επιστάτη και μετά έμαθε την τέχνη και με τον Μπόνη μαζί ήταν πολύ καλοί.
Ο Κακκιός από την Κοσκινού, έκανε την επιχρύσωση, ο Τζίμης επίσης από την Κοσκινού, έψηνε στο φούρνο – δεν τα θυμάμαι όλα τα ονόματα. Ο Κακκιός έβαζε και το βερνίκι, έκανε το γυάλισμα μ’ ένα πιστολέτο. Μετά έμπαινε στο φούρνο… Είχε πολλούς Αρχαγγελίτες εκείνη την περίοδο ο Ίκαρος, είχε 70 με 80 άτομα προσωπικό.
Μετά το 1955 που έφυγα, προόδευσε ακόμα περισσότερο. Θυμάμαι που κάθε εβδομάδα έβαζαν στις ξύλινες κάσες πιάτα και βάζα, με τα πριονίδια και τα έστελνε ο Χατζηκωνσταντής, ο ιδιοκτήτης του Ίκαρου, στην Αμερική.
Έκανε εξαγωγές ο Ίκαρος τότε. Απ’ όλο τον κόσμο τον ήξεραν και είχε και επισκέπτες που έρχονταν απ’ όλο τον κόσμο! Ήρθε μέχρι ο βασιλιάς Παύλος με την βασίλισσα Φρειδερίκη.
Θυμάστε όταν ήρθε στον Ίκαρο ο βασιλιάς με την βασίλισσα;
Πώς δεν το θυμάμαι! Ο βασιλιάς Παύλος ήταν πολύ ψηλός. Τους έφερε ο Χατζηκωνσταντής. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα, νομίζω, μιλούσαν μεταξύ τους Γερμανικά! Ήρθε και ο Φλέμινγκ, που ανακάλυψε την πενικιλίνη, ήρθαν και πολλοί άλλοι. Θυμάμαι που εμένα με σήκωναν για να ξεναγήσω επειδή ήξερα τα Γαλλικά.
Τι σας έκανε λοιπόν να μεταναστεύσετε, να πάτε τόσο μακριά;
Όλα αυτά τα χρόνια ήταν πολύ φτωχά. Πήγαινα και στη Βυζαντινή Σχολή στην Αμαράντειο, όπου δίδασκαν ο Σαρρής και ο Καστρουνής – Καμπουράκη τον λέγανε. Ψάλτες και οι δύο, ο ένας στην εκκλησία του Ευαγγελισμού κι ο άλλος στην εκκλησία του Νιοχωρίου, στα Εισόδια. Τις Κυριακές πήγαινα στον κινηματογράφο με την αδελφή μου Τσαμπίκα, οι δυο μας με τα πόδια, στο Εθνικό και στο Ρόδων, τρώγοντας πασατέμπο και γραμίθια στο δρόμο.
Η οικογένεια Τσίγκου, η Χρυσάνθη πόνεσε την ορφάνια μας. Στο δρόμο μας, συναντούσαμε την Θωμαΐδα Ζωάννου, την κεντήστρα, που έμενε στη γειτονιά μας. Είχε μια αδελφή στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας και της έγραψε να μας κάνει πρόσκληση.
Πώς ήταν αυτό το δεύτερο μεγάλο ταξίδι για σας;
Φύγαμε με το πλοίο «Κερύνεια» από τον Πειραιά. Ταξιδεύαμε 31 μέρες. Το πλοίο ήταν γεμάτο Έλληνες που έφευγαν για μια καλύτερη ζωή και γεμάτο γαμπρούς για την Αυστραλία, αλλά κυρίως γεμάτο νύφες. Τα ναύλα τότε σε όλους τα έκανε η Διακυβερνητική Επιτροπή Μεταναστεύσεως Ευρώπης, μαζί με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και μετά δούλευες και έδινες τα χρήματα.
Τα ξεπληρώσαμε κι εμείς σιγά-σιγά. Φτάνοντας στο Σίδνεϊ, μας περίμενε η αδελφή της Θωμαΐδας, Άννα. Καθίσαμε δύο εβδομάδες στο σπίτι της, ντρεπόμασταν να κάτσουμε άλλο, ήδη είχε κάνει πολλά για μας. Μάλιστα, οι δύο δεν βοήθησαν μόνο εμάς να φύγουμε, βοήθησαν και άλλους, τον Μένανδρο Γιάκρα, τον Θωμά Κούτρη…
Ένας γνωστός τους με το όνομα Αρφαράς, συμιακής καταγωγής, μου βρήκε δουλειά σε εργοστάσιο κεραμικής. Μικρό ήταν, αλλά όταν οι άλλοι έπαιρναν 8 λίρες, εμένα μου έδιναν 15 γιατί φαινόταν ότι την ήξερα τη δουλειά, εγώ είχα δουλέψει στον Ίκαρο!
Η αδελφή σας βρήκε δουλειά;
Εκείνη έπιασε σε εργοστάσιο που έφτιαχνε μαρμελάδες. Δύσκολα χρόνια. Πάλι οι δυο μας σε ένα δωμάτιο. Σιγά-σιγά η ζωή μου άλλαξε, δούλεψα 50 χρόνια οδηγός ταξί. Πήγα – και πού δεν πήγα. Τώρα είμαι συνταξιούχος.
Και φτιάχνετε στην Αυστραλία τα πιάτα του Ίκαρου!
Με παρότρυνση της συζύγου μου, Άννας. Τώρα στην Αυστραλία, όποτε έχω καιρό ζωγραφίζω πιάτα με τον τρόπο που το κάναμε τότε. Αγοράζω τα πιάτα, τα ζωγραφίζω, τα δίνω να τα ψήσουν, βάζω τη γυαλάδα με το πινέλο, τα δίνω, τα ψήνουν πάλι και είναι σαν να έχω γυρίσει στα χρόνια εκείνα, στη Ρόδο που ήμουν 15 χρόνων. Τέτοια λαχτάρα έχω.
Το χέρι μου είναι ακόμα σταθερό, μου λένε «ρίγλα έχεις;» (χάρακα)… Κάνω το σχέδιο από την αρχή μέχρι το τέλος. Έκανα δώρο ένα από τα πιάτα μου στον πρώην πρωθυπουργό της Αυστραλίας, Κέβιν Ραντ.
Έγραψα μια κάρτα ότι είναι από τη Ρόδο και πήγα και το άφησα στα γραφεία της κυβέρνησης. Τα Χριστούγεννα, έλαβα μια ωραία κάρτα με ευχές που είχε πάνω φωτογραφία του πρωθυπουργού με την οικογένειά του, και το σκύλο τους.
Πόσα πιάτα έχετε φτιάξει μέχρι τώρα;
Έχω κάνει μέχρι τώρα 50 με 60 πιάτα. Μου αρέσει, μπορεί να μου πάρει μία εβδομάδα ή δύο για να τελειώσω ένα πιάτο και έχω αγωνία όταν το περιμένω να βγει τη δεύτερη φορά από το φούρνο, αλλά όταν βγαίνει η χαρά μου είναι μεγάλη.
Η γυναίκα μου, μου λέει «αυτό είναι έργο των χεριών σου»! Επέστρεψα εκεί απ’ όπου ξεκίνησα τώρα! Ερχόμαστε πια στη Ρόδο κάθε δύο χρόνια και τώρα μείναμε πολύ καιρό εδώ, τέσσερις μήνες, αλλά η σημερινή μέρα που σας είδαμε η σύζυγός μου και εγώ, και θυμηθήκαμε όλα τα παλιά, να το ξέρετε ήταν η πιο ωραία μέρα!
*Πηγή: Εφημερίδα «Η Ροδιακή».