Μετά από 47 ολόκληρα χρόνια «σιωπής», μια σημαντική εξέλιξη έρχεται να ρίξει «φως» στη μυστηριώδη εξαφάνιση ενός τρίχρονου κοριτσιού από τη Βρετανία, το οποίο είχε μεταναστεύσει με την οικογένειά του στην Αυστραλία το 1969.
Η Cheryl Grimmer ήταν μόλις τριών ετών όταν εξαφανίστηκε από παραλία στο Γούλονγκονγκ Νέας Νότιας Ουαλίας, το 1970. Παρά την τεράστια κινητοποίηση των αυστραλιανών Αρχών εκείνο το διάστημα, δεν κατέστη δυνατός ο εντοπισμός της μικρούλας, που πιστεύεται ότι έπεσε θύμα δολοφονίας.
Τρεις μέρες μετά από την απαγωγή της στις 12 Ιανουαρίου 1970, ένα σημείωμα για λύτρα εστάλη στους γονείς της Cheryl, ζητώντας 10.000 δολάρια για να τους επιστραφεί ζωντανή η μικρή. Ωστόσο, οι «απαγωγείς» δεν επικοινώνησαν ξανά με την οικογένεια του κοριτσιού, ενώ ούτε και οι Αρχές κατάφεραν να βρουν οποιοδήποτε ίχνος της τρίχρονης τις επόμενες πέντε δεκαετίες!
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Daily Mail», η αυστραλιανή Αστυνομία έχει λόγους να πιστεύει τώρα ότι η Cheryl απήχθη από έναν έφηβο, περίπου 17-18 χρόνων, ο οποίος σήμερα θα πλησιάζει τα 65.
Μάρτυρες είχαν δει τον εν λόγω νεαρό να τρέχει προς δασώδη περιοχή κοντά στο σημείο όπου εξαφανίστηκε το κορίτσι και, μάλιστα, είχαν δώσει λεπτομερή περιγραφή του μικρόσωμου μελαχρινού εφήβου στους αστυνομικούς. Άγνωστο για ποιο λόγο, οι Αρχές τότε είχαν επιλέξει να αγνοήσουν τις συγκεκριμένες μαρτυρίες, ωστόσο η πρόσφατη επανεξέταση της υπόθεσης, έδειξε ότι το συγκεκριμένο άτομο μπορεί να αποτελεί το «κλειδί» για την διαλεύκανση της υπόθεσης, ακόμα και μετά από πέντε ολόκληρες δεκαετίες!
Σε πρόσφατη αναπαράσταση της εξαφάνισης της μικρούλας στην παραλία όπου εθεάθη για τελευταία φορά, τα τρία αδέλφια της απηύθυναν έκκληση στον απαγωγέα να εμφανιστεί, έστω και τόσα χρόνια μετά, για να ομολογήσει την πράξη του και να μάθουν, επιτέλους, τι συνέβη στην αγαπημένη τους Cheryl.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο ένας αδελφός, ο οποίος είχε αφήσει μόνη της για δύο λεπτά την μικρούλα εκείνη τη μέρα, πηγαίνοντας να παίξει (ο ίδιος ήταν μόνο οκτώ ετών) ξέσπασε σε κλάματα μπροστά στις κάμερες, εξομολογούμενος ότι οι τύψεις που αισθάνεται από τότε του έχουν «δηλητηριάσει» τη ζωή.