Ο Κωστής Στεφανόπουλος, ο οποίος έζησε μια καθ’ όλα γεμάτη ζωή κι εγκατέλειψε πρόσφατα τα εγκόσμια πλήρης ημερών και τιμών –δικαίως άλλωστε– δεν υπήρξε ένας συνηθισμένος Έλλην πολιτικός και πολιτειακός ηγέτης. Για τον απλούστατο λόγο ότι τα έμφυτα χαρίσματά του όχι μόνο υπερίσχυαν ποσοτικά των αντιστοίχων επίκτητων (σπουδές, δημόσια αξιώματα κλπ) αλλά και ποιοτικά, έτσι που τα πρώτα να τιμούν τα δεύτερα, όχι το αντίθετο. Ολόκληρος ο βίος και δράση του αοίδημου Αχαιού πολίτη και πολιτικού θα μπορούσαν να συνοψισθούν σε μια σοφή ρήση που επαναλάμβανε ένας καθηγητής μου στο γυμνάσιο στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’60. «Εσείς πρέπει να αξίζετε περισσότερο από τους βαθμούς σας& όχι οι βαθμοί σας περισσότερο από σας». Αυτό ακριβώς φρόντιζε να εμπεδώνει σε όλο το μακρόχρονο μεστό βίο του ο Κωστής Στεφανόπουλος: Να αποδεικνύει έμπρακτα, πρώτα στον εαυτό του και μετά στους άλλους, ότι οι αρετές του ήταν και παρέμεναν υπεράνω αξιωμάτων. Αλήθεια, πόσοι Έλληνες πολιτικοί και πολιτειακοί παράγοντες μπορούν, όχι να καυχώνται αλλά να σεμνύονται για ένα τέτοιο επίτευγμα; Πολύ περισσότερο να το κληροδοτούν υπερήφανα στους επιγόνους, ως τη σημαντικότερη παρακαταθήκη τους;
Σε μια εποχή σχεδόν γενικευμένης αμφισβήτησης θεσμών, αρχών, αξιών, πνευματικής και ηθικής ένδοιας, ο μικρός το δέμας Κωστής Στεφανόπουλος υπήρξε μέγιστο πρότυπο ηθικού χαρακτήρα, αλλά και ακέραιου πολιτικού ανδρός. Όχι μόνο στη θεωρία αλλά, κυρίως, στην πράξη. Από τα νεανικά του χρόνια έως τον θάνατό του υπήρξε απλός (κυκλοφορώντας, ακόμη και στην τρίτη ηλικία, με ποδήλατο!), σοβαρός (όχι σοβαροφανής), λιτός, συνεπής, αφοσιωμένος, έντιμος και αξιοπρεπής. Όχι μόνο στη φιλοσοφία, τις ιδέες και τα πιστεύω του, αλλά και στην καθημερινή του ζωή, το καθημερινό γίγνεσθαι. Γι’ αυτό και κατάφερε να κατακτήσει τον απόλυτο σεβασμό και την εκτίμηση φίλων και πολιτικών αντιπάλων. Προπάντων όμως την καθολική κι ανεπιφύλακτη αγάπη του οικουμενικού Ελληνισμού και του ελληνικού λαού που ευτύχησε να υπηρετήσει ποικιλοτρόπως και υποδειγματικά. Πάντα με ανιδιοτέλεια και γνώμονα το δημόσιο, το εθνικό συμφέρον – σπανίως το προσωπικό.
Ο Κωστής Στεφανόπουλος, παρά τις αντιξοότητες που αντιμετώπισε στη ζωή του, κατάφερνε να υπερβαίνει εαυτόν, συνεργαζόμενος με πολιτικά ετερόκλητα πρόσωπα και κυβερνήσεις, συγκεράζοντας κοινωνικο-πολιτικές αντιθέσεις και στεκόμενος πάντα υπερήφανα στο ύψος των περιστάσεων. Προφανώς επειδή διέθετε τα εχέγγυα εκείνα τα οποία δυστυχώς δεν διαθέτει η πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτικών. Διότι, αναμφίβολα, είχε έμφυτο κι έντονο το αίσθημα του «γνώθι σ’ αυτόν», της γενναίας αυτοκριτικής, της αναγνώρισης των λαθών του (τα οποία ήξερε πώς να τα μετουσιώνει σε μαθήματα), καθώς και τις προσλαμβάνουσες εκείνες που του επέτρεπαν να αφουγκράζεται και αποκωδικοποιεί τα μηνύματα των καιρών, να τα αξιολογεί έγκαιρα, αμερόληπτα και με ευθυκρισία, και να ενεργεί δεόντως. Μακριά από προσωπικά καπρίτσια, εγωισμούς, λαϊκισμούς, κρυφές ατζέντες και τυχοδιωκτισμούς. Με κύριο στόχο των αποφάσεών του το σεβασμό στη λαϊκή βούληση, την προάσπιση του κύρους των δημοκρατικών θεσμών, και το εθνικό συμφέρον.
Μία από τις μεγάλες αρετές του ήταν ότι δεν φοβόταν να μιλά αμερόληπτα και με παρρησία οποτεδήποτε το θεωρούσε επιτακτικό. Πάντα ανιδιοτελώς, αδιαφορώντας για τυχόν επιπτώσεις στο προσωπικό του (πολιτικό ή κομματικό) συμφέρον. Πρωτίστως προείχε η προάσπιση των συμφερόντων της πατρίδας και η αλήθεια, όπως την αντιλαμβανόταν ο ίδιος σύμφωνα με την παιδεία, τις αρχές, τις πεποιθήσεις και τη γενικότερη κοσμοθεωρία του. Απόδειξη αυτού είναι το γεγονός ότι ακόμη και μετά τη λήξη της θητείας του ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ως ιδιώτης πλέον –που ωστόσο δεν έπαψε στιγμή να αγωνιά για την πορεία και την τύχη της χώρας του– τολμούσε να εκφράζει δημόσια, χωρίς φόβο αλλά με πολύ πάθος, τις απόψεις του για το καλώς εννοούμενο συμφέρον της Ελλάδας, κυρίως στις απαρχές της οικονομικής κρίσης. Έστω κι αν οι θέσεις του βρίσκονταν σε αναντιστοιχία με εκείνες της τότε πολιτικής εξουσίας. Γι’ αυτό και είναι άκρως λυπηρό που ορισμένα μέσα ενημέρωσης (που κατά τα άλλα έπλεξαν το εγκώμιο του μεταστάντος, έπεσαν στο ατόπημα να μας υπενθυμίσουν την… «συντηρητική καταγωγή» του! Λες και οι αρετές και το ήθος ενός ατόμου εξαρτάται από ανόητες και άνευ περιεχομένου ταμπελίτσες όπως «συντηρητικός» ή «προοδευτικός»…
Αυτές όμως τις απηρχαιωμένες αντιλήψεις και νοοτροπίες ήταν που στηλίτευε με κάθε ευκαιρία ο τέως Πρόεδρος, τολμώντας να παίρνει γενναίες και ξεκάθαρες θέσεις. Είτε επρόκειτο για τη μεγάλη διαμάχη των «ταυτοτήτων» μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, είτε για το ευαίσθητο ζήτημα των αλλοδαπών μαθητών σημαιοφόρων στις εθνικές παρελάσεις, είτε για πολλά άλλα… Κι επειδή ο Κωστής Στεφανόπουλος γνώριζε άριστα τις παθογένειες του ελληνικού χαρακτήρα και τις αγκυλώσεις της ελληνικής νοοτροπίας, οι εκάστοτε παρεμβάσεις του αποσκοπούσαν στη διόρθωση των κακώς κειμένων. Αυτό όμως δεν το έκανε με ανώδυνες συμβουλές και νουθεσίες, αλλά με ό,τι λειτουργεί άμεσα και αποτελεσματικά – με το προσωπικό του παράδειγμα. Γι’ αυτό και θεωρώ πρέπον να κλείσω αυτό το ταπεινό σημείωμα στη μνήμη του με δύο μόνο από τα απειροελάχιστα περιστατικά που έχουν εντυπωθεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου και που καταδεικνύουν με τον πιο εύγλωττο τρόπο το απαράμιλλο διαμέτρημα του ανδρός.
Όταν ήταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μια μέρα πήγαινε εσπευσμένα κάπου, και ο σοφέρ του είχε υπερβεί το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας. Αποτέλεσμα ήταν να τους σταματήσει στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας ένας τροχονόμος (που για κακή του τύχη δεν πρόσεξε την πινακίδα του προεδρικού αυτοκινήτου) ζητώντας εξηγήσεις απ’ τον οδηγό. Έξαλλος ο τελευταίος τον κατσάδιασε, υπενθυμίζοντάς του την ιδιότητα του συνεπιβάτη του. Όταν ο τροχονόμος διαπίστωσε τη γκάφα μόνο που δεν… λιποθύμησε! Αφού απολογήθηκε αμέτρητες φορές για την απροσεξία του, τους άφησε να φύγουν. Στη συνέχεια ο Πρόεδρος, σε πατρικό πλην έντονο ύφος, είπε στο σοφέρ του: «Έκανες διπλό λάθος που αντέδρασες έτσι. Πρώτον, με τον απαράδεκτο τρόπο που μίλησες στο όργανο της τάξης. Δεύτερον, επειδή είχε απόλυτα δίκιο που σε σταμάτησε. Το σωστό ήταν να τον αφήσεις να σου κόψει κλήση, ασχέτως αν το αυτοκίνητο ανήκει στην Προεδρία της Δημοκρατίας». Όταν ο σοφέρ έκανε να διαμαρτυρηθεί, ο Στεφανόπουλος τον έκοψε λέγοντας: «Δεν είπα τίποτα μπροστά στον τροχονόμο για να μη σε προσβάλλω, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είχες δίκιο… Διότι πώς απαιτούμε απ’ τους απλούς πολίτες να σέβονται τους νόμους, όταν πρώτοι εμείς, οι ταγοί του πολιτεύματος, τους περιφρονούμε προκλητικά, χωρίς να δείχνουμε το καλό παράδειγμα;…»
Το δεύτερο περιστατικό είναι πιο προσωπικό. Όταν ως υπεύθυνος του Πολιτιστικού Δικτύου ΣΑΕ Ωκεανίας διοργάνωσα την πρώτη Έκθεση Βιβλίου Αποδήμων στο Πεδίον του Άρεως στην Αθήνα (15 Σεπτεμβρίου – 1 Οκτωβρίου 2000), το δικό μας περίπτερο ήταν απ’ τα πρώτα που επισκέφθηκε ο Κωστής Στεφανόπουλος τιμώντας μας με την παρουσία του. Και βέβαια συζητώντας με έκδηλο ενδιαφέρον, για όση ώρα του επέτρεπε το βαρυφορτωμένο του πρόγραμμα, για όλα όσα σχετίζονταν με τους απόδημους δημιουργούς. Το γνήσιο ενδιαφέρον του για τους απόδημους της Αυστραλίας μετουσιώθηκε, για μια ακόμα φορά, σε πράξη όταν δύο χρόνια αργότερα (τον Ιούνιο του 2002) επισκέφθηκε την Πέμπτη Ήπειρο, αφήνοντας αλησμόνητες εντυπώσεις.
Αυτός ήταν ο Κωστής Στεφανόπουλος. Ένας απλός, σεμνός άνθρωπος. Ένας αληθινός ευπατρίδης. Ένας σπάνιος Έλληνας. Ένας ακέραιος ηγέτης. Θα τον θυμόμαστε και τιμούμε πάντα με σεβασμό και αγάπη.
*Ο Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός, διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, και συγγραφέας. Αρθρογραφεί σε αθηναϊκές εφημερίδες και είναι βιβλιοκριτικός σε λογοτεχνικά περιοδικά. Το τελευταίο του βιβλίο τιτλοφορείται: «Τα Αμαρτύρητα: Σχέδιο Βιογραφίας του Βασίλη Βασιλικού» (εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2016).