Άπλετο φως στο λεγόμενο «εκκλησιαστικό» που ταλαιπωρούσε την ομογένεια της Αυστραλίας από τις αρχές του 20ού αιώνα, έριξε την περασμένη Κυριακή, η ερευνήτρια Γεωργία Χαρπαντίδου, σε ομιλία της με θέμα «Τα πρώτα βήματα της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτωρίας», που έκανε στο Συνέδριο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου La Trobe της Μελβούρνης. Η κατάσταση έχει, βέβαια, εξομαλυνθεί τα τελευταία χρόνια (αν και υπάρχουν ακόμα κάποιες Κοινότητες που είναι εκτός Αρχιεπισκοπής) αλλά η ομιλία της κ. Χαρπαντίδου «φωτίζει» τεκμηριωμένα πολλές πτυχές της εκκλησιαστικής και κοινωνικής μας ζωής. Αυτός είναι και ο λόγος που ο «Νέος Κόσμος» επέλεξε να δημοσιεύει το ακόλουθο απόσπασμα της ομιλίας:
Η τελετή θεμελίωσης του Ευαγγελισμού, της πρώτης ορθόδοξης εκκλησίας της Βικτώριας, πραγματοποιήθηκε ακριβώς πριν 116 χρόνια, το Δεκέμβριο του 1900. Η ίδρυση του ναού και η άφιξη ιερέα από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων ήταν αποτέλεσμα συνεργασίας μιας ομάδας Ελλήνων και Σύρων ορθόδοξων με τους Ρώσους πρόξενους και αγγλικανούς αρχιερείς της πόλης, που διήρκησαν σχεδόν όλη την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Το ορθόδοξο δόγμα θα συνδέσει μια ετερογενή εθνικά ομάδα και ο δημόσιος χώρος του ναού θα λειτουργήσει ως πραγματικός χώρος συνάντησης και ως συμβολικό σημείο σύμπτυξης της κοινής τους πίστης. Η πρακτική της συνύπαρξης και συνεργασίας ορθόδοξων διαφορετικών εθνοτήτων υπήρξε άλλωστε χαρακτηριστικό πολλών ορθόδοξων διασπορικών κοινοτήτων, όπως στις ΗΠΑ, στην Αίγυπτο αλλά και στην Ευρώπη.
Η παρουσία αραβόφωνων ορθόδοξων, οι οργανωμένες αγγλικανικές ιεραποστολές και η διπλωματική παρουσία των Ρώσων στους Άγιους Τόπους, θα σταθούν καθοριστικοί παράγοντες στο ζήτημα της επιλογής της εκκλησιαστικής τους αρχής. Την εποχή αυτή, τέλος του 19ου αιώνα, η υπαγωγή των διασπορικών εκκλησιών σε μια από τις εκκλησιαστικές Αρχές της Ανατολικής Εκκλησίας δεν ήταν ούτε ομοιόμορφη ούτε δεδομένη. Στην περίπτωση της Μελβούρνης η παρουσία των Σύρων ορθόδοξων επέβαλε την προϋπόθεση γνώσης της αραβικής γλώσσας από τον ιερέα και ο πατριάρχης της Ιερουσαλήμ Γεράσιμος στον οποίο θα απευθυνθούν ήταν οικείος στους Σύριους από την πατριαρχία του στην Αντιόχεια.
Ο Πατριάρχης αν και θα δεχτεί το αίτημα της αποστολής ιερέα θα ζητήσει συγχρόνως την εγγύηση της μισθοδοσίας του και της επικράτησης συνεργασίας μεταξύ των πιστών. Η επιμονή του στις οικονομικές εγγυήσεις θα δυσαρεστήσει τους Έλληνες και θα δημιουργήσει διαφωνίες στον τρόπο οικονομικής διαχείρισης με τους Σύρους με αποτέλεσμα την καθυστέρηση της άφιξης ιερέα. Το 1897 ενώ η διάσταση των απόψεων φαίνεται να εξομαλύνεται, η Επιτροπή θα αξιοποιήσει την παρουσία ενός περιπλανώμενου ορθόδοξου ιερέα για να δοκιμαστεί έμπρακτα στην οργάνωση και λειτουργία της εκκλησιαστική ζωής.
Στην πρώτη Γενική Συνέλευση του Σεπτεμβρίου 1898 τα 15 μέλη που θα παραβρεθούν εκτός από τον έρανο για την ανέγερση του ναού τους θα οριοθετήσουν το πολιτικο-ιδεολογικό τους πλαίσιο με την απόφασή τους «να τεθεί υπό την προστασία της ελευθέρας γωνίας του ελληνικού Γένους». Η επιλογή τους αυτή σήμαινε πρακτικά την εκκλησιαστική τους υπαγωγή στην Εκκλησία της Ελλάδος δίνοντας το προβάδισμα στον εθνικό χαρακτήρα της συλλογικής τους οργάνωσης και στην ταυτοποίησή τους με το περιεχόμενο του ελληνικού εθνικού ιδεώδους που εκπροσωπούσαν. Η περιγραφή της «ελευθέρας γωνίας» αντανακλούσε την συλλογική άποψη των Ελλήνων της εποχής για την ανάγκη επέκτασης του περιορισμένου εδαφικά ελληνικού κράτους, που συνοψιζόταν στο εθνικό ιδεώδες της Μεγάλης Ιδέας. Ως προϊόν του ευρύτερου εθνικιστικού κινήματος του αλυτρωτισμού, ο Μεγαλοϊδεατισμός είχε συγκροτηθεί μέσω της κατασκευής της ιδέας ενός έθνους με υπερεδαφικό χαρακτήρα. Το κατακερματισμένο σε τρία τμήματα έθνος, των αυτόχθονων κατοίκων του ελληνικού κράτους, των «αλύτρωτων» Ελλήνων που κατοικούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και των Ελλήνων της διασποράς, στόχευε στην εδαφική του συγκέντρωση μέσα από την επέκταση και απελευθέρωση των αλύτρωτων και την επιστροφή των ομογενών της διασποράς. Το ιδεολογικό μήνυμα της ολοκλήρωσης του έθνους είχε μαζική απήχηση και λειτούργησε συνεκτικά εξισώνοντας το λαό κοινωνικά και πολιτικά κάτω από το ίδιο έθνος, νομιμοποιούσε την κρατική εξουσία και προβίβασε το εθνικό ιδεώδες σε ύψιστο καθήκον.
Οι Έλληνες επίτροποι και μέλη της Κοινότητας ως φορείς αυτής της ιδεολογίας θα την υποστηρίξουν έμπρακτα και δημόσια. Μεταγενέστερα, ο πρώτος πρόεδρος της Κοινότητας Αλέξανδρος Μανιάκης, θα δηλώσει: «Θέλαμε να είμαστε υπό την προστασία της ελεύθερης Ελλάδας γιατί ξέραμε από εμπειρία και την ιστορία ότι ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης υπάκουε στο μουσουλμάνο σουλτάνο», απηχώντας την αντίληψη πάνω στην οποία είχε βασιστεί η Αντιβασιλεία το 1833 για την κήρυξη της Αυτοκέφαλης Ελληνικής Εκκλησίας και τα λόγια του Αδαμάντιου Κοραή «ο ελευθέρων και αυτόνομων Γραικών κλήρος είναι απρεπέστατον να υπακούη εις προσταγάς Πατριάρχου εκλεγμένου από τύραννον και αναγκασμένου να προσκυνή τύραννον». Ο Μανιάκης επίσης θα αναλάβει προσωπικά την ενημέρωση της αυστραλιανής κοινωνίας αρθρογραφώντας στον αγγλόφωνο Τύπο υπέρ των Ελληνικών εθνικών ζητημάτων. Μαζί με άλλα μέλη της Κοινότητας θα γίνουν συνδρομητές του περιοδικού «Ελληνισμός» το οποίο το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας χρησιμοποιούσε για να τονώσει το εθνικό φρόνημα και να προωθήσει τη Μεγάλη Ιδέα και στη διασπορά.
Ο ιερέας που θα στείλει το Πατριαρχείο Ιερουσαλήμ, θα αντιδράσει ανασύροντας εθνοφυλετικό θέμα, κηρύσσοντας τον οικουμενικό χαρακτήρα της ορθοδοξίας. Με τη συμπαράσταση του Πατριαρχείου θα επιχειρήσει να αναλάβει τη διοίκηση και κυριότητα του ναού αναπτύσσοντας στενή συνεργασία με τους Σύρους ορθόδοξους και τον Ρώσο πρόξενο. Η αντίληψη των Ελλήνων για τον επεμβατικό ρόλο της ρωσικής πολιτικής στην ανάδυση του αραβικού εθνικισμού και στη διεκδίκηση της εξουσίας των πρεσβυγενών Πατριαρχείων που παραδοσιακά κυριαρχούνταν από Έλληνες, αλλά και στην επιδίωξη της Ρωσικής Εκκλησίας να μονοπωλήσει την αρμοδιότητα των ορθόδοξων στο αμερικανικό έδαφος, θα ενισχύσουν τη ρήξη μαζί του.
Για να εξασφαλίσουν τη νομική κατοχύρωση της οργάνωσής τους και την κυριότητα του ναού, θα καλέσουν Γενική Συνέλευση στις 31 Αυγούστου 1902 όπου 95 μέλη θα ψηφίσουν ομόφωνα το πρώτο τους Καταστατικό. Τα δώδεκα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως στο Καταστατικό τους θα συμπληρωθούν από ένα ακόμη που θα σταθεί καταλυτικό για το μέλλον της Κοινότητας. Σε αυτό θα θέσουν ως εκκλησιαστική αρχή του ναού τους, την Ιερά Σύνοδο της Αθήνας. Με την ενσωμάτωση του όρου της υπαγωγής τους στην Αυτοκέφαλη Ελληνική Εκκλησία στους καταστατικούς όρους της συλλογικής τους οργάνωσης οι αστοί ηγέτες της Κοινότητας θα επιδιώξουν ρητά την πρόσδεση και συμβολική νομιμοποίηση της οικονομικής και κοινωνικής τους δύναμης αλλά και της οργανωσιακής της μορφής από το ελληνικό κράτος και την υπαγόμενη σε αυτό Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδας παρά από την εκκλησιαστική και απομακρυσμένη Αρχή του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων ή της Κωνσταντινούπολης. Η θρησκευτική ταύτιση με την ορθοδοξία πλέον θα συμπεριλαμβανόταν μέσα στον πρωταρχικό τους εθνικό προσδιορισμό.
Το Καταστατικό θα συνέχιζε με τις δέκα εντολές και θα έκλεινε με 18 άρθρα, που καθόριζαν τη δομή και λειτουργία της οργάνωσης. Τα δύο πρώτα, μη τροποποιήσιμα άρθρα, λειτουργούσαν συμπληρωματικά στην κατοχύρωση της εθνικής ταυτότητας της εκκλησίας τους καθώς όριζαν την ελληνική καταγωγή, γλώσσα και ορθόδοξη πίστη ως προϋποθέσεις στο δικαίωμα ψήφου και στην κατοχή διοικητικής θέσης. Ο αποκλεισμός των Σύρων, στη διοίκηση της Εκκλησίας ήταν πλέον οριστικός μαζί με αυτόν και για τις λιγοστές Ελληνίδες της πόλης. Την ίδια ημέρα θα εκλέξουν Κηδεμόνες της εκκλησίας, τους τρεις βασικούς χρηματοδότες της, τον Αλέξανδρο Μανιάκη, τον Γρηγόρη Ματορίκο και τον Αντώνη Λεκατσά, ενώ πρόεδρος της Κοινότητας ομόφωνα θα κηρυχθεί ο Αλέξανδρος Μανιάκης. Η επικράτηση των Ελλήνων θα καθοριστεί εν πολλοίς από την πληθυσμιακή και οικονομική δύναμή τους αλλά και την ευρύτερη κοινωνική θέση και αναγνώριση που είχε αποκτήσει ένα τμήμα της αυξάνοντας την αποτελεσματικότητα στην επικοινωνία και διαπραγμάτευση με τα πολιτικά και θρησκευτικά κέντρα εξουσίας εντός και εκτός της Αυστραλίας. Με την εγκαθίδρυση της ηγεμονίας τους θα επέβαλλαν και τις επιλογές τους στα εκκλησιαστικά ζητήματα και στην αποκλειστικότητα της διοίκησης. Οι Σύροι αν και είχαν συνεισφέρει οικονομικά και συμμετείχαν στη αρχική σύνθεση της επιτροπής επισκιάζονταν από τη βασική χρηματοδότηση που είχαν προσφέρει οι Έλληνες και μειονεκτούσαν σε υποστήριξη από την αυστραλιανή πολιτεία που έβλεπε με καχύποπτο τρόπο την ασιατική, μη ευρωπαϊκή καταγωγή τους.
Η Εκκλησία της Ελλάδας αν και με καθυστέρηση, θα απαντήσει θετικά στην υπαγωγή της εκκλησίας του Ευαγγελισμού στο κλίμα της. Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων που δεν βρήκε τη συμπαράσταση που ζήτησε από την Ελλάδα θα αποδεχθεί την απόφαση ανακαλώντας τον ιερέα της, ταυτόχρονα θα ανασύρει ζήτημα εκκλησιαστικής αρμοδιότητας για όλες τις κοινότητες της Διασποράς. Ενώ στα ανώτερα θρησκευτικά και πολιτικά κλιμάκια γίνονται διαπραγματεύσεις για τα όρια των αρμοδιοτήτων τους, στο σώμα των ορθόδοξων της Μελβούρνης θα σχηματιστούν δύο αντίπαλες ομάδες. Η αδιαμόρφωτη ακόμη εθνική ταυτότητα των Ελλήνων που προέρχονταν από τις αλύτρωτες περιοχές θα τους συσπειρώσει με τους Σύρους στην υποστήριξη του ιερέα του Πατριαρχείου σε αντίθεση με τους Έλληνες του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Η μετάβαση από την παραδοσιακή θρησκευτική στην νεωτερική εθνική ταυτότητα θα προκαλέσει παρόμοιες συγκρούσεις και σε άλλες κοινότητες της διασποράς όπου οι ορθόδοξοι θα συσπειρωθούν σε εθνικές ορθόδοξες εκκλησίες.
Η ανομοιογένεια πολιτισμικού και κοινωνικού υπόβαθρου και η έλλειψη μιας συμπαγούς εθνικής συνείδησης στο σύνολο των Ελλήνων παροίκων που συνυπήρχε με έντονη παρουσία τοπικιστικών αντιλήψεων και πρακτικών, θα εκδηλωθεί μέσα από τις αντιπαραθέσεις και τις προσπάθειες επικράτησης των ηγετικών τους ομάδων στην εξουσία. Προνομιακό πεδίο των ανταγωνιστικών συγκρούσεων θα αποτελέσει το εκκλησιαστικό ζήτημα της διαχείρισης του Ευαγγελισμού και της ανώτερης εκκλησιαστικής αρχής που όφειλε να υπαχθεί. Η αφορμή θα δοθεί με την επαναφορά της δικαιοδοσίας όλων των διασπορικών εκκλησιών το 1922 στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και την ίδρυση Μητρόπολης στην Αυστραλία το 1924. Το 13ο άρθρο του Καταστατικού που καθόριζε την Εκκλησία της Ελλάδας ως ανώτατης εκκλησιαστικής αρχής θα αποτελέσει τη βάση της διαμάχης που θα καταλήξει στις δικαστικές αίθουσες και θα φέρει την Κοινότητα στα όρια της διάλυσης. Τα μέλη και η ηγεσία της θα πετύχουν σε σύντομο χρονικό διάστημα -μέσα στη δεκαετία του 1930- να ανακτήσουν τις απαραίτητες συναινέσεις ώστε να εξασφαλίσουν την συνέχεια της λειτουργία της και να την αναδείξουν σε θεσμικό εκπρόσωπο της ελληνικής παροικίας στη Μελβούρνη.