Μετά από μισό αιώνα … ήταν όλοι εκεί

Ήταν ένα μοναδικό, όσο και περίεργο, συναπάντημα

Ήταν ένα μοναδικό, όσο και περίεργο, συναπάντημα αυτό της περασμένης Κυριακής.

Ήταν σαν να έκανες, εν αγνοία σου, ένα ιλιγγιώδες ταξίδι στο χρόνο και βρέθηκες ξαφνικά δεκαετίες πίσω.

Στον ίδιο χώρο με ενενήντα τόσα άτομα που τα περισσότερα τα ήξερες από παλιά. Που είχες μια καθημερινή, στενή σχέση μαζί τους ή απλώς τους συναντούσες, στους ίδιους χώρους συχνά, ως συνεργάτες, συντρόφους ή συγγενείς των συνεργατών.

Οι περισσότεροι ασπρομάλληδες, κι άλλοι, στο πείσμα του χρόνου, που σίγουρα πέρασε από πάνω τους, να τους έχει απλώς αγγίξει διακριτικά.

Ο ένας να κοιτάζει περίεργα τον άλλον, προσπαθώντας να εντοπίσει τη σχέση του με τον χρόνο.

Τους γνώρισα όλους, πλην ενός. Απολογούμαι.

Προσωπικά, εισέπραξα το πιο ωραίο, όσο και παράξενο, κοπλιμέντο της ζωής μου: «Eσύ θα πρέπει να είσαι η κόρη της Βίβιαν».

Θέμα της σύναξης, ο εορτασμός 80 χρόνων της Ματίνας Παναγιωτοπούλου, στον πλανήτη Γη.

Η Ματίνα με τον γραφίστα Γιώργο Παπαδόπουλο. Όταν μια φωτογραφία λέει περισσότερ

H Mατίνα μας με την οικογένειά της

Ήταν εκεί όλοι εκείνοι που τα χνώτα τους συναντήθηκαν στον ίδιο χώρο, αυτόν του Ελληνικού Τύπου Αυστραλίας, πιο συγκεκριμένα του «Πυρσού» και του «Νέου Κόσμου».

Άλλοι, με περισσότερα χρόνια στην πλάτη, κι άλλοι με λιγότερα. Αυτή ήταν πάντα η Ματίνα, ακριβοδίκαιη. Δεν άφησε, τη μεγάλη μέρα της ζωής της, κανέναν απέξω.

Απέναντί μου, όλο το βράδυ η Μάρω, o Χαρίλαος, o Κιτσάκης, ο Τζίμης ο Μπανάνας από τον «Πυρσό», ενώ είχα τη χαρά να είμαι στο ίδιο τραπέζι με τον άνθρωπο που ήταν στο τιμόνι του «Νέου Κόσμου» πάνω από μισό αιώνα, τον Τάκη Γκόγκο.

Η ατμόσφαιρα χαρούμενη, αλλά και φορτισμένη.

Το πρόσωπο της ημέρας είχε φροντίσει να είναι όλα άψογα. Από τη φιλοξενία, μέχρι το πού είχε θέση ο καθένας.

Όλοι, είναι σίγουρο, έκαναν το δικό τους ταξίδι στο χρόνο. Άλλοι μακρινό, όπως ο Χαρίλαος Παύλου, και άλλοι σχετικά πρόσφατο, όπως ο Γιωργάκης Παπαδόπουλος, ο γραφίστας.

ΜΙΑ ΠΟΡΕΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΜΑΤΙΝΑ

Το δικό μου φλασμπάκ μ’ έφερε σ’ ένα απόγευμα Παρασκευής, όταν στη Μελβούρνη των τότε χρόνων τα μαγαζιά έκλειναν στις 5 και μαζί μ’ αυτά κλείνονταν και οι άνθρωποι, την ίδια ώρα, στα σπίτια τους.

Με μίνι και με τρελό καρδιοχτύπι ανέβαινα τις σκάλες του «Πυρσού»για να ζητήσω την πρώτη μου δουλειά από τον Μιχάλη Μιχαηλίδη. Δεινός καπνιστής, όταν το κάπνισμα δεν είχε δει το κόκκινο φως ακόμη, είχε γεμίσει το χώρο καπνό που δεν έβλεπες μπροστά σου.

Εκεί, συνάντησα, πριν δω ακόμη τον διευθυντή, την Ματίνα φουριόζα με κατακόκκινα μάγουλα να κατευθύνεται προς την πόρτα του αφεντικού της με κάποια χαρτιά στο χέρι. Μου χαμογέλασε και μ’ άφησε να περάσω, ενώ κανονικά, ήταν εκείνη πρώτη.

ΜΙΑ ΜΑΚΡΑ ΚΟΙΝΗ ΠΟΡΕΙΑ

Από τότε θα την έβλεπα, τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, όταν, μετά την πρόσληψή μου, πήγαινα εκεί για να παραδώσω τη χειρόγραφη, τότε, στήλη μου.

Απέναντι, στο «Νέο Κόσμο», το «Ερυθρό Έντυπο», όπως αποκαλούσε τότε ο Μιχαηλίδης τον «Νέο Κόσμο», έμελλε να έχουμε μια μακρά κοινή πορεία. Θα της παρέδιδα κάθε Δευτέρα πρωί τη χειρόγραφη στήλη. Καθισμένη μπροστά στην πελώρια λινοτυπική μηχανή, έφτανε πρώτη και έφευγε τελευταία.

Από την αρχή της δεκαετίας του ’80 μέχρι λίγο πριν αφυπηρετήσει, σελιδοποιούσε όλα μου τα αφιερώματα με τη δική της απαράμιλλη τέχνη και αλάθητη αισθητική.

Μια άψογη συνεργασία από την οποία απεκόμισα πολλά.

Μέχρι σήμερα, μου έχουν μείνει αρκετά από τα όσα δεν κουραζόταν να επαναλαμβάνει και τα οποία για κείνη ήταν απαράβατοι, ιεροί κανόνες, όπως «ποτέ δύο τίτλοι ο ένας δίπλα στον άλλον. Δεν γίνεται». Ή όχι ο μεσότιτλος στο τέλος της στήλης».

Σήμερα, είμαι σίγουρη, ότι δεν θα συμφωνεί με πολλά που βλέπει.

Για χρόνια, πριν αναλάβει τα ηνία ο Χριστόφορος, σελιδοποιούσαμε μαζί τα αφιερώματά μου, μετά τις εργάσιμες ώρες!

Συχνά, φεύγαμε μεσάνυχτα. Εγώ ένα σκέτο πτώμα, αφάνταστα όμως ικανοποιημένη με το αποτέλεσμα της συνεργασίας μας, κι εκείνη ζωηρή και ομιλητική, να φαίνεται σαν να ξεκινούσε η μέρα της μόλις τώρα!

Πάντα θαύμαζα επίσης την ψυχραιμία και την ανωτερότητα με την οποία αντιμετώπιζε δύσκολες καταστάσεις στη δουλειά της, όπως, για παράδειγμα, τις εκρήξεις του αείμνηστου Πάρνου που για χρόνια δούλευαν ο ένας δίπλα στον άλλον, στις πελώριες λινοτυπικές μηχανές τους και μετά στις πρώτες κομπιούτερ. Κι εκείνος, εκτιμούσε αφάνταστα τη στάση της αυτή και την σεβόταν απεριόριστα.

ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ

Τις δεκαετίες που συνεργαστήκαμε, ποτέ δεν την θυμάμαι να φαίνεται κουρασμένη ή άκεφη. Αντίθετα, είχε τόσο πάθος για τη δουλειά που λάτρευε, που θα έλεγε κανείς ότι ήταν άτρωτη. Οι υπερωρίες ήταν το «κανονικό» της ωράριο.

Μέχρι τελευταία, αντικαθιστούσε χωρίς δεύτερη κουβέντα, όποιον από τους συναδέλφους της, για διάφορους λόγους, έλειπε – και έσωζε καταστάσεις.

Παρ’ ότι η καριέρα της ξεκίνησε στη… λίθινη εποχή της λινοτυπικής, φρόντιζε να είναι πάντα μέσα στα πλαίσια της νέας τεχνολογίας και δεν υστερούσε στο ελάχιστο από τους κατά πολύ νεότερους συναδέλφους της.

Είχε πάθος με τη δουλειά της και αναμφίβολα ήταν τελειομανής.

Αξιοσημείωτο ότι, παρά το γεγονός ότι ήταν εργασιομανής, η ανθρώπινη πλευρά της έβρισκε πάντα χώρο για την έκφρασή της. Στήριζε οποιαδήποτε φιλανθρωπική κίνηση έπεφτε στην αντίληψή της, ήταν πάντα έτοιμη να προσφέρει γενναιόδωρα ηθικά και υλικά όπου υπήρχε ανάγκη.

Χαρακτηριστική της τάσης της αυτής η έκκληση στους καλεσμένους των γενεθλίων της, αντί δώρου να συνεισφέρουν στον έρανο που γίνεται προκειμένου να μπορέσει να μεταβεί στην Αμερική μια νεαρή συμπάροικος που πάσχει από μία σπάνια πάθηση.

Ένα άλλο στοιχείο του χαρακτήρα της που θαύμαζα, όλα αυτά τα χρόνια που συνεργάστηκα μαζί της, ήταν η τάση της να βλέπει την αισιόδοξη πλευρά των πραγμάτων και να εκφράζει ελεύθερα και ανεπηρέαστα τη γνώμη της. Τα επιχειρήματά της στηριζόταν πάντα στη βαθιά γνώση του αντικειμένου της και στη λογική, είχε δε έναν θαυμάσιο τρόπο να σε πείθει χωρίς να ασκεί πίεση.

Η Ματίνα με τους συναδέρφους της

«Τι θά ‘λεγες να βάζαμε δεξιά τη δεύτερη φωτογραφία, θα έδινε πιο πολύ αέρα στο κείμενο».

Πόσες φορές, από τότε που έφυγε, δεν της ζήτησα… σιωπηρά τη γνώμη της!

Γενναιόδωρη, δεν κρατούσε ποτέ τις γνώσεις της μόνο για τον εαυτό της.

Κάθε νέο μέλος του «Νέου Κόσμου», έβρισκε στο πρόσωπό της την ενθάρρυνση, τη στήριξη, το ζεστό καλωσόρισμα.

Φεύγοντας από το «Νέο Κόσμο», δεν μας έλειψε μόνο το φωτεινό της χαμόγελο και η αισιόδοξη πάντα προσέγγισή της στα πράγματα, αλλά και η απύθμενη σοφία της.

Ο τρόπος που αντιμετώπιζε τη ζωή, σ’ όλες της τις φάσεις και έβρισκε πάντα τη σωστή λύση.

Ματίνα, Χρόνια πολλά και στα εκατό με υγεία!