Ο τόνος είναι ήπιος, όσο και αποφασιστικός. Με 18 χρόνια υπηρεσίας στην ηγεσία ενός απαιτητικού οργανισμού της παροικίας, οφείλει να γνωρίζει το θέμα καλά.
Στην ατζέντα της συνάντησής μας με την Καίτη Αλεξοπούλου, πρόεδρο του Ελληνο-Αυστραλιανού Πολιτιστικού Συνδέσμου Μελβούρνης, η ανατομία και επιβίωση του οργανισμού του οποίου ηγείται, εδώ και 18 χρόνια.
Ενός ιστορικού οργανισμού που πλησιάζει τον μισό αιώνα ζωής και παρ’ ότι πέρασε τρικυμίες, το καράβι έμεινε αλώβητο.
Η ανανέωση, εντούτοις, κρίνεται αναγκαία, σε μια χρονική στιγμή που το θέμα της επιβίωσης των οργανισμών -εθνικοτοπικών κυρίως-, θεωρείται αναγκαία όσο ποτέ.
«Όταν βλέπεις το οικοδόμημα να έχει άμεση ανάγκη αναπαλαίωσης, παίρνεις τα μέτρα σου όσο το δυνατόν γρηγορότερα, γνωρίζοντας ότι όταν το αφήσεις στην τύχη του, θα γκρεμιστεί» λέει επιγραμματικά η Καίτη Αλεξοπούλου, με την καθαρή ματιά του ατόμου που νοιάζεται και ανησυχεί για την τύχη και των άλλων οργανισμών της παροικίας μας με αρκετούς από τους οποίους συνεργάζεται σήμερα ο Πολιτιστικός.
Από το 1970 που ιδρύθηκε ο Ελληνο-Αυστραλιανός Πολιτιστικός Σύνδεσμος Μελβούρνης, μέχρι σήμερα, είναι γεγονός ότι είχε πάντοτε το χέρι του στον σφυγμό της παροικίας, ώστε να μπορεί να εξυπηρετεί καλύτερα τις ανάγκες των μελών του αλλά και της ευρύτερης ομογένειας. Εκ των πραγμάτων, τη σύνθεσή του, στο μεγαλύτερο διάστημα της ύπαρξής του, αποτελούσε κυρίως η πρώτη γενιά.
Φυσιολογικό το φαινόμενο μέχρι ενός χρονικού σημείου, δεν προκαλούσε ανησυχία.
Με την πάροδο του χρόνου όμως, και συγκεκριμένα από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, η ανάγκη για προσέλκυση μελών της δεύτερης γενιάς ήταν επείγουσα όσο και απαιτητική.
Ο δρόμος ανηφορικός, χωρίς δυστυχώς να έχει αλλάξει, όπως θα πει η πρόεδρος, μέχρι σήμερα.
«Έχουμε 200 ενεργά μέλη σήμερα, το 90% όμως αυτών που παραβρίσκονται στις Γενικές Συνελεύσεις είναι της πρώτης γενιάς. Αυτοί αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά του οργανισμού. Αυτοί είναι οι υποστηρικτές του, για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους.
Ωστόσο, οι προσπάθειες προσέλκυσης της δεύτερης και τρίτης γενιάς είναι εντατικές. Προσπαθούμε, κατ’ αρχήν, να προσελκύσουμε το ενδιαφέρον τους για συμμετοχή στο Διοικητικό Συμβούλιο, όπου γίνεται ο σχεδιασμός των εκδηλώσεων και παίρνονται οι αποφάσεις για τη μελλοντική πορεία του οργανισμού. Δεν μπορώ να πω ότι οι προσπάθειές μας έχουν στεφθεί με εντυπωσιακή επιτυχία, δεν έχουν, όμως, μείνει και άκαρπες. Από τα 13 μέλη του παρόντος Δ.Σ. τα δέκα είναι της πρώτης γενιάς και τα τρία της δεύτερης.
Οι συνεδριάσεις γίνονται, κατ’ ανάγκη και στις δύο γλώσσες και τα πρακτικά επίσης».
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΉ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Αναμφίβολα, ζούμε σε μια μεταβατική περίοδο, και η συζήτηση που έχουμε σήμερα με την πρόεδρο ενός οργανισμού που τη ζει έντονα όσο ποτέ, είναι ζωτικής σημασίας.
Πώς αντιμετωπίζει ο Ελληνο-Αυστραλιανός Πολιτιστικός Σύνδεσμος τις σημερινές προκλήσεις;
«Προσπαθούμε με κάθε τρόπο να φέρουμε τους νέους κοντά μας. Να τους προσελκύσουμε με εκδηλώσεις οι οποίες ανταποκρίνονται στις δικές τους ανάγκες. Να αφουγκραστούμε προσεκτικά και ν’ ακούσουμε τη φωνή τους. Βέβαια, ο ετήσιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός ανοίγει διάπλατα την πόρτα για συμμετοχή στην αγγλική γλώσσα, οπότε η παρουσία τους εκεί είναι κάτι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό θα έλεγα.
Επίσης η Έκθεση Ζωγραφικής «Antipodean Palette», ελκύει ένα σημαντικό αριθμό νέων δεύτερης και τρίτης γενιάς.
Εκμεταλλευόμενοι την παρουσία τους εκεί, κατά τη διάρκεια της έκθεσης, γίνονται παρουσιάσεις λογοτεχνικών βιβλίων στα αγγλικά. Επίσης, έχουμε ένα ποιητικό απόγευμα και στις δύο γλώσσες που σημειώνει επιτυχία.
Προσπαθούμε, με κάθε τρόπο, να προσελκύσουμε τις νέες γενιές και να τους κινήσουμε το ενδιαφέρον να γίνουν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου. Δεν μπορώ να πω ότι σ’ αυτό το σημείο έχουμε σημειώσει εκπληκτική επιτυχία.
Προσωπικά, θα ήθελα να τους δω να αναλαμβάνουν τα ηνία. Γράφονται μέλη πρόθυμα, δεν στελεχώνουν όμως με την ίδια προθυμία το Διοικητικό Συμβούλιο. Είναι ένα θέμα που με απασχολεί σοβαρά, όπως άλλωστε και τους περισσότερους ομογενειακούς οργανισμούς».
ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΕΣ
Eκείνο, φυσικά, που επιβάλλεται, θα τονίσει η ίδια, είναι «να γίνουμε πραγματιστές».
«Θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι δεν έχουμε την πολυτέλεια να μείνουμε εκεί που είμαστε χθες. Θα πρέπει να προχωρήσουμε, εξερευνώντας συνεχώς το τοπίο και τις ανάγκες που παρουσιάζονται σήμερα. Ο ρόλος μας, βέβαια, εκ των πραγμάτων, είναι πιο δύσκολος.
Υποχρεωνόμαστε, για παράδειγμα, να κάνουμε παρουσιάσεις βιβλίων και στα αγγλικά. Επιδιώκουμε βέβαια τα αγγλικά να μην είναι απλή μετάφραση των ελληνικών, αλλά μία άλλη πλευρά του ιδίου θέματος. Ας μη μας διαφεύγει, εξάλλου, ότι και η πρώτη γενιά, στην πλειονότητά της, γνωρίζει την αγγλική».
Η άλλη, βέβαια, πλευρά του θέματος είναι ότι θα πρέπει να μάθουμε να συνεργαζόμαστε με άλλους οργανισμούς, αν μας ενδιαφέρει η πλατύτερη κάλυψη των αναγκών της παροικίας μας, αλλά και η επιβίωση του δικού μας σχήματος.
«Είναι κάτι το οποίο επιδιώκουμε πάντοτε. Πρώτα-πρώτα, στις περισσότερες εκδηλώσεις λογοτεχνικού χαρακτήρα, όπως παρουσιάσεις βιβλίων, συνεργαζόμαστε τις περισσότερες φορές, με τον Σύνδεσμο Λογοτεχνών και Συγγραφέων. Επίσης, στενή είναι η συνεργασία μας με την Κοινότητα Μελβούρνης, με τους Αρκάδες, τους Πόντιους, τους Ιθακήσιους, τους Λάκωνες.
Επιβάλλεται να είμαστε ανοιχτοί προς όλες τις κατευθύνσεις και διατεθειμένοι να προσαρμοστούμε στις νέες προκλήσεις και αλλαγές. αν μας ενδιαφέρει να επιβιώσουμε και να είμαστε λειτουργικοί».
Η ίδια θα προσθέσει σ’ αυτό το σημείο ότι η πρώτη γενιά, δεν έχει τη μαζική συμμετοχή που είχε πριν χρόνια στις παροικιακές εκδηλώσεις: «Αρκετοί έχουν φύγει, ενώ μεγάλος είναι και ο αριθμός εκείνων που δεν οδηγούν ή δεν βγαίνουν έξω, λόγω ασθένειας. Αυτή είναι η πραγματικότητα και δυστυχώς μας κοιτάζει κατάματα».
Καμμία αμφιβολία περί αυτού. Πώς, όμως, η πρώτη γενιά, γενικότερα, αντιμετωπίζει το θέμα των αλλαγών;
«Mε επιφυλακτικότητα, θα έλεγα. Αν εντοπίσουμε το θέμα στους οργανισμούς, βλέπουμε, ότι με ελάχιστες εξαιρέσεις, φοβούνται την αλλαγή. Όταν όμως το οικοδόμημα χρειάζεται ανακαίνιση, δεν το αφήνεις να καταρρεύσει, φροντίζεις να το ανακαινίσεις πριν συμβεί αυτό οπότε είναι αργά για να το σώσεις.
Εξάλλου, κάνοντας τις αλλαγές, δεν σημαίνει ότι τους αγνοείς και τους παραμερίζεις. Αντίθετα, εκτιμάς αυτό που έχουν χτίσει και φροντίζεις για τη διατήρησή του» καταλήγει η Καίτη Αλεξοπούλου.
Λέγοντας όλα αυτά, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε ότι υπάρχουν ορισμένοι οργανισμοί, οι οποίοι επέτυχαν να έχουν στα Διοικητικά τους Συμβούλια και να υπερτερούν αριθμητικά άτομα δεύτερης γενιάς, όπως για παράδειγμα, η Παγκρήτια Ένωση Μελβούρνης, ο Παναρκαδικός Σύλλογος Μελβούρνης «Ο Κολοκοτρώνης», η Παλλεσβιακή Ένωση Μελβούρνης και Βικτωρίας, η Καλυμνιακή Αδελφότητα Μελβούρνης και Βικτωρίας, για να αναφερθούμε σε ορισμένους από τους εθνικοτοπικούς οργανισμούς που είδαν την ανάγκη της αλλαγής και έλαβαν τα ανάλογα μέτρα.
Βέβαια, το μεγάλο παράδειγμα, να μη μας διαφεύγει, το έδωσε η Κοινότητα Μελβούρνης, όπου το 19μελές συμβούλιο αποτελείται εξ ολοκλήρου από άτομα της δεύτερης γενιάς. Το έργο που επιτελείται εκεί, μιλά καθαρά για την αποτελεσματικότητα της σύνθεσης του εκτελεστικού οργάνου της Κοινότητας.